Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Είχα κάποτε κι εγώ έναν άνθρωπο...



Είχα κάποτε κι εγώ έναν άνθρωπο
που νόμιζα πως μ'αγαπούσε...

Άλλοτε αυτός ο άνθρωπος
ήταν μία φίλη μου
περνούσαμε ώρες μαζί
και σχεδιάζαμε κάθε μας βήμα
για ν' αλλάξουμε τον κόσμο
ή να φύγουμε μακριά
ή να γίνουμε διάσημες
ή να βρούμε την πολυπόθητη "δικαίωση"
ή απλώς να βρούμε μια παρέα...

Άλλοτε αυτός ο άνθρωπος
ήταν η μητέρα μου
με γέννησε
μου 'δωσε τ' όνομά μου
με μεγάλωσε
με βοήθησε να μάθω να σχεδιάζω
το "Α" και το "Ο"
ή να φτιάχνω σχέδια με την πλαστελίνη
ή να δένω τα κορδόνια μου
ή απλώς να έχω ανασφάλεια...

Άλλοτε αυτός ο άνθρωπος
δεν ήταν ούτε φίλος
ούτε συγγενής μου
ήταν απλώς ένας άνθρωπος
που αγάπησα πολύ
ίσως και περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο
ίσως και περισσότερο απ' τον εαυτό μου
βρέθηκε κάποια στιγμή να λέει πως μ'αγαπάει
κι αρχίνισε έτσι η πιο γλυκιά ιστορία μας
μου 'μαθε να δένομαι
ή να αγχώνομαι
ή να ερωτεύομαι
ή απλώς να προσεύχομαι για 'κείνον κάθε βράδυ
και να ξυπνάω κάθε πρωί με την έγνοια και την εικόνα του
κι ύστερα βρέθηκε να ζητάει να φύγει μακριά μου
κι αρχίνισε έτσι η πιο πικρή ιστορία μας
μου 'μαθε να κλαίω
ή να ζηλεύω
ή να θυμάμαι
ή απλώς να τον συγχωρώ εγώ πάντα μ' ένα χαμόγελο
στα πικραμένα χείλη...

Είχα κάποτε κι εγώ έναν άνθρωπο
που νόμιζα πως μ'αγαπούσε
κι αυτός
λίγο...

Μα όπως με κάθε φίλο
που μετά γίνεται απλώς "γνωστός"
έτσι κι αυτός ο άνθρωπος
έφυγε απ' τη ζωή μου
σαν να μην πάτησε
παρά μονάχα λίγο
και χάρηκε για 'μένα
όταν έπρεπε να χαρεί
τόσο
όσο χάρηκαν όλοι όσοι
χρόνια μας μισούσαν...

Κι όπως με κάθε μητέρα
που ποτέ δεν θα 'ναι περήφανη
και ποτέ δεν πρόκειται να νιώσει
το παιδί της
αν δεν το κάνει απ' την αρχή
έτσι κι αυτός ο άνθρωπος
μου κερνά πίκρες στη ζωή μου
και διακρίσεις
τ' άδικο ξέρει και το προσφέρει
καλά
αυτός ο άνθρωπος...

Κι όπως με κάθε άνθρωπο
που είναι ο άνθρωπός σου
μα εσύ δεν είσαι ο δικός του
έτσι κι αυτός ο άνθρωπος
μου 'δωσε δώρο χίλιες και μία
αναμνήσεις
και έφυγε
πνιγμένος από την αγάπη μου
πνιγμένος από 'μένα...

Κι όπως όλοι οι άνθρωποι
που μάταια αγαπάμε
κρυφά
από μέσα μας
έτσι κι αυτοί οι άνθρωποι
που νόμιζα κι εγώ
πως μ'αγαπάνε
ποτέ τους δεν το έκαναν...

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Θέλω να βρω έναν άνθρωπο...




Θέλω να βρω έναν άνθρωπο
να μοιραζόμαστε μαζί την μοναξιά μου.

Θέλω να βρω έναν άνθρωπο
να πηγαίνουμε στο θέατρο, σε ταβερνάκια, στο λιμάνι
να μαγειρεύουμε μαζί, να βλέπουμε ταινίες
να μου κάνει τις πιο όμορφες εκπλήξεις 
να με κάνει να γελάω

Θέλω να βρω έναν άνθρωπο
να μου ταιριάζει και να μας το λένε όλοι
να μη μου λέει μεγάλα λόγια
μα ούτε και δειλά να μου μιλάει
να έχω ένα γλυκό του "Καληνύχτα" κάθε βράδυ

Θέλω να βρω έναν άνθρωπο
να του διαβάζω τα ποιήματά μου
να του μιλώ για όλες τις σκέψεις μου
να μην φοβάμαι να κάνω σχέδια μαζί του
να μην τρέμω μήπως τον χάσω το επόμενο λεπτό

Θέλω να βρω έναν άνθρωπο
να είναι μαζί μου γι'αυτό που είμαι
να με κοιτάει στα μάτια και να χαμογελάει
να με παίρνει στη μέση της νύχτας
έτσι, απλά, για να ακούσει τη φωνή μου

Θέλω να βρω έναν άνθρωπο
να βρίσκουμε στα σύννεφα τα ίδια λευκά σχεδιάκια
να μου αγοράζει λουλούδια από πλανόδιους πωλητές
να μου τραγουδάει το αγαπημένο μας τραγούδι σιγανά
να 'χω κάποιον να παίρνω όταν βρέχει τηλέφωνο

Θέλω να βρω έναν άνθρωπο
να με σηκώνει με χαμόγελο όταν με γονατίζει ο κόσμος
να τον βρω για να προσεύχομαι για 'κείνον
να έχω μια ελπίδα κρυφή πως θα ερωτευτώ
κι ένα πρόσωπο να φέρνω στο μυαλό μου όταν ακούω τραγούδια

Θέλω να βρω έναν άνθρωπο
να 'χει στο στόμα του ασφαλές το όνομά μου
να με αφήνει να 'χω και εγώ όνειρα
και να μη με πνίγει με τα δικά του
να βάζει το γράμμα μου πρώτο πριν το δικό του

Θέλω να βρω έναν άνθρωπο
-όχι απαραίτητα τον άνθρωπό μου
το άλλο μου μισό-
έναν απλό άνθρωπο θέλω να βρω
να μοιραζόμαστε μαζί τη μοναξιά μου...


Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Υ.Γ. Κανένα νέο...



Εικοσιτέσσερα...
Να 'μαστε πάλι με αυτόν τον αριθμό!
Εικοσιτέσσερις μήνες είναι στ' αλήθεια πολλοί,
δεν είναι;
Έλα τώρα,
ανοησίες.
Είναι απλώς δώδεκα
κι ύστερα άλλοι δώδεκα
Οι αριθμοί είναι ασήμαντοι.
Οι μέρες όμως όχι...

Σκορπίζοντας σημεία στίξης εδώ κι εκεί
έμαθα να πιστοποιώ την ύπαρξή μου.
Άλλες φορές θα μπορούσα να κάνω πως καταλαβαίνω,
μα μ' ένα δύο και μ' ένα τέσσερα να με κοιτάνε ειρωνικά,
πώς να στενέψω το μονοπάτι,
να μη χωράνε οι αναμνήσεις;

Φεύγοντας πάρε μαζί σου την εικόνα αυτή:
Θα 'ναι Σάββατο,
μπορεί και Κυριακή,
απόγευμα.
Οι δρόμοι θα 'ναι άδειοι
και θα βρέχει ποτάμια και θάλασσες,
μα εσύ θα μ'αγαπάς
κι εγώ θα είμαι ευτυχισμένη...

Θα τραγουδάμε παρέα
για όλους εκείνους που λατρεύουν τη ζωή,
μα δεν έχουν δική τους...
Για όλους εκείνους που πιστεύουν στα θαύματα,
μα εκείνα δεν πιστεύουν πίσω σ'αυτούς...
Για όλους εκείνους που αγαπούν πολύ τα παιδιά,
μα δεν έχουν δικά τους...

Θα σου ζωγραφίσω δυο φτερά
κι έτσι θα πάψεις να δακρύζεις για την αδυναμία της φύσης σου.
Θα κάνω κι ένα χρυσό κλειδί,
να φυλάξεις καλύτερα τα πιο σπουδαία μυστικά σου.
Μήπως θέλεις λίγο χρόνο,
λίγο καιρό απ' τον δικό μου;
Να στον δώσω κι αυτόν...
Μοναχά Σάββατο απόγευμα να 'ναι,
ή Κυριακή, δεν με πειράζει,
κι έξω να βρέχει ποτάμια και θάλασσες...

Κι αν αναρωτηθείς
πώς έπλασε ο νους μου τέτοια εικόνα,
κι αν κρυφοκοιτάζεις κάθε Δευτέρα τον σκληρόκαρδο ταχυδρόμο,
για τίποτα θλιμμένα υστερόγραφα,
κι αν πάλι τίποτα απ' αυτά δεν κάνεις,
αφού τ' άφησες όλα για 'μένα
εδώ και μήνες που 'ναι φτιαγμένοι
 από δύο και τέσσερα,
κι αν όλα αυτά τα 'χεις ήδη ξεχάσει
με την πρώτη σου ανάγνωση...

Εγώ διαβάζω τα ίδια κάθε μέρα.
Και περιμένω μέχρι να πάψω ν'αναπνέω
ένα υστερόγραφο...
Εγώ πιστεύω στα θαύματα,
κι άσ' τα αυτά να μην πιστέψουν ποτέ
πίσω σε 'μένα... 
Όπως εγώ λατρεύω τη ζωή,
κι άσ' την αυτήν να μην γίνει ποτέ δική μου...
Όπως εγώ αγαπάω πολύ τα παιδιά...
...
Φαντάζομαι μαντεύεις τη συνέχεια...

Παραμυθάκι μου,
ώρα να σ'αφήσω κι απόψε...
Θα σε μαλώσω μονάχα λίγο που ξέχασες πάλι να βάλεις υστερόγραφο
στο γράμμα σου.
Δεν έχει σημασία που δεν μου έγραψες καν
γράμμα,
εγώ θα σε μαλώσω που δεν έβαλες ένα υστερόγραφο...

Μονάχα τις ίδιες λέξεις διαβάζω κάθε μέρα
στο κάτω αριστερά μέρος του χαρτιού
-που 'ναι κατάλευκο, παρθένο από μελάνι,
 δεν έχει, είπαμε, αυτό σημασία-
"Υ.Γ. Κανένα νέο"...

Μα περιμένω...
Όχι για γράμμα,
τέτοια μεγαλεπήβολα σχέδια έπαψα να τα κάνω...
Ένα υστερόγραφο προσμένω μόνο,
ένα θλιμμένο σου υστερόγραφο... 

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Η Απάντησή Μου...




Για όλα εκείνα τα όνειρα που ξεκάθαρα δεν ήθελες να μοιραστείς μαζί μου...
Για όλα εκείνα τα κομμάτια του εαυτού σου που ξεκάθαρα δεν ήθελες να μου αποκαλύψεις...
Για όλες εκείνες τις ευτυχισμένες στιγμές της ζωής σου που ξεκάθαρα δεν ήθελες να είμαι παρούσα και περήφανη για 'σένα...
Για όλα εκείνα τα σημάδια απ' το δικό σου μαχαίρι στην πλάτη μου, την ίδια πλάτη που για χρόνια σε κουβαλούσε κάθε φορά που ο κόσμος σε γονάτιζε...
Για όλα εκείνα τα χαστούκια που μου έριξαν τα λόγια σου και έκαψαν τα μάγουλά μου, μα εγώ δεν είπα τίποτα, τίποτα που θα 'ξερα πως ίσως σε πληγώσει...
Για όλες εκείνες τις φορές που με πρόδοσες χειρότερα απ' τον Ιούδα τον ίδιο, χωρίς καν να με φιλήσεις όπως έκανε εκείνος...
Για όλες εκείνες τις φορές που σε υπερασπίστηκα, δείχνοντας σίγουρη για πράγματα για τα οποία είχα αρχίσει εξαιτίας σου κι εγώ η ίδια να αμφιβάλλω...
Για όλες εκείνες τις φορές που μάλωσα έχοντας άδικο, απλώς γιατί πίστευα σε 'σένα περισσότερο απ' ό,τι στον κόσμο ολόκληρο...
Για όλες εκείνες τις φορές που ήξερες πως σ'αγαπάω γι' αυτό που είσαι, αλλά ποτέ δεν μπήκες στον κόπο να μου εξηγήσεις τι ακριβώς ήταν αυτό...
Για όλες τις πανέμορφες στιγμές που μ' έβαλες να ζήσω, απλά για να τις θυμάμαι μετά που μ' άφησες μόνη μου...
Για όλα τα καλοκαίρια, για όλους τους χειμώνες που σε ξέρω, και πάλι, μου συμπεριφέρεσαι σαν να 'μαι κάποια απλή γνωστή σου από παλιά...
Για όλη αυτήν την κατανόηση που έδειξα και ποτέ δεν εκτίμησες...
Για όλα αυτά που κανένας άλλος στη θέση μου δεν θα ανεχόταν, δεν θα έμενε κοντά σου, και παρ' όλα αυτά όχι μόνο έμεινα, αλλά ποτέ δεν σου τα ανέφερα ούτε για αστείο, κι όμως, δεν έδειξες να το υπολογίζεις...
Για όλα εκείνα τα δάκρυα που στέγνωσαν την καρδιά μου και δεν ήσουν εκεί ούτε καν με τη σκέψη σου...
Για όλες εκείνες τις ψεύτικες δικαιολογίες, που ξεκάθαρα υποτιμούσαν την κριτική μου ικανότητα...
Για όλη εκείνη τη μοναξιά που με νικούσε στο πεδίο της μάχης όταν και οι δυο σε διεκδικούσαμε, κι όμως, δεν έμενε μαζί σου για πολύ μετά από 'μένα...
Για όλα εκείνα τα "Σ'αγαπώ" που δεν τα είπες σε 'μένα, όσο εγωιστικό κι αν ακούγεται...
Για όλη εκείνη την αγάπη μου που ξεκάθαρα απέρριψες, μαζί με 'μένα την ίδια κι όλα μου τα όνειρα...
Για όλα εκείνα τα αισθήματα που με ανάγκασες να θάψω, να προσποιηθώ πως τα ξεπέρασα, απλώς γιατί δεν άντεχα άλλον οίκτο στα μάτια του καθένα που νομίζει πως ξέρει από αγάπη...
Για όλα εκείνα τα "Συγγνώμη" που ποτέ δεν είπες, από ξεκάθαρη δειλία κι αδυναμία σου...
Για όλα εκείνα τα "Σ'ευχαριστώ" που ποτέ δεν μου έδωσες, από αχαριστία κι απληστία...
Για όλα τα αθώα βλέμματά σου, που μου στοίχισαν τα πιο μεγάλα ψέματα...
Για όλη αυτήν την καταστρατήγηση της πραγματικότητας, την σχεδόν τέλεια απόκρυψη του παραμικρού ίχνους αλήθειας...
Για όλες εκείνες τις φορές που με κράτησες έξω απ' τις σκέψεις και τα σχέδιά σου...
Για όλες εκείνες τις υποσχέσεις που προσποιήθηκες απλά πως ποτέ δεν έδωσες...
Για όλα εκείνα τα "Θα είμαι πάντα δίπλα σου" που ξεχνούσες την ίδια στιγμή που τα ξεστόμιζες...
Για όλες εκείνες τις μέρες που δεν ήμουν μαζί σου, γιατί έτσι το διάλεξες εσύ να γίνει...
Για όλη τη στέρηση του δικαιώματός μου να ερωτευτώ ξανά,εδώ και χρόνια και ποιος ξέρει μέχρι πότε...
Για όλα εκείνα τα χρόνια που σ'αγαπάω και δεν παίρνω πίσω ούτε το δικαίωμα να μην υποτιμάς την νοημοσύνη μου...


Γι'αυτά και για τόσα άλλα που ποτέ δεν θα μάθεις...

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Θέατρα



Απόψε τα αστέρια χαμηλώσαν
για να φωτίσουν άλλη μια ξεχωριστή σου παράσταση.
Πάντα στο τέλος υποκλίνεσαι χαμογελαστός
Κι οι θεατές χειροκροτούνε:
Είναι αστείο πώς όλοι επικροτούν την υποκρισία
σαν να 'τανε ειλικρίνεια.

Φοράς τα ρούχα σου σιωπηλά
και μέσα τους κλείνεις όλα τα προαιώνια μυστικά σου.
Αυτά είναι που σε κάνουν να είσαι εσύ,
χωρίς αυτά δεν είσαι ο εαυτός σου.
Μα, θυμάσαι άραγε κι εσύ ο ίδιος ποιος είσαι,
μετά από τόσο ψέμα που 'ριξες για να το κρύψεις από όλους;

Δεν σε προδίδω, σου σιδερώνω το πουκάμισο
ήσυχη.
Λέξεις από τις βαρυσήμαντες κυλούν από το μέσα μου,
μα τελικά λέω μονάχα δυο ή τρεις ανοησίες.
Ηθοποιοί που μιλάνε περνούν έξω απ' το δωμάτιο,
η φασαρία και τα γέλια τους μ' αηδιάζουν περισσότερο.

Ήρεμος το φοράς και βγαίνεις έξω.
Είσαι όμορφος απόψε,
πρόλαβα άραγε να σου το πω;
Κάνεις μια πρόβα τον μονόλογό σου
και ανεβαίνεις στη σκηνή για να με περιμένεις.
Όχι να παίξω - πάντα ο θεατής σου είμαι εγώ.

Ο πιο πιστός σου θεατής.
Μόνο που ξεχνά να σε χειροκροτάει.
Τα χέρια του, βλέπεις, είναι απασχολημένα
να σκουπίζουν τα μάτια του.
Ο πιο πιστός σου θεατής
κι ακόμη δεν έμαθε να προφητεύει τα επόμενα λόγια σου. 

Δεν σε προδίδω - σε παρακολουθώ να υποκρίνεσαι
αμίλητη.
Κι όταν η παράσταση τελειώσει
και οι βαριές κουρτίνες κλείσουν πάλι,
μπροστά από τα λαμπερά μάτια και το μυστηριώδες σου χαμόγελο
το ξέρω πως θα ψάξεις ένα μέρος για να κλάψεις μονάχος σου.

Καμιά φορά ξεχνιέσαι αλλιώς κι εσύ,
καμιά φορά σε παίρνει από κάτω,
καμιά φορά λυγίζεις και μιλάς,
μα γρήγορα τα παίρνεις όλα πίσω.
Τα πιο αληθινά σου λόγια,
πάντα αυτά είναι που παίρνεις πίσω. 

Μα, εγώ ξέρω.
Κι όχι γιατί σε ξέρω.
Απλώς γιατί βλέπω την κάθε σου παράσταση,
το κάθε ψέμα σου να απλώνεται αδιάκοπα
- σχεδόν ανήθικα -
κι εκείνο μάλλον είναι που με βοηθάει να ψάχνω.

Δεν σε προδίδω - σου ξεκουμπώνω το πουκάμισο
ψύχραιμη.
Ψάχνω κάτω απ' αυτό όλα τα θαμμένα μυστικά σου.
Δίπλα από μια απολιθωμένη καρδιά,
ένα κουρασμένο στέρνο κι έναν γρήγορο παλμό,
βρίσκω ένα απ' αυτά και το παίρνω μαζί μου.

                            (...)


Στο στόμα μου πονάει τ' όνομά σου
κι όμως, μονάχα εκεί είναι ασφαλές.
Ασυνόδευτο απ' την πραγματικότητα,
ασυνόδευτο απ' την αλήθεια,
μόνο, κατάμονο, δεν έχει τίποτα να φοβηθεί.
Μονάχα αν είναι κανείς μόνος του είναι απόλυτα ασφαλής. 

Κι έτσι, απλά, ο κάθε άντρας που μου άρεσε,
γίνεται ακόμη ένας άντρας που προσπαθώ να αποφύγω. 
Κι έτσι, απλά, τα βρίσκω με τη μοναξιά
και τα χαλάω μ' όλους τους άλλους.
Κι έτσι, απλά, γίνομαι όλα όσα φοβόμουν
κι αλλάζω μοιάζοντας σ' όλα τα ξένα.

Δίνω ένα σάλτο κι απομακρύνομαι
απ' ό,τι δεν ικανοποιεί την προδιαγραφόμενη
καλαισθησία που φαντάστηκα μικρή.
Και με μια μαύρη πέτρα ξεφεύγω
από όλα όσα μαυρίζουν την γαλάζια μπογιά
στον ουρανό του δωματίου μου.

Κι όταν έρχονται οι λογαριασμοί,
τα δάνεια, οι δόσεις,
αλλάζω γρήγορα διεύθυνση και ξεχρεώνω όσο-όσο.
Έτσι έμαθα πια να χειρίζομαι τις σχέσεις μου:
Δύο-τρεις μήνες το πολύ,
για να αποφεύγω τη δέσμευση κι όλες τις συνακόλουθες παραστάσεις.

Θέατρα. 
Όλες οι συναναστροφές είναι μικρά, κακοφτιαγμένα θέατρα.
Θερινά, κλειστά, δημοφιλή, γραφικά. 
Κι οι παραστάσεις τους ανόητα σκηνοθετημένες,
κομμένες και ραμμένες για αυτούς που είναι ανόητοι,
ή τυφλωμένοι από κάτι που ονομάζουν έρωτα.

Πάρε λοιπόν το βραβείο σου
για την τόσο καλή παράστασή σου!
Ηθοποιός της πρώτης κλάσης,
υποκρισία και ψέμα!
Πάρε και το σενάριο, τα σκηνικά και τα κοστούμια
και χάσου από τα μάτια μου, τρέχα αλλού για να γυρέψεις χειροκρότημα!

Θέατρα.
Απ' της ζωής τα θέατρα που υπήρξα θεατής
έμαθα να αποφεύγω την χρόνια δέσμευση
όπως οι υποκριτές την αλήθεια.
Κι έτσι, απλά, ο κάθε άντρας που μου άρεσε,
γίνεται ακόμη ένας άντρας που προσπαθώ να αποφύγω. 


Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Ατύχησα...



  Κάποιες φορές, για να προστατέψεις κάποιους ανθρώπους που αγαπάς, πρέπει να μείνεις μακριά τους. Να φύγεις, να φύγεις και να μην ξαναγυρίσεις ποτέ πια. Να τα θάψεις μέσα σου όλα: Τα όμορφα, τα άσχημα, τα μέτρια, τα απροσδόκητα. Όλα να τα κλειδώσεις κάπου βαθιά και να εξαφανιστείς απ' τη ζωή τους. Όπως τ' αστέρια που κάποια στιγμή κουράζονται να υπάρχουν σ' έναν Ουρανό και να σπαταλάνε το φως τους, χωρίς Αυτός να το εκτιμάει, κι έτσι, απλά, σβήνουν. Κάνουν ένα σάλτο και χάνονται. Πέφτουν κάπου σε κάποιο έδαφος. Μερικά είναι τυχερά... Τα βρίσκει ο Μικρός Πρίγκιπας στον μικροσκοπικό πλανήτη του και τα αγαπάει σαν το πανέμορφο λουλούδι του - ίσως και περισσότερο. Μερικά, βέβαια, είναι πιο άτυχα... Στη γη καταλήγουν, στην άσχημη γη μας, κι εκεί τα περιμένει χειρότερη αχαριστία...
  Απ' αυτά τα δεύτερα είμαι κι εγώ. Βλέπετε, ατύχησα ως τώρα, ατύχησα όσο κανένας. Στις φιλίες μου ατύχησα, στα όνειρά μου ατύχησα, στους έρωτές μου - εκεί κι αν ατύχησα! Μια βραδιά λοιπόν που λυπόμουνα όσο κανέναν τον εαυτό μου κι ένιωθα το δίκιο μου να με πνίγει σαν τρικυμία που παλεύει να ξεσπάσει και να πνίξει τους πάντες χωρίς να το μετανιώσει ποτέ, μια τέτοια βραδιά λοιπόν, μου μίλησε ένα αστέρι. Δεν ήταν δίπλα μου, δεν είχε πέσει αυτό στη γη μας. Ούτε ουράνιο σώμα παρέμεινε, τον εγκατέλειψε τον άκαρδο τον Ουρανό πριν πολλά, πολλά χρόνια. Μα εκείνο ήταν τυχερό, έπεσε κάπου που τ' αγάπησαν κι οι άνθρωποι ήταν δίκαιοι - μίλια μακριά απ' τη δική μας γη, όπως καταλαβαίνετε. Παρά την τύχη και την ευτυχία του λοιπόν - γιατί αυτές οι λέξεις είναι πολύ, πολύ κοντά - τόλμησε και μου μίλησε.
-Πώς νιώθεις;
  Με ρώτησε.
-Μισή.
  Αποκρίθηκα εγώ. Ήταν να πω "Μόνη μου", μα αυτό ήταν προφανές έτσι κι αλλιώς.
  Σώπασε για λίγο κι ύστερα αναστέναξε. Δεν μ' άγγιζε η συμπόνια του. Τα τελευταία καλοκαίρια είχα πολλά σπασμένα φτερά να προσπαθήσω να φτιάξω. Βλέπετε, ατύχησα, όπως είπα πριν, και σ'αυτό. Στο πέταγμα. Άλλοι το λένε έρωτα. Όπως βολεύεται ο καθένας... Το θέμα είναι ότι εγώ για άλλη μια φορά ατύχησα. Αν ήταν βραβείο να δώσουν στην πιο άσχημη ιστορία της γης, θα ήτανε για 'μένα. Δυστυχώς μόνο τα ωραία εγκωμιάζουν όλοι. Λογικό ακούγεται.
  Έκανα να κλειστώ πάλι στο σπίτι, μα το αστέρι έβγαλε μια φωνή στα γρήγορα.
-Κάποιες φορές, για να προστατέψεις κάποιους ανθρώπους που αγαπάς, πρέπει να μείνεις μακριά τους.
  Κάπου το είχα ξανακούσει αυτό. Έκανα ένα βήμα πίσω. Ήθελα για πρώτη φορά να μιλήσω σκληρά. Άσχημα, ίσως και άδικα. Σχεδόν σε όλους. Ακόμη και στο αστέρι. Έτσι, για την συμπόνια του. Ήθελα να βγάλω όλα όσα είχα μέσα μου. Όλη η ατυχία μου με έτρωγε και μ' έκανε σχεδόν να μισώ. Κι ακόμη κι αν δεν το κατάφερνα σε μερικούς αυτό καλά, σίγουρα ήθελα να σταθώ μπροστά τους, σαν ο κριτής, ο άλλος εαυτός τους, το παιδί που μένει απέναντι, ο μανάβης της γειτονιάς τους, η μαμά τους, ο παππούς τους, σαν κάποιος που τους τα 'χε τέλος πάντων μαζεμένα, και να βγάλω όλη του κόσμου την σκληρότητα σε δυο μου λέξεις. Και αν δεν το κατάφερναν οι δυο, σε τρεις, πέντε, δέκα, εκατό. Να τους τα πω μονάχα ήθελα, λίγο πιο σκληρά απ' ό,τι πραγματικά είναι, πιο άκαρδα, ίσως κι άδικα σε μερικές περιπτώσεις, και να φύγω. Να ρίξω μια με το μαχαίρι της γλώσσας μου και να κάνω την καρδιά τους χίλια κομμάτια. Κι αφού τους πλήγωνα, θα έφευγα με το κεφάλι μου ψηλά, χωρίς να έχω ακούσει ούτε μια ανόητη λέξη απ' τα δειλά στόματά τους.
-Δικαίωση;
  Ρώτησε το αστέρι, που μάλλον διάβαζε τη σκέψη μου. 
-Δεν ήξερα πως σας μαθαίνει το άσπλαχνο φεγγάρι την ανάγνωση των ενδόμυχων επιθυμιών. 
  Απάντησα, αρχίζοντας την προετοιμασία μου στα σκληρά λόγια. Ήξερα βέβαια πως τ' αστέρι αυτό είχε από καιρό εγκαταλείψει τον Ουρανό και το φεγγάρι του. Ήθελα απλώς να το πληγώσω. 
-Δικαίωση;
  Ξαναρώτησε εκείνο, δίχως να μοιάζει να πτοείται απ' την επιτηδευμένη μου κακία. 
-Μπα, δεν νομίζω.
  Απάντησα με ειλικρίνεια, αφού δεν ήταν αυτό που ζητούσα. 
-Τότε τι; Τι περιμένεις να κερδίσεις με τα κοφτερά λόγια που θες να ξεστομίσεις; Μήπως να μείνεις κι άλλο μόνη σου;
-Κι άλλο; Δεν έχει άλλο. Δεν πάει άλλο.
  Απάντησα σπασμένη. Πού πήγε η σκληρότητα; Κοίταξα χαμηλά. Μάλλον λύγιζα πολύ εύκολα...
-Τι είναι που περιμένεις, λοιπόν;
-Τίποτα. Δεν περιμένω τίποτα. 
  Είπα κι έκλεισα πίσω μου την πόρτα σιγά. 
  Τι περίμενα, αλήθεια; Πώς μια καρδιά μισή να γίνει πάλι μία; 
  Έκλεισα τα μάτια μου. Την άλλη μέρα δεν είπα σε κανέναν τίποτα. Τίποτα το σκληρό, το άκαρδο, το οριακά άδικο. Την επόμενη δεν είπα πάλι τίποτα. Και την επόμενη, τίποτα πάλι. Μια μέρα μετά απ' αυτό, τίποτα. Και την άλλη, τίποτα. Τίποτα, τίποτα, τίποτα... 
  

  Κάποιες φορές, για να προστατέψεις τους ανθρώπους που αγαπάς, πρέπει να μείνεις μακριά τους. Ούτε να τους κάνεις σκουπίδι με τα λόγια σου, ούτε τίποτα. Κράτα απόσταση, μου 'πε η συνείδησή μου, κι εγώ την άκουσα. Τα λόγια συνέχισαν τον αγώνα τους να βγουν απ' το αγανακτισμένο μου λαρύγγι, κι όμως, εγώ έμαθα να τα τιθασεύω. Έμαθα να ελέγχω και να ελέγχομαι. Κράτησα την απόσταση που 'χε ήδη υποστεί η καρδιά μου κι οι ιδέες μου. Η σκέψη μου, η διάσταση της σκέψης μου, ήταν έτσι κι αλλιώς μίλια μακριά. Από όλους. Από πάντα. Κι αυτό ήτανε κάτι που, επιτέλους, δεν ατύχησα. Κι αν, μέχρι τώρα, ατύχησα σε όλα τ' άλλα, ποιος είπε πως δεν θα το πάθαινα; Κι αν είναι όλη αυτή η ιστορία άσχημη και άδικη και εξωφρενική και ίσως, οριακά, γελοία, ποιος είπε πως δεν θα 'ταν; 
  Το αστείο είναι πως μέχρι τώρα, καθώς έβλεπα να 'μαι σ' όλα άτυχη, συγχρόνως έκανα κι ένα άλλο πράγμα: Υπερασπιζόμουν. Κι όχι απλά υπερασπιζόμουν: Πίστευα κι εγώ η ίδια αυτά που υπερασπιζόμουν (είναι μεγάλη υπόθεση αυτό). Τα εμπόδια-ενδείξεις δεν μ' έκαναν ποτέ να πεισθώ για το αντίθετο. Κι ίσως, αν ήμουν ελαφρώς σοφότερη - ή και λιγότερο τυφλωμένη (είναι η μειωμένη ορατότητα απ' το πέταγμα, το οποίο προανέφερα) - να είχα καταλάβει νωρίτερα ορισμένα πράγματα. Το πρώτο κακό είναι ότι αυτά τα πράγματα ήταν σημαντικά. Πιο σημαντικά σχεδόν δεν γίνεται! Το δεύτερο κακό είναι, όπως είπα, ότι έχασα χρόνο. Δεν είναι το θέμα ότι τα κατάλαβα, μα πότε τα κατάλαβα! Και το τρίτο κακό - και, εννοείται, μεγαλύτερο! - είναι πως μετά από όλα αυτά, δεν με πειράζει πια που ατύχησα! Που πίστεψα με πειράζει, που υπερασπίστηκα αυτό που τόσο βαθιά και δυνατά πίστεψα. Το τρίτο αυτό κακό είναι, εκτός από το πιο απροσδόκητο, και το πιο αστείο! Δεν με νοιάζει πια που ατύχησα... Που πίστεψα μονάχα με πειράζει... 


(Κατάλαβες τώρα, αστεράκι, γιατί τα λόγια τα σκληρά ξεχείλιζαν;)

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

Το βασικό ερώτημα



Φεγγάρι μου, δεν μ' αγαπάς
Όλα τα είπες με τις κοφτερές άκρες των κινήσεών σου
Το 'πε το πιάνο που 'χε απόψε άλλο άκουσμα
Το 'πε η ηχώ της αδυσώπητης φωνής σου
Κάποια μεσάνυχτα. 

Αγάπη της ζωής μου, με ξέχασες
Δεν έχω τι άλλο να πω
Καθώς περπατώ στα ίδια σοκάκια που 'χουν ακόμα νωπές 
Τις απαλές πατημασιές των αναμνήσεών μας
Κι αναρωτιέμαι: Εσύ γιατί δεν μ'αγαπάς;

Μοιάζει αστεία σκέψη, παιδική
Μα σκέψου:
Όλα όσα περάσαμε, μαζί τα νιώσαμε
Όλα όσα μας συνέβησαν, το ίδιο τα αισθανθήκαμε
Εγώ γιατί θυμάμαι κι εσύ ξέχασες;

Εγώ γιατί αγαπάω;
Και το βασικό ερώτημα δεν είναι αυτό
Αλλά: Εσύ γιατί δεν μ'αγαπάς;
Λύσε μου αυτή την απορία
Κι ύστερα σου επιτρέπω να με ματώσεις πάλι με τις λέξεις σου.

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Άρρενες Ποίησης Καβαφικής



Μοιάζει η ζωή τους με ποίημα του Καβάφη
Μιαν ανέλπιστη ηδονή
Μονάχα λίγο πιο κρυφή
Λίγο πιο για τον εαυτό τους
Χορός από αρσενικά που κράζουν ραψωδίες
Σαλεύουν ανδρικά κορμιά κι αναζητούν εξιλεώσεις
Τα βράδια μοναχοί τους όλοι καίνε
Και κλαίνε
Και λένε:

"Δέξου μας με τα πάθη μας
Νιώσε για 'μας περηφάνια 
Συγχώρεσε τα λάθη μας
Ξέπλυνε την αφάνεια
Είμαστε τόσο ένοχοι
Μα ο κόσμος παραπάνω
Στου έρωτα την αποχή
Μας έστειλε απάνω
Για τιμωρία του κι εμείς
Κρύψαμε επιθυμίες
Τι φταις εσύ, τώρα θα πεις
Να σου χρεώνουμε αμαρτίες;"

Σαν έκανε με το κεφάλι της
Κίνηση απελπισίας
-Σαν αρχαιοπρεπής χαιρετισμός έμοιαζε
Αθάνατης Κυρίας-
Εκείνοι το πήρανε για συγχώρεση
Για "Δεν πειράζει" το περάσαν
Χόρεψαν γύρω κυκλικά
Να πουν το "Ευχαριστώ" τους
Κι ύστερα πέσαν χάμω 
Να συνεχίσουν τον σκοπό τους:

"Έρωτα όταν κάνουμε
Νιώθουμε σαν παράνομοι
Έναν Θεό ποτέ δεν φτάνουμε
Να υπηρετούμε νόμιμοι 
Πάντα, παντού κρυβόμαστε
Σαν χαλασμένες μηχανές
Στα ψέματα αναγκαζόμαστε
Στο βλέμμα το απαθές
Κι όμως πονάει το μέσα μας
Πληγώνουμε άθελά μας
Στα πόδια μας πετάν τα ρέστα μας
Λες και προσβάλλαμε με την καρδιά μας..."

Κι ύστερα οι άντρες οι μισόγυμνοι
Σαν να 'χασαν κομμάτι του εαυτού τους
Απελπισμένοι και περίλυποι 
Κοιτάξανε δειλά για λίγο προς τα πάνω
Απάντηση περίμεναν;
Ανάγνωση λίγου Καβάφη;
Ποιος ξέρει τάχα να μας πει
Τι είχαν στο μυαλό τους;
Τόσο καλά τις έκρυβαν τις σκέψεις τόσα χρόνια
Που τώρα ποιος μπορεί να πει;
Ποιος δύναται να δείξει;

Μόνο η γυναίκα ομπρός τους 
Πήρε το χέρι της συγχώρεσης
-Προέκταση της θείας της της χάρης-
Τους κοίταξε έναν-έναν
Που σέρνονταν σαν φίδια αλλόκοτα 
Ξένα απ' όλα τ' άλλα
Ξεροκατάπιε δυνατά
Πιο σκληρή μπας και γίνει
Και με φωνή που έτρεμε
Άρχισε να μιλάει:

"Φύγετε!
Στις εξορίες ανάθεμα
Που δεν σας άνοιξαν τις πόρτες
Καείτε ήσυχοι σε ξένα μονοπάτια!
Εγώ δεν είμαι μάντισσα
Δεν είμαι ο Θεός σας
Δεν είμαι εγώ πνευματικός
Συγχωροχάρτια να μοιράζω!
Πάρτε τα ημίγυμνά σας σώματα
Και έξω απ' το πάτωμά μου
Κι αν τον Καβάφη αγάπησα
Τώρα θα τον μισήσω..."

Τα λόγια της μαχαίρια
Που σχίσαν τα κορμιά στα δυο
Και σιωπηλοί ένας-ένας αποχώρησαν
Με μάτια καρφωμένα κάτω
Πού θε' να πήγαιναν;
Ποια γη να τους χωρέσει;
Μισούν οι άνδρες τούτοι εδώ
Την δειλία που 'χαν δείξει
Και έκρυψαν την αλήθεια τους
Για τόσα χρόνια τώρα
Και τώρα δεν τους δέχεται κανείς
Κανείς δεν τους ακούει!
Κι έτσι βαδίζουνε αργά
Στους δρόμους των ποιημάτων
Απεγνωσμένη έκκληση έσχατη
Ψάλλουν στον ήχο των βημάτων:

"Ω, ποιητή ομοιοπαθή
Ω, τύραννε της φύσης
Πού θα βρούμε κορμιά
Να μας γιατρέψουν τώρα;
Πρόδωσες με τα λόγια σου
Όλα τα μυστικά μας
Κι έμειναν έκπληκτοι αυτοί
Εμάς που είχαν λατρέψει..."

Πένθιμο εμβατήριο μοιάζει αυτή η σιωπή
Που βασιλεύει τώρα δα στης γυναίκας το δώμα 
Πέφτει και βασανίζεται
Πεθαίνει ζωντανή
Που φέρθηκε τόσο σκληρά
Και καταράστηκε με πάθος
Είναι της φύσης εξαιρέσεις
Της ψιθυρίζει μια φωνή
Και με το αίμα της είναι στιγμή
Μια ζωή να το πληρώνει
Και η γυναίκα -τώρα ψύχραιμη
Κι όσο ποτέ σοβαρή -
Σηκώνεται όρθια
Και με την σταθερή φωνή λέει το τελευταίο της "Συγγνώμη":

"Μη με κατηγορείς άλλο πια
Φτάνει.
Εγώ δεν είμαι μάντισσα
Δεν είμαι εγώ Θεός
Δεν είμαι εγώ πνευματικός
Συγχωροχάρτια να μοιράζω
Εγώ αγαπάω και εγώ μισώ
Εγώ άνθρωπος είμαι
Κι αν τον Καβάφη αγάπησα
Τώρα θα τον μισήσω..."


Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Ύμνος σε μια νεκρή Θεά



Ποια θλίψη αλλόκοτη καταβροχθίζει την καρδιά σου;
Ποιος τόλμησε στα πέρατα της λήθης να σε ψάξει;
Εδώ που είσαι εσύ κανείς
Κανένας δεν πλησιάζει
Περιφρονούν το σκότος τούτοι εδώ
Σκυμμένοι σε σκυμμένους
Αντιλαλούν οι εφιάλτες τους τις νύχτες τραγωδίες
Μια Ερμιόνη αρσενική σαν λύκος της αγέλης
Καθώς αλλάζει η ζωή κι ο θάνατος αλλάζει
Τα σούρουπα βυθίζεται στο μαύρο τ' ουρανού μας
Και ραψωδίες μιας Θεάς σιγά που κλαίει διαβάζει
Χωρίς να ξέρει γράμματα
Χωρίς να βλέπει εικόνες
Χωρίς να πιάνει τίποτα - έτσι, μόνο να νιώθει
Κλείνει τα μάτια και θωρεί τους ετοιμοθανάτους 
Σαν μείνει μοναχή θυμάται τόσους ανθρώπους σκάρτους... 

Ποια είναι η πανσέληνος το φως της που 'χεις κλέψει;
Και ποια κρανία ξήλωσες να ντύσεις τα μαλλιά σου;
Μην είν' τ' αστέρια τ' ουρανού που σ' έντυσαν απόψε;
Μην είν' σταγόνες της βροχής που έσταξαν στον λαιμό σου;
Είναι η σάρκα μιας Θεάς που δίψασε για πάθη
Κι έτσι κατέβηκε στη γη, την αμαρτία για να 'βρει 
Γύρισε στα περβόλια της, μύρισε τον αέρα
Ξερίζωσε τη γη αυτή και λούστηκε με χώμα
Βούτηξε σε θολά νερά, το σώμα να ξεπλύνει
Κι έγινε δούλα από Θεά, το σώμα της που δίνει
Μοιράζεται σε αγκαλιές, ψάχνει για ένα ταίρι
Μα του μισού του σώματος τίποτα δεν του φτάνει
Την τιμωρούν οι άλλοι Θεοί, τους απαρνήθηκε έναν-έναν
Κι έψαξε στα επίγεια πράγματα θεϊκά
Εκεί που τρέχουν τα ποτάμια και ξεδιψάνε τα κορμιά
Τα χείλη στάζουν έρωτα κι η νύχτα υποσχέσεις
Σαν ξημερώσει χάνονται ήρεμα σαν τα νεκρά κλαδιά
Κι εκείνη κλέβει άλλο ένα "γεια" κι ήρεμα ανεβαίνει
Πίσω να πάει στους Θεούς να βρει την αφημένη της καρδιά...

Πώς μπορείς κι αγαπάς σε τόσα μέρη που πλαγιάζεις;
Θυμάσαι άραγε, ή ξεχνάς κάθε που άλλους αγκαλιάζεις;
Κάποτε σαν σε ρώτησαν απάντησες βουβά
Πως δίνεσαι, σίγουρη να 'σαι πως υπάρχεις
Μια υπενθύμιση το λαβωμένο σώμα σου ζητά 
Και τώρα ήσυχη - σαν νεκρή - κοιμάσαι
Και από πάνω σου οι Μοίρες ψάλλουν έμπειρα λόγια θανατικά
Ποια μονοπάτια διάλεξες, ποια σ' έκαναν να κλάψεις;
Ποιοι άγγελοι σου δάνεισαν για πλάκα 
Τα χαλασμένα τους φτερά;

Σαν έκανες δειλά για να πετάξεις
Όπως οι άνθρωποι, σε πρόδωσαν κι αυτά!
Ίσως να μην κοιμάσαι όπως νόμιζα
Ίσως οι Μοίρες να 'χουνε πράγματι κάποια δουλειά
Γονατισμένες τώρα δίπλα χαμογελούν πικρά...

Θα πας να βρεις το ταίρι σου
Πάνω, στων Θεών τον κόσμο
Εκείνο που παράτησες σαν ήσουνα μικρή
Πέταξες σαν πουλί, μα σε τσάκισε ο Χρόνος 
Αιώνιος εχθρός σου, Αυτός και η Σιωπή
Θα πας να βρεις το είναι σου
Πάνω, και την ψυχή σου
Εκείνη που αντάλλαξες για λίγη συνουσία
Εκείνη που κομμάτιασες για μια στιγμή υγρή
Και τώρα το μετάνιωσες, φυγή χωρίς ουσία...

Τι το 'θελες το αμάρτημα;
Τον έρωτα; 
Κι αγάπες...
Τα ψέματά σου ακριβά για να τα ξεπληρώσει ο κόσμος
Τι τα 'θελες τα μιλήματα με τους θνητούς, Θεά μου;
Τώρα πληρώνεις ακριβά την προβληματική τους φύση
Τώρα στενάζεις και πονάς για τα δικά τους λάθη
Τώρα στην κόλασή σου θα γερνάς 
Για τα δικά τους πάθη...