Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Βρόχος - Ντίνος Χριστιανόπουλος



Τώρα που σ' έχω διαγράψει απ' την καρδιά μου,

ξαναγυρνάς όλο και πιο πολύ επίμονα,

όλο και πιο πολύ τυραννικά.

Δεν έχουν έλεος τα μάτια σου για μένα,

δεν έχουν τρυφερότητα τα λόγια σου,

τα δάχτυλά σου έγιναν τώρα πιο σκληρά,

έγιναν πιο κατάλληλα για το λαιμό μου.

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Τακτική Και Στρατηγική - Μάριο Μπενεντέτι



Η τακτική μου είναι
να σε κοιτώ
να σε μαθαίνω όπως είσαι
να σ’ αγαπώ όπως είσαι
η τακτική μου είναι
να σου μιλώ
και να σ’ ακούω
να χτίζω με τις λέξεις
γέφυρες απόρθητες
η τακτική μου είναι
να παραμείνω στη μνήμη σου
δεν ξέρω με τι τρόπο
ούτε με ποια αφορμή
να παραμείνω πάντως μαζί σου
η τακτική μου είναι
να είμαι ειλικρινής
και να πιστεύω το ίδιο για σένα
και να μην πουλάμε παραμύθια
ο ένας στον άλλο
ούτως ώστε ανάμεσά μας
να μην υπάρχει τείχος
ή άβυσσος
η στρατηγική μου,
ωστόσο
είναι πιο σοβαρή
και πιο απλή
η στρατηγική μου είναι
μια απ’ αυτές τις μέρες
δεν ξέρω με τι τρόπο
ούτε με ποια αφορμή
επιτέλους, να μ’ έχεις ανάγκη.


Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Βικτώρια - Μαρία Θεοφιλάκου



Δεν έχει τέλμα να βουτήξω το ψωμί μου
Ούτε και τέρμα να αποθέσω τα μπαγκάζια μου
Όλο τ΄ αδράζω από τη σκόνη κι αυτά ξανακυλάνε
Μέρα τη μέρα σε σταθμούς που όλο τρέχουν
μοιάζω να είμαι εγώ σταματημένη,
ονειροπόλα καρτερώντας μια αποβάθρα
 Κι εσύ αν είσαι φίλος
κάνε τα μάτια σου πως καθαρίζεις
Όποιος κι αν φεύγει από τους δυο,
αν φεύγει,
είμαστε μόνοι

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Αυτογνώστες Εραστές



  Οι μέρες κυλούσαν κι εμείς αγαπιόμασταν
  όπως κάθε άνθρωπος που αξίζει να λέγεται άνθρωπος
    και όχι ον υποταγμένο στην χαμένη προσωπικότητα,
      σεξουαλικότητα
    και τελικά στον χαμένο απ' τις πολλές παραλλαγές
      εαυτό του.

(...)

  Και ξέρεις, ποτέ δεν περίμενα 
    πως το φανερά και μάταια υπερεκτιμημένο παρελθόν 
    θα μπορούσε τόσο απότομα ποτέ να αναχθεί σε ένα απλό
  απωθημένο. 
  Πως αυτό που συσκότιζε τη ζωή μου
  αυτό το σχεδόν ξεπέρασμα
    θα μετουσιωνόταν σε τετελεσμένη υπόθεση 
  απλά και μόνο αν μου διδόταν η ευκαιρία να ξεδώσω εξαπατώντας το
    όπως και αυτό εξαπάτησε εμένα. 
    Γιατί τούτο μόνο δύνανται να πράξουν αυτά τα άλογα
    καθότι το στοιχείο Χ στη μετρική της αρχαίας
    τα ουδέτερα στοιχεία που κανείς δεν μπορεί να χαρακτηρίσει τελικώς
  διότι και εκείνα επέτρεψαν, ή μάλλον επιδίωξαν, να αφεθεί το πρόσωπό τους ανερμήνευτο
  αδυνατώντας, προφανώς, κι οι ίδιοι να σηκώσουν τούτο το βάρος της ερμηνείας του. 
    Ας μείνει τώρα λοιπόν κρυμμένο πίσω απ' το δάχτυλό του
  όπως πάντα ήταν
  κι όπως απ' το πολύ κρύψιμο ξέχασε να φανερωθεί ακόμη και στον εαυτό του
  διότι κι αυτό πάντοτε έτσι ήτανε:
     ον υποταγμένο στην χαμένη προσωπικότητα,
      σεξουαλικότητα
    και τελικά στον χαμένο απ' τις πολλές παραλλαγές
      εαυτό του.

(...)

  Οι μέρες κυλούσαν κι εμείς αγαπιόμασταν 
  όπως κάθε άνθρωπος που αξίζει να λέγεται άνθρωπος
    με τα αποσιωπητικά να μην σημαίνουν τίποτε άλλο 
    παρά μόνο αυτές τις βαθυστόχαστες παύσεις μεταξύ των σκέψεων
    και των ταχύρρυθμων αναστεναγμών μας
  όπως όλων αυτών των φυσιολογικών ανθρώπων που ξέρουν να φανερώνουν το εγώ τους
    άφοβα. 

(...)


  Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι τις φιγούρες εκείνες της λογοτεχνίας που με τρόμαζαν
    τον Κόμη Όλαφ, τον Χήθκλιφ
    κι ακόμη-ακόμη κι εκείνον τον Κρέοντα 
  σατανικές φιγούρες που σκορπούσαν δυστυχία στους γύρω τους
    αυτούς που μισούσαν
    μα κι εκείνους ακόμη-ακόμη που "αγαπούσαν" 
    αν υπήρχαν τινές
  και το τρομακτικό σχετικά μ' αυτούς δεν ήταν τελικά οι ιδιοτελείς βλέψεις τους
  μα στο τέλος-τέλος το πόσο δυστυχισμένοι ήταν οι ίδιοι. 
  Κι αυτό τώρα, το μάταια βιωμένο,
    δυστυχισμένο όσο και οι τρεις μαζί
    ίσως και όσο όλοι οι ήρωες των βιβλίων μου που είχαν κακό τέλος
    κι ακόμη πιο κακή ζωή. 
  Γιατί το χαμένης προσωπικότητας υποκείμενο
  κούρασε τελικά το αντικείμενο κοροϊδίας του.  

(...)

  Και οι μέρες κυλούσαν κι εμείς αγαπιόμασταν
    αφού μετά από τόσες συναναστροφές και τόσους που απλά ήθελαν να "αδειάσουν"
    επικαλούμενοι άλλοι έρωτα κι άλλοι ούτε καν μπαίνοντας στον κόπο
  μάθαμε πια να διαχειριζόμαστε την αγάπη
     κι αφού μετά από τόση απόρριψη
     και τόσες ανασφάλειες που μας γέννησαν άτομα ανασφαλή
  μάθαμε πια να δεχόμαστε την αγάπη και να μην την φοβόμαστε
     ως κάτι αδύνατο, για πάντα ξένο κι αλλοτινό. 


(...)

  Τόσοι άνθρωποι ένα πρόβλημα
  το αυτό πρόβλημα
    να μην θέλουν, ό,τι κι αν γίνει, να δώσουν
  κι εμείς, όπως ο Νέος Εξωμερίτης που περιέγραψε με ακρίβεια ο Ρήγας,
  έτοιμοι για τόσες θυσίες και τόσες αλλαγές. 
  

Γιατί έλαμπε, λοιπόν, τόσα χρόνια ο ήλιος
χωρίς να σ' έχω ακόμη γνωρίσει;
Γιατί το φεγγάρι γινόταν μια φορά το μήνα ολόγιομο
γιατί υπήρχαν αστέρια στον ουρανό
γιατί πήγαινα εκδρομές
γιατί βουτούσα στη θάλασσα
γιατί κοιμόμουν τα βράδια
γιατί ξυπνούσα το πρωί;

Μάλλον χρειάστηκε να γίνουν όλα αυτά 
για να μάθω να ζω κι έτσι να σε γνωρίσω!
Άλλο λόγο δεν βλέπω
μόνο ξέρω ποια είμαι
και λέω στον κόσμο ποια είμαι
και ξέρεις ποιος είσαι 
και λες στον κόσμο ποιος είσαι κι εσύ
- κι αυτό, πίστεψέ με, είναι σημαντικότερο 
απ' όσο ακούγεται
αφού, ως σωστοί Αυτογνώστες Εραστές
είμαστε ομολογουμένως άγιοι νέας εποχής
και οι ηθικότεροι εν τω κόσμω άνθρωποι.


  Κι οι μέρες κυλούσαν κι εμείς αγαπιόμασταν όπως ο Αδάμ κι η Εύα 
    και κοροϊδεύαμε τον καιρό που περνούσε με βόλτες
    και χάδια και φιλιά κι αγκαλιές και γλυκόλογα
    και κάθε μέρα κάναμε έρωτα για να θυμόμαστε ότι είμαστε Ένα
    και να μην θελήσουμε ποτέ να χωριστούμε.
  Όπως ο Αδάμ κι η Εύα, 
  ο Ρωμαίος κι η Ιουλιέτα,
  η Μαρία και ο Χρήστος,
  ο Λευτέρης και η Δήμητρα,
    όπως αυτοί, αλλά όχι όσο αυτοί,
    γιατί εμείς αγαπιόμασταν - πιθανώς λόγω συνήθειας
    και προϋπηρεσίας -
      έτι περισσότερο. 

  Οι μέρες κυλούσαν κι εμείς αγαπιόμασταν
  περίπου όπως ο Αδάμ κι η Εύα
    γυμνοί, ολόγυμνοι χωρίς τίποτε πια να κρύψουμε
    μες τον αιώνιο παράδεισό μας...



Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Κάτι όμορφο



"Θα σου πω κάτι όμορφο απόψε. 
Κι ύστερα θα σ'αφήσω να πνιγείς στη δυστυχία σου. 
Σε αγαπούσα."

Μπ. Χρηστίδης

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Η ευλογία της έλλειψης - Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ



Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου
ό,τι μου λείπει με προστατεύει
από κείνο που θα χάσω
όλες οι ικανότητές μου
που ξεράθηκαν στο αφρόντιστο χωράφι της ζωής
με προφυλάσσουν από κινήσεις στο κενό
άχρηστες, ανούσιες.
Ό,τι μου λείπει με διδάσκει
ό,τι μου 'χει απομείνει
μ' αποπροσανατολίζει
γιατί μου προβάλλει εικόνες απ' το παρελθόν
σαν να 'ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
Δεν μπορώ, δεν τολμώ
ούτ' έναν άγγελο περαστικό
να φανταστώ γιατί εγώ
σ' άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους
κατεβαίνω.
Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν
έγινε φίλη καλή
μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.
Στέρησέ με - παρακαλώ το Άγνωστο -
στέρησέ με κι άλλο
για να επιζήσω.



Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Αν μου λείπει κάτι



Αν μου λείπει κάτι
είναι οι χαρές που ποτέ δεν προλάβαινα να ζήσω.
Μου λείπει ο άντρας που ποτέ δεν ερωτεύτηκα
Μου λείπει η μεγάλη σχέση που ποτέ δεν έκανα
Μου λείπει η σπουδαία αγάπη που ποτέ δεν ήρθε
Μου λείπουν οι στιγμές που ποτέ δεν έζησα
Μου λείπουν τ' αληθινά "σ' αγαπώ" που ποτέ δεν είπα
και ποτέ δεν άκουσα 
Μου λείπει η δικαιοσύνη που ποτέ δεν αισθάνθηκα 
Μου λείπει η ομορφιά του κόσμου που ποτέ δεν κατάφερα να δω
Μου λείπουν τα ζεστά βράδια της στοργής που ποτέ ο Θεός δεν μ' άφησε να ζήσω
Αν μου λείπει κάτι
είναι ο άντρας που ποτέ δεν ερωτεύτηκα
και το φως που ποτέ δεν κατάφερα να αντικρίσω. 

Κι η σπουδαία αγάπη
ποτέ δεν ήρθε... 



Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Ή μήπως...Ζωή;



νιώθοντας τα φιλιά σου στο λαιμό μου
αναρωτιέμαι αν είναι αυτό η ευτυχία
μα η νύχτα μας λούζει απόψε με τις πρώτες φθινοπωρινές μπόρες
κι αφού το μέτρο σύγκρισής μου χρονολογείται στο πολύ μακρινό παρελθόν
είναι δύσκολο ν' απαντήσω στο ερώτημά
που προφανώς σε μία κρίση μαζοχισμού και αυτοκαταστροφικότητας
έθεσα μόνη μου

αν αυτό που είχα ζήσει κάποτε κι αποκαλούσα "ευτυχία"
ήταν κάτι σαν το τωρινό
θα μπορούσα εύκολα να δώσω μιαν απάντηση
το πρόβλημα είναι πως ούτε το θυμάμαι αυτό το κάποτε
μα ούτε και νομίζω πως είχε κάποια σχέση με το τώρα

αν όταν λούζεις τα μαλλιά μου έβρισκα έναν τρόπο να παγώσω τον χρόνο
να στερήσω απ' τη στιγμή την ιδιότητά της να περνάει και να χάνεται
ίσως τότε να μπορούσα να εξαγάγω ένα συμπέρασμα για την ουσία της επιβίωσής μου
ίσως τότε να ήξερα έστω αν άξιζε τελικά τον κόπο η προσμονή μου

αν τη στιγμή που χωμένος ανάμεσα στα πόδια μου γίνεσαι ένα μαζί μου
μπορούσα να βγω απ' το σώμα μου και να γίνω μια άλλη
που παρατηρεί αόρατη την προαιώνια πράξη συνένωσης
και συνενοχής στην από κοινού αμαρτία
ίσως τότε μπορούσα να πω με σιγουριά πως σε θέλω
ίσως τότε μπορούσα να επενδύσω με ασφάλεια στο κοινό μας μέλλον
που τόσο μου ζητάς μέσα στην ανασφάλειά σου
και με μάτια παιδιού προσμένεις μια σίγουρη απάντηση 

και αν καθώς κοιμάμαι δίπλα σου
μπορούσα να κλέψω μια στιγμή του ονείρου σου και να την κάνω δική μου
ίσως τότε καταλάβαινα αν στ' αλήθεια σ' έχω αγαπήσει
και ίσως ήμουν λίγο παραπάνω βέβαιη για την αμοιβαιότητα των αισθημάτων
που δεν ντραπήκαμε τόσο νωρίς να ξεστομίσουμε πως έχουμε 

μα όλα αυτά στέκομαι ανίκανη βεβαίως να τα πραγματώσω
κι όταν από τη θέση του συνοδηγού ακούω κάποιο τραγούδι που με θλίβει
κι έχω εκείνη την - γνωστή μου πια - πικρή γεύση στο στόμα
σε νιώθω ν' αναρωτιέσαι μυστικά μέσα σου τι μπορεί να σκέφτομαι
και να κοιτάς το προφίλ μου στωικά κι απαραπόνετα

κοιτώντας σε τα μάτια μου ρωτούσαν γιατί τόλμησες να μ' αγαπάς
μα εσένα - που δεν ήσουν φαίνεται ακόμη άριστα εκπαιδευμένος στο να τα διαβάζεις -
σου ξέφυγε το "γιατί" και το αντικατέστησες με "αν"
έτσι σε βόλεψε βλέπεις και το ταίριαξες
και μου απάντησες χωρίς κανέναν δισταγμό
"πιο πολύ κι απ' τη ζωή μου"
(ή μήπως...Ζωή;)

και αλήθεια, αγάπη μου, πόσο άλλαξε η ζωή σου;
σίγουρα όχι όσο η δική μου
που απ' την πολλή μετάβαση τρέμει και τρομάζει
κι αναρωτιέται αν εννοούσες ζωή ή Ζωή

μ' άφησες σπίτι κι απόψε κλείνοντας μετά από παράπονα την πόρτα του ασανσέρ
κι αν τώρα κοιμήθηκες κι ίσως νομίζεις πως είμαι όσα φαίνομαι
και λέω όσα νιώθω
ποτέ δεν θα μάθεις αυτά που τώρα γράφω για 'σένα
ή μάλλον...εξαιτίας σου
και ποτέ δεν θα καταλάβεις τα πάντα από 'μένα
απλά γιατί ποτέ δεν θα αφεθώ να σου τα δείξω

αν κάθε φορά που με ξυπνούσες τρίβοντας το σώμα σου στο δικό μου
μπορούσα να δω στα μάτια σου το αντικαθρέφτισμα απ' την τότε ζωή
(ή μήπως...Ζωή)
σου
ίσως τότε κατόρθωνα να δηλώσω με σιγουριά πως την υπόλοιπη θα την μοιραστείς μαζί μου
και ίσως τότε και εσύ να ησύχαζες για πάντα
και ν' άφηνες πίσω την μέχρι τώρα ζωή
(ή μήπως...Ζωή)
που είχες
χωρίς να έχεις ιδέα ότι κάπου στον κόσμο
υπήρχα κι εγώ
και περίμενα εσένα

μα όλα αυτά που τόση ώρα απαριθμώ μ' ανοησία
ποτέ δεν θα γίνουν στην πραγματική ζωή
κι ίσως μόνο σε μια της φαντασίας μου κάποτε να καταφέρω
μα κι αυτό πάλι δε νομίζω πως θα 'ναι αρκετό
κι έτσι σ' αφήνω να σκέφτεσαι τώρα τη ζωή/Ζωή
και σου δίνω και το ελεύθερο να βάλεις το πρώτο γράμμα μικρό
ή αν θέλεις να βάλεις αυτό το οδυνηρό για 'μένα κεφαλαίο
χωρίς ποτέ άλλωστε εγώ να το μάθω
όπως κι εσύ ποτέ δεν θα μάθεις κάτι τέτοια βράδια με τις πρώτες φθινοπωρινές μπόρες
ποιο είναι εκείνο το κεφαλαίο γράμμα
που σκέφτομαι εγώ



Ζητάς - Νίκη Ταγκάλου


Έχεις την απαίτηση
να πέσω μέσα στην φωτιά και αλώβητη να βγω.
Έχεις την απαίτηση να τρέχω μέσα στην βροχή ξυπόλυτη
και η υγρασία να μην με αγγίζει.

Ζητάς θυσίες εις το όνομα της αγάπης.
Εσύ όμως ξέρεις να αγαπάς;
Πώς ζητάς τον θάνατο του άλλου όταν εσύ
αρνείσαι να πεθάνεις;

Σε αγγίζει η ανιδιοτέλεια τoυ έρωτα;
Ζητάς εγώ να κατεβάσω τα αστέρια μέσα στα χέρια σου
και αναρωτιέμαι, εσύ θα μου χάριζες ποτέ το φεγγάρι;

Ζητάς εγώ να γίνω άνδρας στην θέση του άνδρα,
φορώντας φόρεμα και ψηλά τακούνια.
Εσύ ζητάς έρωτα με προϋποθέσεις
αλλά εγώ ήρθα μόνη μου, δεν έφερα τίποτα μαζί μου.
Ό,τι κουβαλούσα στα χέρια μου ήταν μόνο η αγάπη μου
και το πάθος μου για σένα.

Πώς ζητάς σπασμούς καρδιάς, όταν αυτήν την καρδιά
την αφήνεις κατάχαμα να σέρνεται και να λιγοψυχά;

O δικός μου έρωτας με έφερε τελείως γυμνή στο κατώφλι σου
και ήταν στο χέρι σου να με ντύσεις.
Αυτό... έπρεπε να το κάνεις εσύ...


Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Φθινοπωρινή Ιστορία - Ασημίνα Ξηρογιάννη

 
 
Ραντεβού το φθινόπωρο λοιπόν!
Για να δώσουμε συνέχεια στην ιστορία μας.
Το ζήτημα είναι αν θα  μας ξανάρθουν οι λέξεις
ή  αν χάθηκαν για πάντα μέσα στους λαβυρίνθους
των καλοκαιρινών μας περιπλανήσεων.
 
 
Διάβαζα για τον εραστή μιας πόρνης
που την έλεγαν Λου
Τόσοι άντρες μπαινόβγαιναν στο σώμα της
μόνο ένας κατάφερνε να την αποπλανεί
προλαβαίνοντας ακόμα και την ίδια την νύχτα.
 
 
Και θέλω να σου διηγηθώ αυτήν την ιστορία ολόκληρη,
όταν αποκαμωμένοι από τον έρωτα,
θα χαλαρώνουμε στο κρεβάτι
και θα βυθιζόμαστε ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου
φροντίζοντας μην μας πέσει κάτω κανένα βλέμμα.
 
 
Ποιο μήνα του φθινοπώρου αυτή τη φορά;
Σεπτέμβρη ίσως ή Νοέμβρη
θα εξιλεωθείς για την καλοκαιρινή σου προδοσία;
 

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Τι θέλεις πραγματικά;



  Όταν κατέβηκε - κάπως ελάχιστα αργοπορημένη, ή μάλλον κάπως εκείνος πάντα ακριβώς στην ώρα του - δεν τον βρήκε να την περιμένει. Κοίταξε γύρω της, πουθενά. Έβγαλε το τηλέφωνο, να του τηλεφωνήσει, μα άκουσε τον γνώριμο ήχο από μια κόρνα, ήχο ελαφρώς διακεκομμένο, και τότε είδε το αυτοκίνητό του, παρκαρισμένο στο διπλανό τετράγωνο, κι εκείνον μέσα να την περιμένει από τη θέση του οδηγού. Εξεπλάγη που δεν είχε κατεβεί να την υποδεχτεί. Μπήκε μέσα και εκείνος την φίλησε. Όμως όχι όπως συνήθως. Συνήθως την περίμενε όρθιος και την σήκωνε με τα δυνατά του μπράτσα, την σβούριζε γύρω-γύρω και τη φιλούσε για ώρα, κι ας ήξερε πως από το μπαλκόνι τους έβλεπε και τους δύο η μαμά της. Μα τώρα της έδωσε ένα μικρό φιλί, μάλιστα καθισμένος, και έβαλε μπρος. Κάτι τον απασχολούσε, κάτι δεν πήγαινε καλά...
   Θα έκαναν βόλτα στην Θεσσαλονίκη. Τη γύρισαν όλη, πέρασαν από την καρδιά της, κι έφτασαν στα άκρα της. Κι εκείνος δεν είχε πει τίποτα. Τίποτα σχετικό με αυτό που τον στενοχωρούσε. Της έλεγε απλά, όπως πάντα, πόσο του είχε λείψει, τη ρωτούσε πώς είχε περάσει την προηγούμενη νύχτα, εξέφραζε την παράλογη ζήλια του, και ύστερα της χαμογελούσε και της κρατούσε το χέρι. Και άπαξ και της κρατούσε το χέρι, δεν το άφηνε με τίποτα. Ούτε καν για ν' αλλάξει ταχύτητα...
  Κι έτσι κύλησε όλο το βράδυ τους... Κουρασμένος εκείνος, δουλειά και μετά προπόνηση και μετά τρέξιμο και ξεκούραση μηδέν, χωρίς όμως ποτέ να παραπονιέται ούτε λίγο για τα πονεμένα χέρια του, για τα πόδια του που δεν τον κρατούσαν πια. Μόνο έλεγε συνέχεια πόσο πολύ ανάγκη το είχε να περνά χρόνο μαζί της. Έστω και χωρίς να κάνουν τίποτα το συγκεκριμένο. Κι εκείνη δίπλα του κοίταζε απ' το παράθυρο τα άλλα αμάξια να περνάνε, κι ύστερα κοίταζε τα φώτα της πόλης που έμεναν πίσω, και τα σπίτια και τους δρόμους και τα μαγαζιά... Κι ένιωθε εκείνο το πρωτόγνωρο για 'κείνη συναίσθημα, πως κι αυτή κάτι αφήνει πίσω, για πρώτη φορά. Δεν του ζήτησε καν να μην τρέχει τόσο, όπως πάντα έκανε. Τόσο ελεύθερη ένιωθε. Τόσο της άρεζε να αφήνει όλα αυτά τα στάσιμα πράγματα πίσω της...
   Εκείνος κοιτούσε το προφίλ της. Γυάλιζαν τα μαλλιά της, τα έλουζαν τα φώτα της πόλης και ίσως, κάποιες από τις άκρες τους, το φως του φεγγαριού. Τι σημασία είχε άλλωστε η πηγή του φωτός; Εκείνα έλαμπαν και έκαναν τον κόσμο όλο να λάμπει. Χάιδευε τα γυμνά πόδια της, για δευτερόλεπτα ευχόταν να ξάπλωναν αυτή την ώρα στο κρεβάτι του, να μπορούσε να ασχοληθεί λίγο παραπάνω μαζί τους...
  Και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.
-Πώς και δεν μου είπες να μην τρέχω τόσο πολύ;
  Τη ρώτησε.
-Δεν τρέχεις και τόσο.
  Του απάντησε.
-Δεν μου μιλάς... Τόση ώρα τρέχω πολύ, μπας και μου μιλήσεις, έστω και για να μου πεις να πηγαίνω πιο σιγά.
  Έτσι είπε, κι εκείνη συγκινήθηκε και του 'δωσε ένα απαλό φιλί στο μάγουλο.
  Είχε παρατηρήσει πως, κάθε φορά που απεγνωσμένα αναζητάς λίγα δευτερόλεπτα για μια τρυφερή στιγμή, όλα τα φανάρια συνωμοτούν και γίνονται πράσινα και δεν σ' αφήνουν να δείξεις την βαθιά αγάπη σου! Κι εκείνη αυτό ένιωθε, πως δεν είχε ούτε λίγα δευτερόλεπτα να του δείξει πως τον αγαπάει, πως, ακόμη κι αν μοιάζει μερικές φορές χαμένη στις σκέψεις τις, ακόμη κι αν είναι μερικές φορές χαμένη στις σκέψεις της, δεν φεύγει απ' το νου της...
   Κι εκείνος, θαρρείς και το κατάλαβε, πάρκαρε κάπου πρόχειρα, έβγαλε τη ζώνη του και άρχισε να δείχνει τη δική του αγάπη, τη δική του βαθιά, αστέρευτη, ακλόνητη αγάπη, που τόσο πολύ εκείνη άξιζε και τόσο είχε στερηθεί τόσα χρόνια...
  Και αγαπήθηκαν. Έτσι, απλά. Και θ' αγαπιόντουσαν έτσι για πάντα...
  Συνέχισαν τη βόλτα τους... Ήταν ωραία η νύχτα, κι ας την ανάγκασε να φορέσει την κίτρινη ζακέτα της - Σεπτέμβρης πια. Μύριζε, λέει εκείνος, κι αυτή η ζακέτα της, όπως όλες, πανέμορφα. Της έδειξε τα διάφορα μέρη που είχε δουλέψει τα τελευταία χρόνια, τους δρόμους που έκανε κόντρες με το αυτοκίνητο, τα στενά που κοντοστάθηκε παραπατώντας μεθυσμένος, τα μπαράκια που έβγαινε με τους φίλους του. Κι εκείνη τ' άκουγε όλα με προσοχή, και ευχόταν μια μέρα να 'χουν άλλες τόσες εμπειρίες, σε άλλα τόσα μέρη, οι δυο τους...
  Κι εκείνο που τον απασχολούσε απ' την αρχή δεν αποκαλύφθηκε παρά μόνο στο τέλος της βόλτας τους. Πάρκαρε κάτω από το σπίτι της και την καληνύχτισε γλυκά, όπως πάντα. Εκείνη τον κοίταξε. Τρυφερά κι αυτή, αλλά με μια εμφανή απορία.
  Κι εκείνος την κοίταξε. Σκέφτηκε για λίγο. Ήταν μάλλον τα δευτερόλεπτα που έκαναν οι λέξεις για να βγουν επιτέλους. Και στο τέλος τα βαρυσήκωτα ερωτηματικά που έσερναν από πίσω τους.
-Τι θέλεις πραγματικά; Τι είναι αυτό που θέλεις, μάτια μου;
  Τη ρώτησε.
  Δεν απάντησε. Τον φίλησε μόνο, γλυκά, τρυφερά, για πολλή ώρα. Του χάιδεψε το λαιμό, άγγιξε το μάγουλό του. Κράτησε το χέρι του, έμπλεξε πρόχειρα τα δάχτυλά της στα δικά του και τον ένιωσε. Ύστερα τα ξέμπλεξε απαλά, άνοιξε την πόρτα και μπήκε σπίτι της.
  Κι εκείνος δεν ρώτησε ξανά τίποτα.
  Κι εκείνη δεν το σχολίασε άλλο. Κι αν την ρωτήσεις, δεν ξέρει κι ούτε φαντάζεσαι τι μπορεί να τον έκανε να ρωτήσει κάτι τέτοιο. Τι μπορεί να τον απασχόλησε, τι έναυσμα του έδωσε, αν του έδωσε, εκείνη. Δεν ξέρει αν ίσως έκανε εκείνη κάτι που τον προβλημάτισε. Αν από τη συμπεριφορά της εκείνος συμπέρανε πως ίσως θέλει κάτι άλλο. Κάτι που δεν έχει...
  Αλλά, τι σημασία έχει γιατί νόμισε εκείνος κάτι τέτοιο; Τι σημασία έχει, αφού είχε κάνει λάθος... Αφού εκείνη δεν θέλει πια κάτι άλλο. Δεν θέλει πια κάτι που δεν το έχει... 

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Δύσκολη θέση



Με πνίγει λίγο πριν το στόμα μου
ένα κεφαλαίο σίγμα
γι' αυτό και γράφω αυτά τα λόγια απόψε... 

Αγάπη μου, έχεις δίκιο, σου οφείλω μια συγγνώμη!
Συγγνώμη που τις αμέτρητες φορές που με σκότωνες
εγώ διάλεγα ν' αποχωρήσω
και για λίγο καιρό έμενα μακριά σου
ενώ το βαθύ ψευτο-αντρίκιο εγώ σου προσέμενε
να μείνω
για να με σκοτώσεις λίγο ακόμη!

Συγγνώμη που δεν τα κατάφερα να βρω έναν τρόπο να μην πληγώνομαι
για να μη σου τη σπάω κι εσένα
και να μπορείς άνετα να κάνεις τη δουλειά σου
και συγγνώμη που κάθε φορά εγώ έσκυβα το κεφάλι
κι έφευγα
αντί να γυρίσω και το άλλο μάγουλο
μετά από κάθε σου σφαλιάρα!

Συγγνώμη που πήρα την ανόητη πρωτοβουλία να ενδιαφερθώ για τη ζωή σου
ενώ ήταν ξεκάθαρο πως δεν ήθελες να ανακατευτεί κανένας
και συγγνώμη αν σε έφερα σε δύσκολη θέση
με το να σου δείχνω πως σ' αγαπάω
ενώ εσύ ποτέ δεν θα μπορούσες να αισθανθείς το ίδιο...

Και συγγνώμη που σε σύγκρινα
συγγνώμη που μέχρι και σήμερα ακόμη σε συγκρίνω με όλους και με όλα
συγγνώμη που ίσως φτερνίζεσαι συχνά εξαιτίας μου
επειδή σε αναφέρω, ακόμη και σε στιγμές που δεν θα ΄πρεπε να το κάνω
και συγγνώμη αν σου προκαλεί φρίκη η σκέψη ότι κάποιος θα 'κανε τόσα πολλά για 'σένα
συγγνώμη αν σου χαλάει το τέλειο σχέδιο ζωής και απόλυτης ελευθερίας σου
το γεγονός ότι υπάρχει μια ανόητη που περιμένει να καταλάβεις
την τόσο ανεπιθύμητη αγάπη της!

Πραγματικά συγγνώμη, αγάπη μου!
Που φέρθηκα τόσο εγωιστικά και καταράστηκα κάποια μέρα
την ώρα και τη στιγμή που σ' ερωτεύτηκα
και συγγνώμη που ακόμη και σήμερα μερικές φορές
- το παραδέχομαι -
 εύχομαι να μη σ' είχα γνωρίσει ποτέ...

 Συγγνώμη που είμαι τόσο φριχτά εγωίστρια
που φτάνω να εύχομαι να μην υπήρχες
μόνο και μόνο για να τη βγάλω εγώ καθαρή
συγγνώμη για τη δειλία που δείχνω
για την αδυναμία μου που πάντα τόσο σιχαινόσουν
και συγγνώμη για τα δάκρυα που έχυσα για 'σένα
ώσπου να στεγνώσει το είναι μου
συγγνώμη που κάποτε έκλαιγα για 'σένα κάθε μέρα
ενώ εσύ δεν σπατάλησες ποτέ ούτε ένα δάκρυ σου!

Σίγουρα, θα 'ναι δύσκολο και για 'σένα να είσαι τόσο άκαρδος
σίγουρα θα κουράζεσαι κι εσύ με τόση ασπλαχνιά
δεν θα σου 'ναι κι ευχάριστο να είσαι τόσο εγωιστής
σίγουρα θα πονάς κι εσύ
έστω και λίγο 
τις ώρες που πονάς εμένα
σίγουρα θα πονάει κι εσένα κάπως η παλάμη σου
κάθε φορά που χτυπάς το μάγουλό μου
και σίγουρα θα κουράζονται κι εσένα κάπως τα δάχτυλά σου
κάθε φορά που μπήγεις το μαχαίρι στην καρδιά μου!
 
Συγγνώμη, καρδιά μου.
Συγγνώμη που η αγάπη μου
σε φέρνει κι εσένα σε δύσκολη θέση...!

 

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Οι ερωτευμένοι



Τα σοκάκια απόψε κλαίνε
τα νεκρά σώματα των προσφύγων που μαρτύρησαν
σε όλη τους τη ζωή
και πέθαναν σαν κοινοί θνητοί
κλαίνε.
Οι θάλασσες απόψε κλαίνε
αύριο θα 'χει στεγνώσει όλη η γη
ήρθε επιτέλους η πανσέληνος;
Όχι;
Ποιος θα μας βεβαιώσει τότε
πως ερωτευόμαστε;

Οι ουρανοί απόψε κλαίνε
είναι μια βροχή καυτή
αλμυρή
είναι μια βροχή που ποτίζει τα σπίτια
που κλείνουν μέσα τους ερωτευμένους
που κοιμούνται
αγκαλιά.

Απόψε κλαίνε.
Κι εκείνοι κλαίνε
χωρίς να το ξέρουν
όχι απαραίτητα από δυστυχία
μα ερωτευμένοι είναι
αν όχι τώρα
πότε θα κλάψουν;

Τώρα ξέρουν
τώρα όλα ξεκαθάρισαν
στάσου, βγήκε απόψε η πανσέληνος;
Αγαπήθηκε κανείς απόψε;
Γνώρισε κανείς αυτόν που θα τον κάνει
να βρει επιτέλους τον δρόμο του;

Τον δρόμο της ζωής του
τι αστείο που ακούγεται
ποιος να το φανταζόταν πως...
τα παράθυρα απόψε κλαίνε.
Αυτά τα ίδια που οι ερωτευμένοι κλείνουν τα βράδια
για να μην ακούγονται καθώς γίνονται ένα
κι όμως, απόψε,
αυτή την ώρα που εκείνοι έχουν αποκοιμηθεί,
εκείνα κλαίνε.

Τα σεντόνια απόψε κλαίνε
στηρίζουν πάνω τους τόση ευτυχία
τόσο κόκκινο έρωτα
τόσα σώματα που γνώρισαν επιτέλους το ένα το άλλο
κι όμως, τώρα κι εκείνα κλαίνε
κι όσο κι αν φαίνεται περίεργο
γι'αυτούς τους ερωτευμένους είναι που κλαίνε
γι'αυτούς ακριβώς τους ευτυχείς ερωτευμένους.

Απόψε οι έρωτες κλαίνε
όχι γιατί είναι οι ίδιοι άδικοι
και δεν μπορούν να το αντέξουν
μα γιατί κι αυτή ακόμη η αδικία τους
είναι τελικά γλυκιά.
Ναι, μετά από όλα αυτά
αυτό που μένει τελικά
έχει μια γεύση γλυκιά
τόσο γλυκιά
που σε κάνει να θέλεις
να κλάψεις.

Τόση ευτυχία
που θέλεις να πλαντάξεις στο κλάμα
τόσο πολύ μπήκαν τα πράγματα στη θέση τους
τόσο πολύ ήρθαν αυτά που περίμενες
τόσο πολύ έμαθες αυτά ακριβώς που ήθελες να μάθεις
τόσο πολύ σε χαροποίησαν
που το μόνο που θέλεις να κάνεις
είναι να κλάψεις!

Ποιος είπε τελικά
πως θα 'ταν δίκαιο;
Και ποιος καθόρισε ποτέ
τι είναι το δίκαιο;
Βγήκε η πανσέληνος
κι οι ερωτευμένοι είναι αυτοί που είναι
όπως τώρα είναι
με όποιον τώρα είναι
και κοιτάζουν το φεγγάρι
και κοιμούνται αγκαλιά.

Κι ερωτεύονται.

Γιατί αυτό κάνουν οι άνθρωποι.
Αυτό έκαναν πάντα.
Κι αυτή είναι η ιστορία του κόσμου:
Γεννήθηκαν
Ερωτεύτηκαν
και Πέθαναν.

Έτσι ήταν πάντα.

Και η ζωή είναι ένας κύκλος
που σε κάνει να ξαναερωτεύεσαι
ποιος να το φανταζόταν πως...
οι καθρέφτες απόψε κλαίνε.
Δεν μπορούν να αντέξουν τις αντικατοπτρίσεις τους
τους φαίνονται σαν ασαφή είδωλα
που κάποιο λάθος έγινε
και ξαπλώνουν τώρα μαζί.

Μα, δεν έγινε κανένα λάθος
όλα τελικά έχουν το λόγο τους που γίνονται
κι αν όχι - για 'μας που πιστεύουμε στο τυχαίο -
ας δεχτούμε απλώς πως οι καθρέφτες είναι ανίκανοι τώρα πια
ν' αλλάξουν τους ερωτευμένους.

Τα σοκάκια απόψε κλαίνε.
Η παραλίγο πανσέληνος φωτίζει τα δάκρυά τους
και τους κρατάει συντροφιά
κι αυτά ανίκανα να αλλάξουν μεταξύ τους τους ερωτευμένους
ικανά μόνο να τους νιώθουν να τα περπατούν πάνω στην υγρή τους λύπη
την σχεδόν λύπη
την μάλλον απορία
και να μένουν για πάντα σιωπηλά.

Οι θάλασσες απόψε κλαίνε.
Το ποιοι θα κολυμπούν μαζί στα νερά τους
ούτε με φουρτούνα δεν μπορούν να το μεταβάλουν
δέχονται απλώς τα σώματά τους μέσα τους
μέσα στην αλμυρή τους λύπη
την σχεδόν λύπη
την μάλλον απορία
ποιος να το φανταζόταν λοιπόν πως...
άκου: οι ουρανοί απόψε κλαίνε.

Κι οι ερωτευμένοι
ανίδεοι
σχεδόν ανίδεοι
έστω μερικοί από αυτούς
κοιμούνται κι απόψε αγκαλιά
χωρίς κανείς να μπορεί να αλλάξει
ποιοι και ποιοι είναι...

Τα μάτια που έχω τώρα δεν κλαίνε.
Τα παλιά μου μάτια, μ' αυτά που έβλεπα παλιά
μ' αυτά που σε έβλεπα παλιά
εκείνα ίσως απόψε να κλαίνε.
Όχι από λύπη.
Από ειλικρινή, ανιδιοτελή χαρά.
Χαρά για 'σένα.
Χαρά για 'μένα.
Χαρά για τους ερωτευμένους.

Δεν πιστεύω στον Θεό.
Δεν πιστεύω στο Δίκαιο.
Δεν πιστεύω στην Αλήθεια
-αλλάζει πολύ εύκολα.
Δεν πιστεύω ούτε καν στον Έρωτα.
Πιστεύω στο Τυχαίο.
Αυτό είναι μόνο τελικά
που έχει τη δύναμη ν' αλλάζει συνεχώς
τους ερωτευμένους...

 
 

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Η ανελεύθερη



  Πάντα έλεγα πως αγαπάς αληθινά μόνο όταν αγαπάς χωρίς λόγο. Μα, τελικά, αν με ρωτήσεις γιατί σ' ερωτεύτηκα, θα μπορούσα να σου απαριθμήσω μία-μία τις αιτίες που μ' έκαναν να σ' ερωτευτώ τόσο απάνθρωπα, τις βασανιστικές αιτίες που επέβαλαν την αγάπη και μαζί τη φυλακή μου, όλες αυτές τις γλυκόπικρες αιτίες που ήρθαν και σκέπασαν τη ζωή μου με ένα βαθύ μπλε, ίσως θαλασσί, πέπλο και την άλλαξαν για πάντα...
  Στην αρχή σ' ερωτεύτηκα για τα χέρια σου. Ήταν στ' αλήθεια τα πιο όμορφα αντρικά χέρια που είχα δει. Καθαρά, όμορφα χέρια, που έκλειναν μέσα τους κάθε αγκαλιά που ονειρευόμουν από τόσο δα παιδάκι. Κι ύστερα ήταν η μυρωδιά σου. Είχε ένα χρώμα πορτοκαλοκόκκινο, η μυρωδιά σου ήταν όλα όσα φαντάστηκα συμπυκνωμένα σε μια αίσθηση, η μυρωδιά σου ήσουν εσύ! Και μετά τα μαλλιά σου... Ποιος άλλος θα μπορούσε ποτέ να 'χει μαλλιά σαν τα δικά σου; Σε κανέναν πλανήτη. Σε καμία αιωνιότητα. Μ' αγκάλιαζες και έχωνα το πρόσωπό μου πίσω στον λαιμό σου, χανόμουν στα μαλλιά σου, ήθελα να ρουφήξω όσο το δυνατόν περισσότερο απ' τη μυρωδιά τους. Γιατί τα μαλλιά σου μύριζαν σαν τον Θεό... Και ο Θεός ποτέ δεν θα με πρόδιδε. Έτσι δεν είναι; Και πιο πολύ απ' όλα, πιο πολύ ακόμη κι απ' το άρωμά σου, σ' ερωτεύτηκα για τα μάτια σου. Αυτά τα μάτια είχαν πάντα, από τότε που σε θυμάμαι, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μαζί σου, και, τώρα που το σκέφτομαι, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου γενικά - μιας και από τότε που θυμάμαι να υπάρχω, ήμουν παράφορα ερωτευμένη μαζί σου -, είχαν πάντα λοιπόν αυτή την κρυστάλλινη όψη, σαν χίλια μικρά κομμάτια από γυαλί που με αιχμαλώτιζαν μ' ένα απλό βλέμμα σου, αυτό το απρόσμενο μελί τους, αυτή η θανατηφόρα κι απάνθρωπη επιρροή που ασκούσαν πάντα επάνω μου... Βλέπεις, τα μάτια σου κουβαλούσαν πάντοτε την καλή πλευρά της ψυχής σου... Πάντοτε.
  Μα, όπως είπα, αυτές οι ίδιες οι αιτίες που με έκαναν να σ' ερωτευτώ, γρήγορα μετουσιώθηκαν σε ατσάλινα, γκρίζα κάγκελα: τα κάγκελα μιας φυλακής, τα κάγκελα της φυλακής μου, εκείνης που μόνη μου, ή μάλλον παρέα με τις αδυναμίες μου - κυρίως εσένα -, δημιούργησα. Η ειρωνεία είναι πως τόσα χρόνια έλεγα πως ήμουν μόνη, άρα και ελεύθερη. Δεν μ' άρεζε ποτέ η ελευθερία, γιατί η ανόητη νόμιζα πως συνεπαγόταν την μοναξιά. Κι έτσι, όταν οι επίδοξοι "θαυμαστές" με ρωτούσαν για πιθανή σχέση που θα είχα, απαντούσα "Είμαι ελεύθερη.". Και μόνο τώρα κατάλαβα πως όλα αυτά τα χρόνια που ζούμε χώρια, άλλοτε σαν δυο φίλοι που κρύβουν πίσω απ' το χιούμορ ένα περίεργο μυστικό του παρελθόντος, άλλοτε σαν δυο παλιοί γνωστοί, κι άλλοτε πάλι σαν δυο σχεδόν άγνωστοι που απλά έχουν συστηθεί ένα καλοκαίρι - θέλω να πιστεύω ποτέ σαν δυο εχθροί -, όλα αυτά τα χρόνια δεν υπήρχε ούτε μία μέρα, ούτε μια στιγμή που να ήμουν στ' αλήθεια ελεύθερη. Ήμουν φυλακισμένη, σκλαβωμένη όσο ποτέ πίσω απ' τα γκρίζα, αστραφτερά κάγκελα της θεόρατης αγάπης που έτρεφα για 'σένα, μιας αγάπης που με τον καιρό με ξεπέρασε, ξέχασε πως εγώ τη δημιούργησα κι άρχισε να με καταδυναστεύει. Και το όμορφο ροζ χρώμα της έγινε ένα σουβλερό κόκκινο κι ύστερα ένα μπορντό, που θύμιζε αίμα ξεραμένο, και κυριαρχούσε πια στα πάντα για πάντα. Έτσι λοιπόν, ακόμη και με δυνάστη τα ίδια μου τα αισθήματα, ελεύθερη δεν ήμουν. Και ούτε θα μπορέσω ποτέ ξανά να είμαι. Γιατί το μπορντό της αγάπης μου, της ανώφελης ίσως αγάπης μου, δεν πρόκειται ποτέ πια να ξεβάψει. Κι έτσι με τα πολλά κατάλαβα πως η μοναξιά και η ελευθερία δεν είναι δύο καταστάσεις που ταυτίζονται. Κι αυτό γιατί αν κάποτε ήμουν πραγματικά ελεύθερη, ήταν όταν ήμουν μαζί σου... 
  Το παιχνίδι βέβαια με τις αιτίες δεν σταματάει εκεί. Αναζητώντας τις μαύρες αιτίες που σ' έκαναν να μου φερθείς τόσο άσπλαχνα, η ζυγαριά αποπειράται συνεχώς να καταλήξει ανάμεσα στην έλλειψη αμοιβαιότητας και στο σκάρτο του χαρακτήρα σου. Χρόνια πίστευα το πρώτο. Έλεγα πως με πονούσε, όπως πονάνε όλα τα πράγματα που αργά ή γρήγορα ανακαλύπτουμε πως δεν είναι στο χέρι μας, όμως τελικά ίσως και να με βόλευε. Όχι για 'μένα φυσικά, μα ήταν ένα καλό πάτημα για να μην μπορώ ποτέ να σε κατηγορήσω: Τι φταίει εκείνος που ποτέ δεν μ' αγάπησε; Μήπως κι εγώ δεν έχω σταθεί ανίκανη να ανταποκριθώ στην αγάπη άλλων; Όχι, άκυρο, εμένα δεν μ' αγάπησε ποτέ κανείς ούτως ή άλλως. Μα, τέλος πάντων, μου άρεζε να τα αποδίδω όλα σ' αυτή την έλλειψη του αμοιβαίου, γιατί, στο κάτω-κάτω, δεν φταίνε οι άνθρωποι για τα πάντα! Για τα περισσότερα ναι, μα όχι για όλα. Μα, δυστυχώς, αυτά που έκανες ξεπέρασαν αυτήν μου τη θεωρία. Ή μάλλον, τη διέψευσαν ολοκληρωτικά. Στάθηκα πιστή σ' αυτή, ναι, όσο μπορούσα. Μα κάποια στιγμή λύγισα. Κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, κατέληξα στο μαύρο, πιο μαύρο ακόμη κι απ' τις αιτίες της φυγής σου, συμπέρασμα πως για όλα έφταιξε τελικά το σκάρτο του χαρακτήρα σου. Στάθηκα πιστή σε 'σένα, ναι, όσο μπορούσα. Στάθηκα πιστή στην ανάμνησή σου, χρόνια με παίδευε. Κι αυτό γιατί ήταν η ανάμνηση του ανύπαρκτου. Στάθηκα πιστή στο παρελθόν μας. Μα κάποια στιγμή λύγισα... 
  Με 'μας ήταν πάντα έτσι: εγώ σε πλήγωσα μία φορά, κάποτε, κι εσύ με πλήγωνες για όλα τα υπόλοιπα χρόνια. Μα, αν με ρωτήσεις για ποιο πράγμα σου έχω θυμώσει, αυτό δεν βρίσκεται σε καμία από τις φορές που με πλήγωσες. Παραδόξως, βρίσκεται στη μία και μοναδική φορά που σε πλήγωσα εγώ, τότε. Ναι, αν σου έχω θυμώσει για κάτι, είναι γιατί με διάλεξες. Γιατί από όλες τις ίσως δυνατότερες, ίσως λιγότερο επιρρεπείς στο να αγαπήσουν πιο πολύ κι απ' τη ζωή τους και να στοιχειώσουν ακριβώς αυτή την υποτιμημένη ζωούλα τους με αυτή την αγάπη, κοπέλες, εσύ διάλεξες εμένα. Αν εγώ σε έβρισκα πρώτη, αν εγώ ήμουν αυτή που σε είχε τότε ερωτευτεί, αν εγώ σε κυνηγούσα τότε, αν εγώ σε είχα φιλήσει μια νύχτα με εκείνον τον πρωτόγνωρο ενθουσιασμό ενός ερωτευμένου παιδιού, αν εγώ ήμουν αυτή που σου έλεγε πως χρόνια περίμενα κάποιον να μ' αγαπήσει, τότε θα 'ταν όλο το "φταίξιμο" σε 'μένα. Όμως, δεν ήμουν εγώ. Εσύ ήσουν. Εσύ ήσουν αυτός που, δεν ξέρω για ποιον λόγο, ένα καλοκαίρι ζεστό, σαν αυτό και σαν κάθε καλοκαίρι, φαινομενικά αθώο, σαν αυτό και σαν κάθε καλοκαίρι, άπλωσες το δάχτυλό σου και διάλεξες εμένα, καθορίζοντας έτσι, χωρίς να το έχεις προβλέψει ίσως, χωρίς να το ξέρεις και σίγουρα χωρίς να το φαντάζεσαι, για πάντα τη ζωή μου. Εσύ ήσουν αυτός που με διάλεξε, πανάθεμά σε! Με διάλεξες, για να σε αγαπήσω... 
  Και ίσως, όσο κι αν έλεγα πάντοτε το αντίθετο, μέσα μου τελικά να είχα την βαθιά, αναιτιολόγητη πίστη πως μπορεί κι εσύ, με τον δικό σου τρόπο και για κάποιες στιγμές μόνο, να μ' αγαπούσες. Και ίσως αυτό που με πλήγωνε κάθε φορά να 'ταν η διάψευση αυτής ακριβώς της καλά κρυμμένης ελπίδας μου. Ίσως πάλι και να πίστευα πάντα, όπως άλλωστε κι έλεγα, πως δεν μ' αγάπησες ποτέ σου κι ούτε επρόκειτο να μ' αγαπήσεις, κι αυτό που με σκότωνε κάθε φορά να 'ταν αυτή ακριβώς η σκληρή επιβεβαίωση αυτής μου της αντίληψης. Τι διαφορά θα 'χε, αλήθεια;
  Έλεγα πως αγαπάς αληθινά μόνο όταν αγαπάς χωρίς λόγο. Έλεγα πως τόσα χρόνια ήμουν ελεύθερη. Έλεγα πως για όλα ευθυνόταν η έλλειψη αμοιβαιότητας. Έλεγα πως εγώ σε είχα πληγώσει τότε, που με διάλεξες. Έλεγα πως μπορεί κι εσύ, με τον δικό σου τρόπο και για κάποιες στιγμές μόνο, να μ' αγαπούσες. Έκανα λάθος... __


Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Τα σημάδια της αγάπης μου



Κοιτάζω τώρα στα χέρια μου
τα μοναδικά σημάδια της αγάπης μου
- όχι αυτής που εξέτρεφα εγώ :
τα σημάδια αυτής είναι πολλά
και βρίσκονται αλλού :
σ' εκείνο το βαθύ κόκκινο όργανο
που με βοήθησε να ζήσω μέχρι σήμερα
κι εγώ αντί να είμαι ευγνώμων 
το γεμίζω πληγές, 
σ' εκείνα τα δάκρυα κάτω απ' το μαξιλάρι μου,
σ' εκείνες τις ταινίες που προβάλλονται αργά το βράδυ
στο ταβάνι, τον κινηματογράφο των αναμνήσεων,
σ' εκείνα τα βιβλία που με ανεξίτηλο έγραφα ονόματα 
που έμοιαζαν να ταιριάζουν κάποτε.

Τα σημάδια της αγάπης που κοιτάζω τώρα
- και εννοώ της αγάπης που κάποιος άλλος καλλιέργησε για 'μένα - 
βρίσκονται στα χέρια μου
και είναι βαθιές γρατζουνιές
που ποιος ξέρει πόσος καιρός θα περάσει για να σβήσουν. 

Μα δεν θα τις αφήσω να χαθούν
γιατί είναι τα μοναδικά σημάδια της αγάπης κάποιου απέναντί μου
χρόνια τώρα! 
Τόσος καιρός, τόσα λόγια,
τόση πάλη το κορμί μου
και το μόνο που απέμεινε να μου πιστοποιεί ένα αίσθημα για 'μένα 
αυτές οι γρατζουνιές στα χέρια μου. 

Και βλέποντας τα ανεξίτηλα αρχικά που 'γραφα στα τετράδιά μου
κατάλαβα πως τελικά ο κόσμος δυστυχώς 
είναι κάτι παραπάνω από όμορφα και άσχημα ονόματα. 
Και κατάλαβα πως ίσως τελικά 
δεν είναι όλοι για όλα
και μερικοί άνθρωποι, όσο κι αν αισθάνονται φτιαγμένοι για κάποια πράγματα,
ίσως τελικά να μην τα κάνουν ποτέ τους. 

Και οι γρατζουνιές μου μου 'μαθαν κι άλλα πολλά
πως ίσως τελικά με την αγάπη μας 
κάποιες φορές 
πληγώνουμε τον άλλον
άθελά μας;
υποσυνείδητα θελημένα;
Κανείς δεν ξέρει
και δεν έχει και σημασία τελικά
απλώς τον πληγώνουμε.

Και πως όταν κάποιος δεν είναι πρόθυμος να δεχτεί αυτή την αγάπη
ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα
δεν θα το κάνει. 
Και αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα αναρωτηθούμε :
γιατί τόση προσπάθεια όλα αυτά τα χρόνια;
για λίγες γρατζουνιές που κερδίσαμε στο τέλος;
Μας πέταξαν τέσσερα αργύρια 
- ούτε καν τριάκοντα - 
από εκκρεμότητες
και μας άφησαν να ζήσουμε παρέα με τα σημάδια μας. 

Και πάλι καλά που υπάρχουν κι αυτά
πάλι καλά που κοιτάζω τις γρατζουνιές στα χέρια μου
μονάχα έτσι έχω εμπιστοσύνη στ' ότι υπάρχω 
γιατί με τόση απόρριψη, καταλαβαίνετε,
αρχίζεις να αμφιβάλλεις. 

Και αμφιβάλλεις και για το πόσο τελικά αγάπησες
και κάθε μέρα που περνάει και ακόμη ζεις
είναι σαν να προσθέτει ένα ακόμη λιθαράκι
στο βουνό της αμφισβήτησης και της αμφιβολίας σου
για το πόσο δυνατά αισθήματα είχες τελικά
για το μέχρι πού θα έφτανες για εκείνον που έλεγες πως αγαπούσες. 

Κι εσύ
εσύ που διαβάζεις και αναρωτιέσαι 
τι στο καλό να 'χει αυτή που γράφει στο κεφάλι της
εσύ μέχρι πού θα 'φτανες για 'κείνον που αγάπησες; 
Γιατί εμένα
ακόμη και μετά απ' όλα αυτά
μου λένε πως δεν θα 'μουν δυνατή να κάνω και τίποτα (!)

Καταλαβαίνω τελικά
πως το χειρότερο δεν είναι η πρόθεσή σου να κάνεις τα πάντα
μα η έλλειψη υπόδειξης του τι από αυτά πρέπει να κάνεις τελικά :
μέχρι πόσο μακριά να φτάσεις
όταν κανείς δεν σου ζητάει να κάνεις ούτε βήμα; 
και πώς να δείξεις τα τρομακτικά σου αισθήματα
όταν όλοι θα προτιμούσαν να μην τ' αποκαλύψεις καν;

-- Κι όλοι πάντα μου έλεγαν
να βρω κάποιον να σε ξεχάσω.
Αυτό που ποτέ δεν κατάλαβαν
είναι πως δεν φταίω εγώ
απλώς ποτέ κανείς δεν βρήκε
Εμένα.  --

Και τελικά κανείς δεν ήρθε να με σώσει
μονάχα αυτές οι γρατζουνιές έκαναν μια φιλότιμη προσπάθεια
κι αν φαίνονται να με πόνεσαν
ήταν σωτήριες πληγές
που μου 'δωσαν λίγη αξία.

Και τώρα ακόμη που τα γράφω αυτά
και λυπάμαι κυρίως γιατί έχω ξεμείνει από αγάπη κι από έμπνευση
κοιτάζω στα χέρια μου τις γρατζονιές της αγάπης μου
και σκέφτομαι μήπως αυτό είναι τελικά που περίμενα στη ζωή μου :
ένα μικρό σημάδι, ακόμη και πληγή,
να μου δείξει πως κάποιος, με τον δικό του τρόπο,
μ' αγαπάει κι εμένα. 

Εσύ
μέχρι πού θα έφτανες
για εκείνον που αγάπησες; 
Εγώ 
σύμφωνα με όλους 
ακόμη και μετά από όλα όσα έγιναν
μάλλον δεν θα 'φτανα πολύ μακριά... 


Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

Αποχαιρετιστήριο εξαιτίας πιθανής αναχώρησης



Επειδή αύριο μπορεί να φύγω για πάντα απ' τη ζωή
- κι αυτή τη φορά όχι μόνο τη δική σου -
ήθελα να σου πω δυο τελευταία λόγια
όχι από φόβο μήπως δεν τα μάθεις ποτέ
- αυτόν τον ρόλο τον έχω μονάχα εγώ άλλωστε -
αλλά έτσι, επειδή θα 'θελα να 'σαι κοντά μου
πριν το τέλος και δεν είσαι.

Τώρα πια αναγκάζομαι εκ των πραγμάτων
να προσγειωθώ στην άρρωστη αλήθεια μου
και εκ των συνθηκών εξαναγκασμένη
να υποταχθώ επιτέλους σ' αυτά που μου φύλαγε ο ίδιος ο εαυτός μου.

Επειδή αύριο λοιπόν ίσως και να μην υπάρχω πια
διαγράφοντας έτσι ένα μεγάλο κομμάτι του παρελθόντος σου
που μάλλον δεν θέλεις να θυμάσαι
είπα να γράψω μερικές στροφές
έτσι, να σ' αποχαιρετήσω κάπως πιο επίσημα.

Τις τελευταίες μέρες
- πιθανώς και τελευταίες γενικά της ζωής μου -
στριφογυρίζει στο μυαλό μου συνεχώς μια φράση σου
"Θα 'μαι κοντά σου".
Περιττό να αναφέρω πως δεν ήσουν
και ούτε τώρα που χρειάζομαι κάποιον όσο ποτέ
δεν είσαι.

Το περίμενα, που λες, να μου τη φέρεις
απλώς δεν περίμενα τόσο ξεδιάντροπα.
Το περίμενα να μην είσαι κοντά μου τις περισσότερες μέρες
απλώς δεν περίμενα να μην είσαι ούτε την τελευταία μου.
Το περίμενα να μη με θυμάσαι
απλώς δεν περίμενα να με ξεχάσεις.

Ήταν κάποτε ένας κήπος που έπαιζα μικρή
δεν πρέπει να 'ταν πραγματικός
εμείς σε διαμέρισμα μέναμε
μα έστω και στα όνειρά μου ήταν ένας όμορφος κήπος
και μάζευα παπαρούνες
- πάντα παπαρούνες
γιατί μ' άρεζε το κόκκινο.

Κι ήρθες εσύ
και μάλωνα για 'σένα μ' όλα τα παιδιά
και ήσουν το μόνο θέμα για το οποίο μπορούσα να προτάξω το ανάστημά μου
να επιβληθώ
να φωνάξω, να αγριέψω εν ανάγκη
μόνο για 'σένα.

Κι ύστερα ξυπνούσα στο τσιμέντο πάλι
αλλά δεν μ' ένοιαζε
γιατί υπήρχες εσύ
κι αν ακόμη δεν ήσουν μαζί μου.
Ώσπου κάποια μέρα έπαψες να υπάρχεις
*ή μάλλον, διόρθωση, αποκαλύφθηκε
πως απλά δεν υπήρχες ποτέ.

Όμως εγώ τις παπαρούνες μου χρόνια
για 'σένα τις μάζευα
και μου 'μεινε στα χέρια τόσο ανεκμετάλλευτο κόκκινο
που δεν τ' άντεξα και τώρα ίσως χαθώ.

Κι επειδή αύριο μπορεί στ' αλήθεια να αναχωρήσω
κι επειδή δεν είχα ευκαιρία
έτσι όπως τα καταφέραμε
να σου επαναλάβω αυτά που ήδη σου 'χω πει
- διότι περί επαναλήψεως πρόκειται -
γράφω αυτά τα δυο λόγια
για να τα θυμηθείς μόνος σου
χωρίς καν εγώ να τ' αναφέρω.

Πάντα μου θύμιζες τη μητέρα μου
πάντα η σχέση μου μαζί σου
η τρομακτική αγάπη που έτρεφα για 'σένα
μου θύμιζε αυτήν που είχα για 'κείνη.
Πάντα όταν μαλώναμε αισθανόμουν την ίδια ακόρεστη πίκρα
πάντα εγώ έκανα το πρώτο βήμα να μιλήσουμε ξανά
κι ας είχα πάντα εγώ το δίκιο.

Έτσι μάλωνα και μ' εκείνη
περίμενα και περίμενα να χτυπήσει την κλειδωμένη πόρτα μου
αναθάρρευα κάθε φορά που άκουγα βήματά της
να πλησιάζουν απ' το σαλόνι
μα ποτέ δεν χτυπούσε, ποτέ δεν ερχόταν
ποτέ δεν την πονούσε που δεν μιλούσαμε.

Κι εγώ έτρεμα κι έκλαιγα κι ευχόμουνα να μην υπάρχω
ώσπου μ' έπαιρνε ο ύπνος μες στα δάκρυα
και το πρωί μιλούσα πρώτη εγώ
πολλές ήταν οι φορές μάλιστα που ζήτησα ακόμη και συγγνώμη
απλά γιατί δεν άντεχα να μην χωράω στην αγκαλιά της.

Και τώρα που εγώ θα φύγω πρώτη
κι εκείνη στέκεται ανήμπορη να μου σταθεί
νομίζω πως την καταλαβαίνω:
η αιώνια, βλέπεις, νοοτροπία της να με παραμελεί
δεν την αφήνει να 'ρθει τώρα κοντά μου.

Έτσι ήταν και μ' εσένα
δημιούργησα μόνη μου το μεγαλύτερο βάσανό μου
κατασκεύασα για 'σένα μια αγάπη τόσο δυνατή
που πολλές φορές με τρόμαζε.

Κι αυτό που με λυπεί περισσότερο απ' όλα
είναι πως ο θάνατός μου αυτός θα 'ναι περίπου ήρεμος
σχεδόν ήρεμος
κι αυτό γιατί δεν έχω συμφιλιωθεί με ένα πράγμα:
αυτό που δεν κατάφερα, βλέπεις, ποτέ ν' αποδεχτώ
είναι πως εγώ σ' αγάπησα
κι εσύ όχι.

Κι έτσι έζησα
- όσο πρόλαβα να ζήσω -
με τα ίδια αγκάθια πάντα
να με κατασπαράζουν λίγο-λίγο.

Τον ίδιο κίνδυνο νόμιζα πως κατόρθωσα να νικήσω
μόλις πριν λίγα χρόνια
κι ακόμη κι αν δεν το μοιράστηκα με κανέναν
εγώ ένιωθα περήφανη όσο ποτέ
που το κατάφερα.

Τώρα βέβαια δεν ξέρω αν ήταν καλύτερα τελικά που τα 'ζησα
αυτά τα τελευταία χρόνια
μ' όλα αυτά που έχουν γίνει
μα δεν έχει σημασία
αφού πιθανώς αύριο όλα θα 'χουν γίνει πια μια θολή ανάμνηση
- ίσως ούτε καν κι αυτή.

Αλλά κανείς δεν φταίει
μην δώσω την εντύπωση πως με αυτούς τους στίχους
αποδίδω ευθύνες
αρρώστησα και δεν φταις ούτε εσύ
ούτε εγώ
ούτε κανείς μας
γι' αυτό το άχαρο τέλος.

Τέλος πάντων, μακρηγορώ όπως πάντα,
να προσέχεις πολύ και να με ξεχάσεις
- περιττή παράκληση
αλλά αυτό εύχομαι.
Ελπίζω επίσης ποτέ να μην αισθανθείς όπως εγώ
και ποτέ να μη διαβάσεις αυτό που γράφω τώρα για 'σένα
από φόβο μήπως τύχει και πικραθείς.

Και τελικά η ζωή
στο σύνολό της
είναι ένας τεράστιος αποχαιρετισμός.
Αυτό που πονάει περισσότερο
είναι να μην έχεις μια στιγμή
μια τόση δα στιγμή
για να πεις
"Αντίο".

Το περίμενα να ζήσω μόνη μου
απλώς δεν το περίμενα και να πεθάνω μόνη...


Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Σε ξέχασα



Παίρνω βαθιά ανάσα 
και σκηνοθετώ απ' την αρχή την ιστορία μας.
Είναι σκοτεινά εδώ
δεν σε γνωρίζω και δεν με γνωρίζεις
κάνεις χώρο για να περάσω 
και με μια κίνησή σου αέρινη
μυρίζω το διακριτικό άρωμά σου
το νιώθω πια στα σίγουρα
πως θα 'σαι η γυναίκα της ζωής μου. 

Το ξέρω αυτό και το 'χω υπ' όψιν μου αργότερα
όταν συστήνομαι και ζητάω να μπω στη ζωή σου
μ' ένα ξεκίνημα απλό
μ' έναν καφέ
με μια κουβέντα
μ' ένα κάψιμο απ' τον ήλιο σ' ένα παγκάκι κάποτε
έτσι άλλωστε αρχίζει κάθε ανεπανάληπτος έρωτας. 

Αυτή τη φορά
θα τα κάνω όλα σωστά για 'σένα
αυτή τη φορά δεν θα σε σκοτώσω κατά λάθος
δεν θα σε πληγώσω
πληγώνοντας παράλληλα κι εμένα 
αυτή τη φορά δεν θα σε κατηγορήσω
για όλα όσα ο ίδιος δεν μπόρεσα να κάνω. 

Παίρνω ανάσα
και χρωματίζω την εικόνα που στο μυαλό μου σχεδίασα
με έντονο περίγραμμα 
για τα σκούρα μαλλιά σου
με καμπύλες για το χαμόγελο 
και τέχνη όση μπορώ να βάλω
για ν' αποδώσω κάπως την τόση ομορφιά σου. 

Τώρα σβήνω
σβήνω τις ατέλειες που μας κράτησαν χώρια
την πρώτη φορά
κι ελπίζω έτσι να σβήνω και τα χρόνια που χάσαμε
χαραμίζοντάς τα χώρια
αναλωμένοι σε ξένες αγκαλιές
που τελικά ποτέ δεν ήταν αυτό που ζητούσαμε. 

Και μας κατασκευάζω απ' την αρχή
εμένα δηλαδή κυρίως
αφού εσύ έτσι κι αλλιώς και πριν ήσουν τέλεια
το μόνο που ζητάω είναι να φερθείς τόσο μοναδικά
και σ' αυτή την δεύτερη προσπάθεια
και, θα δεις, τώρα θα πετύχει. 

Κι αν δεν πετύχει
έχω σημαδέψει ψηλά στον ουρανό ένα αστέρι
- πρόγονο των ματιών σου σίγουρα -
που θα σε κάνει να ξεχάσεις
να ξεχάσεις και να λυτρωθείς
γιατί μόνο τότε θα ευτυχήσεις
μετά από τόσο πόνο, αγάπη μου,
αν ξεχάσεις τα πάντα
για πάντα. 

Γιατί κι εγώ που ορκίστηκα να σε θυμάμαι
σε ξέχασα, αγάπη μου,
σε ξέχασα και έζησα αλλιώς
κι αυτό ήταν τελικά το θέμα
ούτε πως άλλαξα
ούτε πως δεν σου ταίριαζα
μα πως σε ξέχασα
σ' αναίρεσα ακόμη κι από παρελθόν μου
σαν να μην πέρασες ποτέ
σε πρόδωσα, το ξέρω, αγάπη μου. 

Και τελικά τώρα μονάχα κατάλαβα
πως κι αυτή η σκηνοθέτηση που είχα ξεκινήσει
δεν έχει αλήθεια μέσα της καθόλου
αφού δεν σε θυμάμαι πια, μάτια μου,
δεν σε θυμάμαι κι έτσι δεν μπορώ ούτε να σε ξαναδημιουργήσω.

Κι είναι λίγες οι στιγμές μας, αγάπη μου,
είναι λίγες οι στιγμές που ζήσαμε μαζί
είναι λίγη η ζωή που μοιραστήκαμε
για να μπορώ να σε θυμάμαι
για τόσο πολλή ζωή που απομένει.

Αφού εγώ ο ίδιος
που σ' είχα επιλέξει για αγάπη της ζωής μου
εγώ ο ίδιος τώρα επέλεξα να σε διαγράψω
έτσι, απλά
κι αυτό είναι που λέμε 
"Μαζί στα εύκολα και στα δύσκολα"
εγώ στα εύκολα
κι εσύ στα δύσκολα.

Σε ξέχασα, αγάπη της ζωής μου,
συγγνώμη, μα σε ξέχασα! 
Μακάρι να 'ταν αλήθεια όλες οι υποσχέσεις μου
μα πάνω απ' όλα να 'ταν αλήθεια η τελευταία υπόσχεσή μου
να σου βρω ένα αστέρι να σε βοηθήσει
να ξεχάσεις κι εσύ
μακάρι να μπορούσα να σου δανείσω λίγη απ' τη λήθη μου
να πάψεις να 'σαι πια τόσο δυστυχισμένη. 

Μα, αυτά τα λόγια τα λένε όσοι νοιάζονται
κι εγώ απορώ που τα ξεστόμισα
αφού είπαμε πως σε ξέχασα
πώς γίνεται να σε νοιάζει κάποιος
που δεν θυμάσαι καν ποιος είναι;

Δεν σε θυμάμαι, αγάπη μου,
κι αυτά τα λόγια που 'πα ήταν και τα τελευταία μου για 'σένα
που δεν θυμάμαι καν ποια είσαι
απλώς τα βράδια κάτι όνειρα μου υπενθυμίζουν
πως τέλος πάντων κάποτε ήσουν κάποια
κάποτε ήσουν σημαντική
μόνο αυτό γυρνάει πού και πού στο νου μου
που κατά τ' άλλα σ' έχει ξεφορτωθεί. 

Αντίο λοιπόν
νυν άγνωστη που δεν μου λέει καν κάτι τ' όνομά σου
δεν θα πετύχει τελικά
ούτε να μας ξανασκηνοθετήσω
έτσι το 'πα, να δείξω κι εγώ λίγο ποιητής
πού να τρέχω να ψάχνω έντοντα περιγράμματα
για αναμνήσεις τόσο θολές
όσο η δική σου; 


Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Το αίσθημα της αδικοχαμένης ζωής



  Την πλήγωναν τόσα πολλά. Για την ακρίβεια, όλη η ζωή της την πλήγωνε... Γιατί δεν ήταν ζωή: μια αναμονή ήταν, τόσα χρόνια μια αναμονή για κάτι άλλο. Ανάλωσε έτσι όλα τα χρόνια της, περιμένοντας κάτι, κάτι που δεν ήρθε. Και έφτασε να νιώθει πως ζει μόνο γι' αυτά που περιμένει να 'ρθουν, για τίποτα άλλο, για τίποτα που έχει να κάνει με το τώρα, για τίποτα απ' αυτά που τελικά ζει... Μόνο που δεν είχε καταλάβει πως ο χρόνος δεν μένει να σε κοιτάει, μα προχωράει και φεύγει και χάνεται. Κι όταν πια το κατάλαβε κι αυτό, ήταν αργά, κι όχι γιατί είχε τελειώσει όλος της ο χρόνος, μα γιατί της είχε γίνει πια συνήθειο να ζει περιμένοντας, της είχε γίνει νοοτροπία και ήταν πια αδύνατο να το αλλάξει. Κι έτσι συνέχισε να το κάνει... Να κάνει αυτό που τόσο καλά ήξερε: να περιμένει...
  Και τα χρόνια πέρασαν... Ή μάλλον, αυτή πέρασε από αυτά. Αυτή πέρασε και έφυγε... Μεγαλώνοντας, όλα έγιναν πια μια θολή ανάμνηση και τίποτα δεν θύμιζε αυτό που ήταν κάποτε. Όλα άλλαξαν κι όλα έμειναν ίδια. Κι άλλες φορές έψαχνε αυτό που θα της άλλαζε τη ζωή με τόσο ζήλο, τόση δύναμη, που έλεγε πως δεν μπορεί, είναι αδύνατο να θέλεις κάτι τόσο δυνατά και τελικά να μην συμβαίνει. Άλλες πάλι συνειδητοποιούσε πως όλα αυτά τα χρόνια σ' όλους και σε όλα το ίδιο έψαχνε, το ίδιο ένα και μοναδικό πρόσωπο αναζητούσε στο πρόσωπο του καθενός. Κι άλλοτε αποδεχόταν την μοίρα της, άλλοτε πάλευε μέχρι τελικής πτώσεως μαζί της. Άλλοτε έλεγε πως είναι η μόνη φίλη της κι άλλοτε ορκιζόταν πως επρόκειτο για αιώνια εχθρό της. Μια διαρκής πάλι, αυτό ήταν η ζωή της, εκτός από μια ατέρμονη αναμονή.
  Και κανείς δεν ήταν σαν Αυτόν. Και κανείς δεν την γέμιζε, μα δεν ήταν αυτό το χειρότερο: αυτό που της στοίχιζε περισσότερο ήταν ότι όλοι την άδειαζαν, όλοι απομυζούσαν ό,τι της είχε απομείνει και εξαφανίζονταν, όλοι ρουφούσαν όσα αποθέματα είχε και χάνονταν για πάντα. Κι αυτό τελικά ήταν που σε πορεία χρόνου την εξάντλησε, αυτό ήταν τελικά που δεν άντεξε, αυτό ήταν που την αποτέλειωσε. Κι όχι απλώς δεν βρήκε το εξιδανικευμένο παρελθόν της αναβιωμένο στο μέλλον της, αλλά δεν βρήκε και κανένα μέλλον άξιο προσοχής, σε όποια χρονική βαθμίδα γενικώς δεν βρήκε καμία μορφή ευτυχίας. Κι όχι μόνο δεν ήρθε αυτό που περίμενε, μα με τα χρόνια ξέχασε κι η ίδια τι ακριβώς περίμενε, τι ζητούσε... Γιατί όταν κανένας δεν σου φέρεται όπως σου αξίζει, στο τέλος ξεχνάς κι εσύ η ίδια τι αξίζεις...
  Και τώρα ξαπλώνοντας βλέπει τα λεπτά στο ρολόι να διαδέχονται το ένα το άλλο, τα δευτερόλεπτα να τρέχουν και να της θυμίζουν πόσο πολύς είναι ο χρόνος - λάθος έκανε τελικά πως ήταν λίγος ο καιρός που είχε - αμέτρητος είναι ο καιρός, θεόρατος ο χρόνος και μαζί του θεόρατη κι η μοναξιά της. Άπειρο τελικά αυτό το αίσθημα της αδικοχαμένης μάχης, του αδικοχαμένου ολόκληρου πολέμου, της αδικοχαμένης τελικά ζωής...

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Μη με κοιτάς σαν ξένη


Έμαθα
και συνήθισα, αν θέλεις,
να ζω με την απουσία σου...
Συνήθισα στον πόνο
και πια δεν με πονάει τόσο
συνήθισα τα βράδια να αισθάνομαι πιο μόνη από κάθε άλλοτε
συνήθισα να συνδέω το κάθε μου πρόβλημα μαζί σου
συνήθισα να σε βλέπω να προχωράς
και να 'χεις φύγει μίλια πια μακριά μου
συνήθισα τα πάντα
να σε βλέπω με άλλους
να σε νιώθω να νιώθεις πολλά
όχι για 'μένα 
συνήθισα να μου λες λόγια που δεν αξίζω
συνήθισα να φεύγεις
συνήθισα να έρχεσαι
και να ξαναφεύγεις
και να ξαναέρχεσαι
συνήθισα να με πετάς απ' τη ζωή σου
μετά να μπαίνω πάλι σ' αυτήν
μετά ξαφνικά πάλι να με διώχνεις
συνήθισα, σου λέω τα πάντα
εκτός από ένα πράγμα...

Μη με κοιτάς σαν ξένη.

Να 'χεις στο βλέμμα σου εκείνο το κενό
σαν να συναντάς τυχαία μια παλιά γνωστή
ή μάλλον ακόμη χειρότερα
σαν μια άγνωστη που γνωρίζεις για πρώτη φορά
με στέρηση βεβαίως κάθε παραμικρού ψήγματος ενθουσιασμού... 

Μη με κοιτάς σαν ξένη.

Ίσως, βέβαια, το συνηθίσω κάποτε κι αυτό
σίγουρα θα το συνηθίσω
μα είναι που πιστεύω πως δεν έχεις το δικαίωμα
τόσα, βλέπεις, περάσαμε μαζί
και απορώ και πώς το καταφέρνεις... 


Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

Οι αιώνες του "χώρια"



  Καμιά φορά μετά από τόσες ώρες μιλάω, μόνη μου ασφαλώς, μόνο και μόνο για να σιγουρευτώ πως η φωνή μου ακόμη ακούγεται, πως ακόμη έχω φωνή. Μάλιστα μου κάνει εντύπωση η τόση σταθερότητα και ψυχραιμία της, μετά απ' όλα αυτά που έχουν γίνει, ύστερα από άπειρους λόγους να 'ναι μια φωνή τρεμάμενη κι αβέβαιη. Αυτά που λέει, βέβαια, την προδίδουν. Πάει κι έρχεται ο Θεός και σε 'μένα πάλι καταλήγει... Μου μιλά για τις ανησυχίες Του - ναι, μέχρι κι ο Θεός έχει τους φόβους του -, προσπαθεί να  μου εξηγήσει τους λόγους που μετά από τόσες αδικίες εις βάρος τόσων ανθρώπων, ακόμη θεωρείται δίκαιος. Τόσα χρόνια, ποτέ Του δεν τα καταφέρνει. Δεν με πείθει ούτε τόσο και, ίσα-ίσα, κάθε φορά που φεύγει, πιστεύω ακόμη περισσότερο πως είναι άδικος. Πως δεν είναι αλήθεια αυτό που λένε ότι όλα γίνονται για κάποιον λόγο: μια σύμβαση ανθρώπινη είναι, δημιουργημένη στο όνομα της αδυναμίας μας, για να 'χουμε μια ελπίδα πως δεν μας παρασέρνει η Τύχη στους δικούς της δρόμους. Για να 'χουμε πίστη σε κάτι που, κακά τα ψέματα, τελικά δεν υπάρχει...
  Να μοιάζει όλη σου η ζωή με μιαν ατέλειωτη αναμονή. Και, τελικά, να είναι όλη σου η ζωή μια ατέλειωτη αναμονή: μια προσδοκία ενός τηλεφωνήματος, μια προσμονή για κάτι καλύτερο, είτε άμεσα, είτε για το μακρινό μέλλον, δεν έχει σημασία, πάντα κάτι περιμένουμε, είμαστε πάντα ανίκανοι να αρκεστούμε στα νυν έχοντα, πάντα αναμένουμε κάτι και πάντα ούτε αυτό το κάτι - αν ποτέ του έρθει - είναι αρκετό και ύστερα προσμένουμε κάτι άλλο κι αυτό είναι η ζωή. - Και το αστείο είναι ότι, τελικά, δεν τηλεφώνησε ποτέ. - Ή περιμένουμε να τηρηθούν υποσχέσεις. Υποσχέσεις δύο ειδών: αυτές που μας έδωσαν ύστερα από παράκλησή μας - σαν να 'χαμε διαισθανθεί τρόπον τινά το τέλος και νιώσαμε ξαφνικά μια ανασφάλεια, μια ανάγκη να μας υποσχεθούν κάτι, για να ΄χουμε στους αιώνες του "χώρια" που θ' ακολουθήσουν κάτι να περιμένουμε - κι αυτές που μας έδωσαν με δική τους πρωτοβουλία, μάλιστα, θα 'λεγα, με μια σιγουριά, μια μάλλον άστοχη μεγαλορρημοσύνη: "Να το θυμάσαι, δεν θα σε ξεχάσω ποτέ μου!" Και δεν ξέρεις ποια απ' τις δύο αυτές κατηγορίες πονάει περισσότερο, ποια σου στοιχίζει τώρα, που φυσικά καμία απ' τις υποσχέσεις δεν τηρήθηκε, πιο πολύ. - Και το αστείο είναι πως, τελικά, σε ξέχασε. -
  Διαβάζεις και διαβάζεις και περιμένεις επιτέλους να βρεις μέσα από τα βιβλία σου το νόημα της ζωής, περιμένεις ν' ανακαλύψεις αυτό που θα σε κάνει έστω και λίγο ευτυχισμένη... Προσδοκάς να σου φανερωθεί επιτέλους αυτό το κάτι που κρύβεται πίσω απ' τις αράδες των λέξεων και εν τέλει ζητάς απ' τη λογοτεχνία σου να εκπληρώσει το χαμένο χρέος της ανθρωπότητας απέναντί σου. Και φυσικά κι εκείνη στέκεται ανήμπορη να το καταφέρει. Στους αιώνες του "χώρια" απ' τους οποίους διέρχεσαι κανείς δεν πληρεί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να σε βοηθήσει. Κι ύστερα, σε μιαν απελπισμένη σου προσπάθεια να βρεις λίγη ανακούφιση για την καρδιά σου, αλλάζεις για λίγο τρόπο ζωής. Και ψάχνεις πια απάντηση στα ξενύχτια, στην άρνηση κάθε παραμικρού ψήγματος ρομαντισμού και, τελικά, στην απόλυτη άρνηση κάθε αντίληψης που μέχρι τώρα είχες, κάθε τρόπου σκέψης σου, κάθε τρόπου ζωής σου. Μα ούτε εκεί βρίσκεις αυτό που έψαχνες και μένεις έτσι αλλαγμένη πλήρως και, για ακόμη μια φορά, δυστυχισμένη. Κι άντε να βρεις πάλι τον παλιό σου εαυτό...
  Κι όποιος γνωρίζεις σε απογοητεύει, αυτό είναι η ζωή. Από τον πιο ασήμαντο, ως τον πιο σημαντικό, από τον άντρα που δεν είδες παρά μόνο μια νύχτα, ως τον άντρα που ονειρεύτηκες για πατέρα των παιδιών σου, από 'κείνον που ξέχασες μέσα σε λίγες ώρες, ως εκείνον που θυμάσαι κάθε πρωί με το που ξυπνάς μέχρι και το βράδυ πριν σε πάρει ο ύπνος, από εκείνους που πέρασαν ως τον Έναν που αγάπησες, όλοι θα σε απογοητεύσουν. Και δεν ξέρεις πια τι σ' έχει πειράξει περισσότερο: η μία σου μεγάλη απογοήτευση, ή όλες αυτές οι μικρές απογοητεύσεις στο σύνολό τους, που μοιάζει τώρα πια θεόρατο; Ή αλλιώς, τι σε πληγώνει πιο πολύ: εκείνος ο Ένας που σε άφησε, που δεν κατάφερε ποτέ να σ' αγαπήσει, ή που δεν σε αγάπησε κανένας άλλος; Και τι θα 'θελες τώρα, αν σε ρωτούσαν, πραγματικά: Να σ' αγαπήσει Εκείνος, ή να σ' αγαπήσει κάποιος άλλος, κάποιος απ' τους αμέτρητους που γνώρισες έπειτα; Πώς θα όριζες εσύ την ευτυχία σου; Και, αν είχες βρει κάποιον άλλον να σ' αγαπάει, θα είχες ακόμη τα ίδια αισθήματα για κάτι το τόσο παλιό; Κακά τα ψέματα, αν δεν είχες δοκιμάσει όλες αυτές τις "μικρές" απογοητεύσεις, θα κατέληγες πάλι να κλαις για την "μεγάλη" απογοήτευσή σου; Αν δεν υπήρχαν όλες αυτές οι αφορμές να λυπηθείς καθημερινά για άλλα πράγματα, θα λυπόσουν τόσο συχνά για 'Κείνον; 
  Ζω στους αιώνες του "χώρια". Και το μόνο που ξέρω, είναι πως δεν ξέρω πια αν είναι αυτό που με πειράζει περισσότερο, ή όλα τα υπόλοιπα...

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Οι ποθητές εξαιρέσεις



Μου πήρε χρόνια για να καταλάβω
πως δεν γίνονται όλες οι ιστορίες ποιήματα
μου πήρε χρόνια για να καταλάβω
πως όσο πιο γρήγορα λέγεται κάτι
τόσο πιο γρήγορα θα αναιρεθεί...

Μου πήρε τόσο καιρό να δω
αλήθειες που από την πρώτη στιγμή μου χτύπαγαν την πόρτα
και χρειάστηκαν τόσες ημέρες για ν' ανακαλύψω
πως κι οι πιο γαλάζιοι ουρανοί
κάποτε γεμίζουν μαύρα σύννεφα...

Άλλαξα δεκαπέντε διαφορετικούς εαυτούς
για να καταλήξω στο ποια τελικά είμαι
κόντεψα μάλιστα απ' τις πολλές παραλλαγές
να χάσω το αληθινό "εγώ" μου...

Μα τελικά
οι άνθρωποι που μας αγαπάνε
με κάποιον τρόπο θα βρουν τον δρόμο τους
και θα 'ναι στη ζωή μας
εκτός βεβαίως κι αν εμείς τους εμποδίσουμε...

Και τελικά
οι άνθρωποι που αγαπάνε
με κάποιον τρόπο θα βρουν τον δρόμο τους
και θα αποδεχτούν επιτέλους αυτήν την όμορφη σκλαβιά
αυτήν την γλυκιά στέρηση κάθε ελευθερίας
που 'ναι η ίδια η αγάπη τους...

Αυτή είναι και θα 'ναι η αιώνια φυλακή τους
έμαθαν όμως τόσα ως τρόφιμοί της
που δεν της κρατούν κακία
και όπως όλα τα ακραία πράγματα
κι άκρως αντίθετα μεταξύ τους
κάποια στιγμή συναντώνται
- όπως η αγάπη και το μίσος -
και γίνονται ένα
έτσι κι αυτή η σκλαβιά
γίνεται τελικά η ανώτερη όλων ελευθερία τους...

Μου πήρε χρόνια για να καταλάβω
πως τελικά μοιρολατρούσα
και χρειάστηκε πολλή δουλειά με τον εαυτό μου
για να παραδεχτώ
πως ο κόσμος τελικά
σε ορισμένα θέματα
είχε δίκιο
και μπορεί να μην αναίρεσα την ατυχία για την οποία πάντα έκανα λόγο
ούτε απόψεις περί μοναξιάς και εγωισμού κι αγάπης
άριστα παγιωμένες
αλλά τι σημασία έχει να μένουν σταθερά κάποια (λίγα) πράγματα
όταν όλα τα άλλα αλλάζουν;

Μου πήρε χρόνια για να μετουσιώσω
την αθωότητα και τις καλές προθέσεις μου
σε ατέλειωτη καχυποψία απέναντι σε ό,τι έχει
- λέμε τώρα -
καρδιά και αναπνέει
και τώρα που το σκέφτομαι
δεν ξέρω τελικά ποιο απ' τα δύο με ωφέλησε περισσότερο
πότε ήμουν περισσότερο ευτυχισμένη...

Και μου πήρε όχι χρόνια
αιώνες (!)
για να ψυχολογήσω τους ανθρώπους
και τα ιδιοτελή τους κίνητρα
χωρίς ακόμη βέβαια να το 'χω καταφέρει πλήρως
απέκτησα όμως μια ιδέα παραπάνω πια
και δεν υπάρχει κάτι που να μην περιμένω
κάτι που να μου φαίνεται τώρα απίστευτο...

Όλα είναι πιθανά
και κάθε φορά που υψώνεις τα μάτια
και φωνάζεις
πως τίποτα δεν θα μπορούσε να πάει χειρότερα
με κάποιον τρόπο ο Θεός σου αποδεικνύει
πως πάντα κάτι υπάρχει που να μπορεί να πάει χειρότερα
και ίσως να μην έμαθα πώς ν' αλλάζω τέτοιες αποδείξεις Του
αλλά έμαθα τουλάχιστον να μην Τον προκαλώ...

Μου πήρε χρόνια για να μάθω
πως κι οι πιο όμορφες θάλασσες
κάποια στιγμή θα σε καταβροχθίσουν
πως και τα πιο ειλικρινή μάτια
κάποια στιγμή θα σου πουν ψέματα
πως και τα πιο ζεστά χέρια
κάποια στιγμή θα σε ρίξουν να πέσεις στο γκρεμό
πως και οι πιο "δικοί" σου άνθρωποι
κάποια στιγμή θα σε προδώσουν...

Μου πήρε χρόνια για να μάθω
πως και οι πιο ερωτευμένοι άνθρωποι
κάποια στιγμή θα γίνουν δύο ξένοι
και πως κι οι πιο "αλησμόνητες" αγάπες
κάποια στιγμή θα ξεχαστούν
για πάντα...

Κι όχι πως δεν τα 'χα φανταστεί όλα αυτά
απλώς τα είχα για μοναδικές, σπάνιες περιπτώσεις...

Αυτό που τελικά μου πήρε χρόνια για να καταλάβω
ήταν πως αυτά είναι οι κανόνες
κι όλα τ' άλλα
αυτά που ελπίζουμε να ζήσουμε
είναι απλά οι εξαιρέσεις...

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Τ' αναλφάβητα όνειρα - Νίκος Μυλόπουλος



Μελετώντας προσεχτικά του κορμιού σου τα λάμδα
Και τα δύο μετέωρα όμικρον στη βάση του στήθους
Επιμελώς εκπαίδευα τ' αναλφάβητα όνειρά μου
Ξόρκιζα έτσι το κακό καταργώντας τον θάνατο
Στοχαστής των ύστερων ερωτικών χρόνων
Ικέτης μιας πλανόδιας νυχτερινής προστασίας
Λάτρευα το υπέροχο άρωμα στο ύψιλον των περιπτύξεων
Διέτρεχα την ατέλειωτη γκάμα των ωρών πριν το ξημέρωμα
Με δυο φυλλαράκια μυρτιάς στων ματιών σου το λίκνισμα
Και με του φεγγαριού τη σκόνη στο σώμα σου απλωμένη
Ασύστολα να μ' ερεθίζει.


Από τη συλλογή "Όνειρα σε συνέχειες"


Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης - Οδυσσέας Ελύτης



Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.

Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη

Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.

Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.


Από τη συλλογή "Προσανατολισμοί"


Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Τουλάχιστον κοιτάζουμε τον ίδιο ουρανό



Τουλάχιστον κοιτάζουμε τον ίδιο ουρανό
Τώρα που δεν μας ενώνει τίποτα
Παρά μονάχα η θύμησή μου
Πρόσεξε την κτητική αντωνυμία
"Μου"
Όχι κοινή.

Μηδαμινή
Σιωπηλή.

Τουλάχιστον κοιτάζουμε τον ίδιο ουρανό
Τα βράδια που έχει σύννεφα ίσως μοιραζόμαστε την ίδια ανησυχία
"Θα βρέξει;"
Ελπίζω τουλάχιστον να κουβαλάς ομπρέλα
Μαζί σου.

Η σιωπή σου
Όλη δική σου.

Τουλάχιστον κοιτάζουμε τον ίδιο ουρανό
Και το κοινό μας εξακολουθεί να είναι η ανοησία μας
Η ευπιστία μας
Πάντα μας χαρακτήριζε αυτή η αλαζονική διάθεση
Για κάτι εξώκοσμο
Ποτέ δεν ήρθε
Ποτέ σε 'μας.

Θα ζήσω και χωρίς να μ' αγαπάς
Να με κρατάς.

Τουλάχιστον κοιτάζουμε τον ίδιο ουρανό
Αυτόν τον ίδιο που μου κάνει παρέα μαζί με την ησυχία σου
Τα τελευταία χρόνια
Αυτόν τον ίδιο που χορταίνει τη δίψα μου για μια στάλα συναισθήματος
Κάποτε, βλέπεις, υπήρξα και ρομαντική
Ποτέ δεν το ξεπέρασα τελείως.

Κι είσαι αστείος
Έτσι όπως στέκεσαι μακριά μου είσαι γελοίος.

Τουλάχιστον κοιτάζουμε τον ίδιο ουρανό
Κι αν δεν μιλάμε πια ποτέ
Κι αν είμαι σ' άλλη αγκαλιά κι ερωτευμένη
Κι αν δίνεις τα φιλιά σου αλλού κι αλλού μοιράζεσαι
Εύχομαι έστω να 'χεις μνημονεύσει δυο αστέρια
Ως την αγάπη μας
Και δυο γκρίζα σύννεφα ως το τέλος το δικό μας.

Μισό το "σ'αγαπώ" μας
Ανίκητο το "εγώ" μας.

Τουλάχιστον κοιτάζουμε τον ίδιο ουρανό
Τα αξημέρωτα βράδια που έχει πανσέληνο
Τα παραπονεμένα μάτια σου αντανάκλαση
Στο θολωμένο άσπρο της
Η σκληρή καρδιά σου ένα μικρό ράγισμα
Στο αδιάλειπτο λευκό
Βλέπεις, και το πιο δυνατό γυαλί - το φεγγάρι -
Κάποτε ραγίζει.

Απόψε πάλι η σιωπή σου θα με κοιμίσει
Κι αύριο θα με ξυπνήσει.





Κι απόψε πάλι η σιωπή σου θα με κοιμίσει...
Κι αύριο θα με ξυπνήσει...

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Δεν αφήνεις τέτοιο κορίτσι να σου φύγει



Ιδέα έχεις πόσο σ' αγαπούσε;
Της μιλούσαμε και το βλέμμα της πλανιόταν κάπου αλλού
Το σώμα της
- Στερημένο από έρωτα
Εξαιτίας της μοιραίας συνήθειάς της να θυμάται -
Ήταν εκεί και μαζί δεν ήταν
Ιδέα έχεις πόσο σε λάτρευε;

Και άντεξε πολύ έτσι χώρια και ταυτόχρονα μαζί σου
Να σ'αγαπάει και να σε μισεί
Να σε θυμάται και να σε ξεχνάει
Μα πιο πολύ να θυμάται ένα από 'σένα:
Πως την άφησες να φύγει.

Δεν αφήνεις τέτοιο κορίτσι να σου φύγει
Δεν αφήνεις τέτοιο στήριγμα ζωής να σπάσει ανεπανόρθωτα
Έκανε, δεν λέω, προφανώς
Κι εκείνη το λάθος της ζωής της που "διάλεξε" εσένα
Μα έκανες κι εσύ μεγάλο λάθος
Που την άφησες.

Και ίσως ποτέ να μην την αγαπήσεις
- Σίγουρα βασικά
Αφού δεν θ' αγαπήσεις κανέναν σου ποτέ -
Μα κάποτε θα σκεφτείς πόση ήταν η ανοησία σου
Να κάνεις τόσα λάθη έχοντας κάνει τόσο λίγα σωστά
Να πεις τόσα άσχημα έχοντας πει τόσο λίγα ωραία
Να νιώσεις τόσο λίγα έχοντας τόσο πολλή αχαριστία
Να τη διώξεις τόσες πολλές φορές έχοντάς την κρατήσει τόσες λίγες...

Μα...αλήθεια, ανόητε
Ρώτα όποιον θέλεις
Δεν αφήνεις τέτοιο κορίτσι να σου φύγει.


Σάββατο 11 Μαΐου 2013

Αθώος ένοχος - Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη


Ζεις στερημένος από την ηδονή της αμαρτίας.
Του πάθους, του άνομου.
Στην κρύα, επίπεδη καθημερινότητά σου
μπορείς ακόμα να ονειρεύεσαι.
Σημάδι ότι είσαι ζωντανός.

Ήθελες να ζήσεις ένα μεγάλο έρωτα
πριν γείρεις απ' τα χρόνια
όπως οι ήρωες στα μυθιστορήματα
όπως οι μελαγχολικές αέρινες γυναίκες
στο σινεμά.
Ήθελες τόσο να γίνεις ένας αθώος-ένοχος.
Να ψιθυρίζεις δήθεν συντετριμμένος

«Λυπάμαι τόσο,
δεν έπρεπε,
ήταν πάνω απ' τις δυνάμεις μου ...»

Να λυπάσαι τον εαυτό σου;
Όχι.
Να πανηγυρίζεις τον εαυτό σου.

Ήθελες ν' αποκτήσεις
ένα μπλε σημάδι στο λαιμό
ίχνος από ένα "λάθος"
που ποτέ δεν διαπράχτηκε.

Δαγκωματιά ενός ενείπωτου πόθου
ενός σπασμού
μιας δόσης από ένα μικρό θάνατο.
Ήθελες ...

«Ήταν ωραίο όσο κράτησε».
«Παρακαλώ ... τους τίτλους τέλους...»


Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

Είσαι κάτι πέρα από 'μένα - Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη



Έρχεσαι από μακριά
περήφανος σαν άτι
πέρα απ' τους λόφους με τα διοσμαρίνια,
ντυμένος με δαμασκηνά φλογάτα πέπλα δειλινού,
μουσκεμένος απ' αγάπη ως το κόκαλο.

Έρχεσαι φορτωμένος μ' αόρατους πίνακες
π' αστράφτουν μύρια χρώματα
στα μάτια σου
- σα δυο κομμάτια από ζαφείρι -
που μόλις ξέπλυνε μια δάκρυνη βροχή.

Σαν από πάντα να με γύρευες
με συναντάς μετά από χρόνια.
Τρέμω.

Μ' ένα σου βλέμμα μοναχά
- που ξεχειλίζει λόγια ανείπωτα -
της τέχνης σου το θάμβος ξεδιπλώνεις.

Κίτρινα ασφοδέλια σε μπλε βάζο
ένα ταγκό του δρόμου στη Γρανάδα
νούφαρα αχνογάλαζα σε λίμνη κύκνων
μια ινδουιστική θεότητα στο Νταίπούρ,
μια κατακόκκινη παλλόμενη καρδιά σε βωμό Μάγιας.

Αντέχω.

Δεν μπορώ πια να πάω αλλού
μόνο σε σένα έρχομαι.
Καταπάνω σου πέφτω
δίχως φρένο κανένα.

Στο κορμί σου προσκρούω τυφλά
σαν το βρέφος που τη μάνα γυρεύει.

Κάποτε ήμουν κούπα δίχως ράγισμα κανένα,
τώρα για κοίτα
γέμισα πληγές.

Είσαι κάτι πέρα από 'μένα.

Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

Μία απ' τις παραστάσεις



  Και να 'μαστε εδώ, να συνειδητοποιείς πως ό,τι κι αν πίστεψες ποτέ σου, ήταν ένα ψέμα. Κι ακόμη και οι πιο όμορφες στιγμές, αυτές που χρόνια τώρα μνημονεύεις ως τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής σου, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια φενάκη, μια απάτη καλοτυλιγμένη με τον μανδύα μιας αλήθειας που ήθελες να πιστεύεις. Αλλά που δεν ήταν η πραγματικότητα. Και να σου τώρα που έζησες για να σου τα αναιρέσουν όλα. Και το μόνο που έμεινε τελικά απ' όλα αυτά είναι η πικρή γεύση της κοροϊδίας στο στόμα, αυτό το κακόγουστο αστείο που λέγεται υποκρισία, αυτό το θέατρο που, όπως όλα τα θέατρα, έλαβε τέλος και η παράσταση δεν θα παιχτεί ποτέ ξανά πια. Κι έμεινες εσύ, θεατής στην ιστορία της ίδιας της ζωής σου, να απορείς από πού σου 'ρθε και να προσπαθείς να το συλλάβεις. Και το αστείο, το γελοίο, αν θέλετε, είναι πως κανείς δεν πρόκειται να σε καταλάβει. Και δεν μπορείς και να ζητιανέψεις αυτή τη φορά λίγη κατανόηση. Δεν ξέρεις ούτε κι αν εσύ η ίδια μπορείς να σε καταλάβεις, έτσι κι αλλιώς. Κι ούτε να απευθυνθείς σε αυτό το τόσο γνώριμο στα γραπτά σου δεύτερο πρόσωπο μπορείς, δεν σου βγαίνει πια, δεν έχεις δύναμη να βάλεις την γραμματική κατάληξη που απαιτείται. Σε τέτοιες περιπτώσεις έτσι κάνουν οι άνθρωποι σαν εσένα, το ρίχνουν στις θυμοσοφίες και μιλούν γενικά κι αόριστα για κάτι το τόσο ειδικό και συγκεκριμένο. Δεν πειράζει, ας είναι. Ας είχες την ελπίδα πως απλά αλλάξανε τα πράγματα, κι όσο κι αν δεν ήταν και το καλύτερό σου, τουλάχιστον κάπως σε παρηγορούσε: προϋπέθετε, βλέπεις, ότι υπήρχαν. Ενώ αναιρώντας τα τώρα όλα, τίποτα δεν υπήρχε. Στο μυαλό σου ήταν όλα, σ' αυτήν την ξελογιάστρα κι άκαρδη φαντασία σου. Κανείς δεν άλλαξε, κανείς που ξέρεις, κανείς στον κόσμο ολόκληρο δεν άλλαξε ποτέ!! Όσοι είναι τώρα κάτι διαφορετικό, απλά τόσο καιρό προσποιούνταν. Δεν υπάρχουν αλλαγές, δεν υπάρχουν τροποποιήσεις... Καταπίεση της αλήθειας του καθένα υπάρχει, ψέμα υπάρχει, θέατρο υπάρχει, παραστάσεις καλοσχεδιασμένες, ανόητο κρυφτούλι μέχρι τελικής πτώσεως, που ενέχει τόσους κινδύνους κι απλά τους παραβλέπει, και κάποια στιγμή μοιραία αποκαλύπτεται η πραγματικότητα που λάμπει σαν χρυσό φλουρί μέσα στα σκουριασμένα σύρματα όλων όσων έχτισες πάνω στα ψέματα, και καθηλώνεσαι και προσπαθείς να τη συλλάβεις. Και τελικά δεν υπάρχουν παραλλαγές του ίδιου ανθρώπου, όπως νόμιζες, δεν υπάρχουν διάφορες πλευρές του, πιθανώς αντιφατικές μεταξύ τους, όπως μάλλον σε βόλευε να πιστεύεις, δεν υπάρχουν πολλοί εαυτοί: Τελικά πάντα ένας εαυτός του ήταν: ο άλλος. Απλώς εσύ άργησες πολύ να το μάθεις. Απλώς εσύ τελευταία πάντα μαθαίνεις ό,τι περισσότερο σε αφορά. Ίσως και γιατί μόνο εσύ πιστεύεις τόσο ότι σε αφορά. Κι όλοι οι υπόλοιποι απλώς δεν μπορούν να εξηγήσουν την τόση υπερβολή σου. Κι ούτε κι εσύ η ίδια έχεις πολλά πρόσωπα και πολλούς χαρακτήρες κι ας έδειξες τελευταία κάμποσους: μία είσαι, κι όλα τ' άλλα είναι οι παραστάσεις σου, όπως οι παραστάσεις που όλοι οι άνθρωποι καθημερινά δίνουν. Μία απ' τις παραστάσεις. Από τις πολλές. Μάσκες που κατασκευάσαμε με προσοχή στην εντέλεια, για να ταιριάζουν γάντι στο ένοχο πρόσωπό μας. Δεξιοτέχνες, σωστοί γλύπτες! Κι έτσι ζήσαμε, ώσπου ήρθε μια μέρα που αποκαλύφθηκαν όλα. Κι όσα ήταν τα ωραία λόγια, όσα ήταν τα μετανιωμένα λόγια, όσα ήταν αυτά που άκουσες και σ' έκαναν να χαμογελάσεις, τόσα ακριβώς ήταν και τα ψέματα! Όσα αγάπησες, τόσα ήταν και τα ψέματα! Ας είναι. Πρώτη φορά που μίσησες τόσο πολύ την αλήθεια. Και πρώτη φορά που ξαφνικά κατάλαβες πως δεν ήταν ούτε αυτή ο εχθρός σου, ούτε ο χρόνος, όπως πάντα λανθασμένα νόμιζες, ούτε ο εαυτός σου, ούτε οι αλλαγές, ούτε καν η ανυπαρξία αμοιβαιότητας που τόσο σου έχει στοιχίσει: Ένας άνθρωπος είναι ο εχθρός σου, ένας άνθρωπος γεννήθηκε για να 'ναι πάντα εχθρός σου, κι ας είσαι, κι ας μην είσαι κι εσύ δικός του εχθρός, δεν έχει καμία σημασία, ένας και μόνο συγκεκριμένος άνθρωπος γεννήθηκε για να σου κάνει κακό, γεννήθηκε για να σε καταστρέψει και να φύγει και να σου μάθει να σιχαίνεσαι και να γίνεσαι κάτι άλλο, ή, πιο σωστά, να αποκαλύπτεις κι εσύ αυτό που πάντα τελικά ήσουν. Και τελικά λάθος έκανες: δεν σου 'κανε περισσότερο κακό απ' ό,τι καλό στη ζωή σου αυτός ο άνθρωπος...Σου 'κανε μόνο κακό. Μόνο.


Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Δώσε μου ένα κομμάτι ανάσταση



  Τώρα που οι καρδιές κρυώσαν και το κεράκι έλιωσε, τώρα που ζύγωσε η ώρα της αιώνιας αποχώρησης - ή μάλλον που έχει ήδη φτάσει, απλά της βάζουμε τη μάσκα του προσωρινού, με μιαν ελπίδα ίσως πως δεν θα κρατήσει για πολύ -, τώρα που οι άνεμοι ησύχασαν και μας αφήνουνε ν' ακούσουμε ολοκάθαρα τις νεκρώσιμες καμπάνες της αγάπης μας, δώσε μου ένα κομμάτι ανάσταση, για να λυτρώσω κάπως τις ψυχές μας. Έτσι κι αλλιώς χαμένος δεν θα βγεις, πρώτα τη δική σου θ' αναστήσω μ' όσο άγιο φως μου μένει, κι ύστερα θα κοιτάξω την δική μου. Δώσε μου μονάχα ένα κομμάτι ανάσταση, που εσύ την έχεις όλη, για να ζεστάνω κάπως κι εγώ την καρδούλα μου απ' τα τόσα βαριά λόγια και τις συγχωρέσεις τις ανείπωτες. Δώσε μου μια στιγμή εξιλέωσης, όχι χάρισμα, απλά επιστροφή δανεικών, αφού τόση έχω σπαταλήσει στο παρελθόν εγώ για 'σένα. Κι αυτή τη στιγμούλα, θα δεις, θα την αναγάγω στο άπειρο και θα στη δώσω πίσω στο τριπλάσιό της. Μονάχα δώσε μου την τώρα που την έχω ανάγκη και δεν έχω τίποτα, σαν χαρτοπαίκτης που χρειάζεται κάτι λίγα για να ποντάρει και να πιάσει την καλή. Μονάχα που εγώ σίγουρα θα την πιάσω, δεν είμαι θολωμένη απ' το πάθος μου εγώ, ψύχραιμη είμαι κι απόλυτα λογική. Δώσε μου, λοιπόν. Πριν με πετάξεις γι' ακόμη μια φορά έξω από τη ζωή σου, κάνε μου ένα ύστατο δώρο. Στο κάτω-κάτω μου το χρωστάς, από ευγένεια και μόνο οφείλεις... - ω, συγγνώμη, τίποτα ποτέ δεν μου χρωστάς εσύ. Εγώ είμαι αυτή που χρωστάω θυσία ολόκληρη ζωή και πάλι δεν είναι αρκετή. Εγώ είμαι αυτή που σ' έχω αναστήσει χωρίς να 'ναι της ώρας και σ' έχω βάψει κόκκινο χωρίς να το ζητήσεις - μα, αυτό ήταν το λάθος μου: χωρίς να το ζητήσεις. Δώσε μου λοιπόν ένα κομμάτι ανάσταση, να μη σβήσει το φως απ' το καντήλι μας. Γιατί αν σβήσει, πού να τρέχεις μετά να βρεις λαμπάδες να μοιραστούν το φως τους μαζί σου; Δύσκολοι καιροί για να πάρεις και να δώσεις, δύσκολοι για να φωτίσουνε τα αισθήματα κι οι άνθρωποι που τείνουν να τα αποκτήσουν.
  Θυμάμαι πόση εντύπωση μου είχε κάνει εκείνο το πρώτο Πάσχα, όταν ήμουν μικρή, το πώς από ένα κεράκι ανάβουν εκατομμύρια λαμπάδες και φωτίζεται η νύχτα, το πώς η φλόγα είναι σαν την αγάπη: αντί να λιγοστεύει, όταν τη μοιράζεσαι, πολλαπλασιάζεται. Γι' αυτό δώσε μου τώρα ένα κομμάτι ανάσταση, πριν οι μέρες φύγουνε για πάντα και μας αφήσουν μόνο μια πικρή αίσθηση όλων αυτών που ξεστομίσαμε κι όλων αυτών που κρατήσαμε μέσα μας για πάντα. Δώσε μου την ανάσταση που δικαιούμαι, το κομμάτι της που μου αντιστοιχεί στη μοιρασιά, πριν να 'ναι πολύ αργά για όλους μας. Μ' όλες τις αναμνήσεις σου που αντέχεις να 'χεις ακόμη, μ' όλες αυτές που χρόνια με τα χρόνια θα σβήσουν και θα ξεχαστούν για πάντα, νιώσε με έστω για λίγο για δικό σου άνθρωπο, παραδέξου έστω πως δεν ήμουν πάντα μια ξένη, έστω κι αν τώρα αυτό είμαι, και κάνε μου μια χάρη, από σέβας, αν θες, στο παρελθόν που μοιραστήκαμε, όπως μοιράζονται χιλιάδες πιστοί το άγιο φως της ανάστασης. Πριν γίνουμε δυο ολότελα άγνωστοι για όλη την υπόλοιπη ζωή μας, πριν πέσουν τα πυροτεχνήματα απ' τον ουρανό να μας κάνουν ολοκαύτωμα - πόσο τα φοβόμουν πάντα -, πριν λησμονηθεί κι η τελευταία ανάμνηση του έρωτα που τολμήσαμε να πούμε πως είχαμε, πριν η ιστορία μας ξεχαστεί για πάντα, δώσε μου ένα κομμάτι ανάσταση, στο κάτω-κάτω έτσι, για να πω πως κάτι μ' ωφέλησες κι εσύ στη ζωή μου...