Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Τι να γράψω;



Είχα κι εγώ μια ευχαρίστηση
Συνήθεια πες το, αν θες
Είχα τέλος πάντων μιαν ασχολία
Και μου τη στέρησες κι αυτή.

Γιατί τι να γράψω;
Που τέλειωσαν μέχρι κι οι λέξεις
Που να μπορούν να περιγράψουν
Τόση αδικία, τόσο παράπονο.

Τι να γράψω;
Που τα δάκρυα στέρεψαν
Και που πια δεν υπάρχει τίποτ' άλλο
Να μου μένει να πω.

Τι να γράψω;
Που επαναλαμβάνω τα ίδια
Που επαναλαμβάνομαι η ίδια
Κι έχει καταντήσει πια κουραστικό.

Τι να γράψω;
Που ξέμεινα από χαρακτηρισμούς
Και ξέμεινα από χαρακτήρες
Με τους οποίους να μπορώ να σε παραλληλίσω.

Τι να γράψω;
Που βαρέθηκαν όλοι πια να διαβάζουν τα ίδια και τα ίδια
Κι αν συγκινούνται, από ευγένεια το κάνουν
Ίσως και από συμπόνια.

Τι να γράψω;
Που έσβησε και το τελευταίο άστρο μας
Το τελευταίο αποδεικτικό στοιχείο του έρωτά μας
Η τελευταία ανάμνηση της ιστορίας μας.

Τι να γράψω;
Που έφτασα να ντρέπομαι για 'σένα
Και να σε μισώ
Που δεν χωράει πια η γη άλλο ένα "γεια" μας.

Τι να γράψω;
Που θαρρείς πως εξαντλήσαμε τις ανούσιες συζητήσεις
Που δικαιούται ο κάθε άνθρωπος
Και τώρα πια δεν έμεινε ούτε μια κουβέντα ν' ανταλλάξουμε.

Ούτε μια.

Τι να γράψω;
Που οι ώρες που σε σκεφτόμουνα επαναστήσανε
Και τώρα δεν έχω ούτε ένα δευτερόλεπτο για να σε θυμηθώ
Ούτε μια τόση δα στιγμούλα να σε αγαπήσω.

Τι να γράψω;
Που όχι ο κόσμος
Ούτε εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε με το μέρος μας
Ούτε εμείς δεν το θέλουμε να ζήσει κάτι απ' όλο αυτό.

Τι να γράψω;
Που μόνο για 'σένα έγραφα όμορφα
Και τώρα αδράνεια και απραγία και λευκές σελίδες
Που τώρα τίποτα δεν έχω πια να γράψω.

Τι να γράψω;
Που δεν έχω πια τίποτα να πω για 'σένα
Και τίποτα να πω για 'μας
Τι να γράψω, που όλα άλλαξαν μονάχα για να μείνουν ίδια

Και όλα τα έζησα μονάχα για να μην τα ξαναζήσω
Που όλα τα αγάπησα μονάχα για να έρθει η στιγμή να τα μισήσω
Και όλα τα έδωσα μονάχα για να μου τα φέρουν πίσω
Που όλα στα 'πα μονάχα για να μην έχω λέξεις να σου ξαναμιλήσω 

Και όλα τα 'γραψα μονάχα για να μην έχω πια τίποτα άλλο στο χαρτί ν' ακουμπήσω...


Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Άθελά μου - Αικατερίνη Πεφάνη




Ερωτεύτηκα ξανά εσένα ηδονιστικά με τη σκέψη μου
Ακουμπώντας τα ακροδάχτυλα κάπου βαθιά στην πληγή σου
Ερωτεύτηκα κορμιά ανδριάντων
με μυρωδιές ξεχασμένες μα μόνο εσένα ήθελα
Ερωτεύτηκα το αίμα που κυλούσε καυτό μέσα μου
κι έγινα ξανά συνειδητό μέλος της δημιουργίας
Ερωτεύτηκα τη ματιά σου άθελά μου
κι αναδρομικά ζήλεψα όλα τα κοριτσίστικα κορμιά
που ζωντάνεψες

Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Ζητείται Έρως Άχαρης Αρχής



Αναρωτιέμαι
αν οι μεγάλοι έρωτες
αυτοί που έγιναν βιβλία
για να τα διαβάζουν οι θνητοί
και να ζηλεύουν
θα μπορούσαν ποτέ να ξεκινήσουν
κομμάτι ταπεινότερα
κάπως πεζά, αν θέλετε,
κι αντιρομαντικά:
Χωρίς χορούς στις μεγάλες βεράντες παλατιών
χωρίς φιλιά που ξυπνάνε από ληθάργους
χωρίς τη μαγεία
το πυροτέχνημα.

Γι' αυτό και ζητώ από 'σας μια πολύτιμη βοήθεια
και σας καλώ προς αναζήτηση
στα μεγάλα βιβλία των αέναων ερώτων
έστω και των πιο ασήμαντων
για κάποια περίπτωση
που είχε ένα ξεκίνημα
θα έλεγα πιο άχαρο
πιο ρεαλιστικό, για να το θέσω πιο κομψά,
πιο κυνικό, θα μπορούσα ακόμη
αυστηρότερα
να πω.

Ώστε
αν υπάρχει λοιπόν έστω και μια τέτοια περίπτωση
έρωτα αρχής άχαρης
να μπορώ κι εγώ να ελπίζω
πως κάτι προσφάτως παρουσιασθέν
κομμάτι αντιποιητικό
πιο "πρακτικού" επιπέδου
υπάρχει μια πιθανότητα
κάποτε
να γίνει κι αυτό
ένα ρομαντικό
έστω κι απ' τα πιο ασήμαντα
έστω κι απ' αυτά που μένουν πάντα άγραφα
παραμύθι.

(Αν πάλι όχι, πείτε το μου. Μπορώ ν' αντέξω και χωρίς αυτό.)



Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Μια λέξη παραπάνω



Μια λέξη παραπάνω
αλήθεια, δεν κάνει τη διαφορά
και ένας δείκτης στο ρολόι φέτος
δεν αρκεί ν' αναστήσει τα χαμένα 
ανάμεσά μας.
Και δεν θα μπορέσει φέτος η άνοιξη
ν' ανθίσει ξανά τα ξεριζωμένα λουλούδια μας
κι όσα μαράθηκαν από καιρό δεν θα 'ναι ποτέ πια όπως πριν
τίποτα δεν θα 'ναι όπως πριν
το νανούρισμα, οι προσευχές των παιδικών μας χρόνων
όλα συγκεχυμένα 
κι ανεξίτηλα 
ακριβώς τις στιγμές εκείνες που δεν πρέπει να 'ναι ανεξίτηλα
και ξεχασμένα 
ακριβώς τις στιγμές εκείνες που πρέπει να τα θυμηθούμε.

Και δεχόμαστε τελικά
όλα αυτά που δεν μπορούμε ν' αλλάξουμε
και με τον καιρό τ' αγαπάμε σιγά-σιγά
τ' αγαπάμε, ναι!
αυτά που μέχρι χθες μισούσαμε.

Τραγούδια από κήπους μυστικούς
και μελωδίες που αγαπήσαμε μα ξεχάσαμε μεγαλώνοντας
όλα ξεθωριάζουν σαν τον έρωτα,
σαν τις θύμησες,
σαν τα πρώτα χτυποκάρδια που ορκιζόσουν πως ποτέ δεν θα ξεχνούσες.
Κι αγαπάμε μεγαλώνοντας
και μεγαλώνουμε αγαπώντας
όπως τα παιδιά που χτυπάνε κι ύστερα από λίγο ούτε που το θυμούνται
κι ας τους στοίχισε αυτή η λήθη μερικά δάκρυα παραπάνω
μονάχα που για 'μας αυτό το "λίγο" είναι λιγάκι περισσότερο
κι έχει μια διάρκεια επιεικώς επώδυνη
μα τελικά τι σημασία έχει;
Μία
και δύο λέξεις παραπάνω
δεν θα κάνουν τη διαφορά. 

Και γελάς και σπαταλάς το γέλιο σου σαν να 'ναι άφθονο
όταν είσαι ευτυχισμένος
και κλείνεις τα μάτια για να μην δύναται καμία άλλη αίσθηση να σου πάρει αυτή τη χαρά
θαρρείς και θα σου περιόριζε η όραση τούτη την ευτυχία 
και χορεύεις στη βροχή σαν να ξέχασες την ομπρέλα σου
κι ας την έχεις αφήσει στεγνή κι ανέγγιχτη στην τσάντα
αγνοώντας πως κι εσύ κάποια στιγμή έτσι θα καταλήξεις:
στεγνή κι ανέγγιχτη
(θα έπρεπε τουλάχιστον να της έδειχνες μια κάποια συμπόνια).

Μα δεν το 'κανες τότε. 
Τότε γέλαγες με μια καρδιά όλο αισθήματα
αγνά κι αθώα και καμπυλωτά
σαν το χαμόγελό σου.
Και μια λέξη παραπάνω
αλήθεια, δεν έχει σημασία πια
γιατί ο χρόνος που πέρασε είναι τόσο πολύς
που έπαψαν οι μονάδες του να έχουν σημασία
κι ο λόγος 
κι αυτός μια μονάδα του χρόνου είναι
αφού με λόγια αγαπάμε
και με λόγια χωρίζουμε
στο πέρασμα των χρόνων μας
όλα με λόγια.

Μα το να γράφεις πως γύρισε
δεν τον έκανε τελικά ποτέ να γυρίσει
και το να κλείνεις τα μάτια σου 
δεν σε άφησε τελικά να μη δεις
όσα πιθανώς 
όχι πως δεν ήθελες
απλώς δεν ήσουν έτοιμη ακόμη να δεχτείς. 
Κι έτσι τα είδες
ίσως μια προσπάθεια εθελοτυφλίας να πραγματώθηκε αρχικά
μα εν τέλει τα 'δες και τα καμάρωσες
και σιγά-σιγά τ' αγάπησες
μέσα από τα παθήματά σου
έδειξες κατανόηση και στα παθήματα των άλλων
βρήκες την ανεκτικότητα που ποτέ δεν είχες
και τ' αγάπησες. 

Και τώρα φοβάσαι
χαμογελάς μα φοβάσαι να ερωτευτείς
αυτό το καινούριο, το αλλοτινό, το ξένο για 'σένα
που έρχεται
αυτό το καινούριο που ήρθε
και σου θυμίζει τις ζεστές μέρες του φθινοπώρου
και τα παγωτά που σ' άρεζε να τρως κάνοντας βόλτα στα ίδια και τα ίδια μέρη
γιατί αυτά τα μέρη έμαθες κι αυτά αγάπησες
γιατί αυτά γνώρισες και αυτά έχεις συνηθίσει.
Κι οι θάλασσες και τα αεροπλάνα που ποτέ σου δεν ταξίδεψες
και τα 'βλεπες απλώς να φεύγουν
και σ' έπιανε εκείνο το ανερμήνευτο σφίξιμο στην καρδιά
και οι μυρωδιές από κολόνιες μάλλον γνώριμες που έφταναν στη μύτη σου τυχαία στο δρόμο
και σ' έπιανε ξαφνικά μια θλίψη που δεν μπορούσες ούτε να την καταλάβεις
ούτε να την εξηγήσεις
κι όλα τα βράδια που σαν πλάγιαζες ένιωθες πως κάτι λείπει
κι όλα αυτά που διάβαζες και σ' έκαναν να δακρύσεις
κι όλα τα λόγια που είπες και δεν εννόησες
κι εκείνα που δεν είπες και θες ακόμη να τα πεις
αυτά σου φέρνει στο μυαλό τούτο το καινούριο.
Μα μια λέξη παραπάνω
δεν κάνει τη διαφορά
κι αναρωτιέμαι δια αυτού γιατί τότε να την ξεστομίσεις
αφού δεν πρόκειται ν' αλλάξει τίποτα. 

Και με τον καιρό έχεις πια αλλάξει
κι έγινες κάτι πια τελείως διαφορετικό
που στην αρχή σε τρόμαζε
μα σιγά-σιγά το συνηθίζεις
και σιγά-σιγά τελικά τ' αγαπάς κι αυτό
όπως αγάπησες όλα αυτά που έμαθες
με τη γνωστή σου προσπάθεια
να μην κρίνεις ό,τι δεν καταλαβαίνεις
γιατί τελικά γεννήθηκες για ν' αγαπάς
κι αυτό ξέρεις να κάνεις
κι έλεγες πως το χειρότερο απ' όλα είναι αυτή η απώλεια του όμορφου "εγώ" σου
μα τελικά ίσως και να 'ναι αυτός ο λόγος που τα πέρασες όλα αυτά
κι ίσως να 'ταν γραφτό ν' αλλάξεις
ίσως πάλι και να μην άλλαξες
να βρήκες απλά τώρα τον αληθινό εαυτό σου. 

Γιατί, τελικά, δεν ξέρω αν ξέρεις ποιος στ' αλήθεια είσαι
μέχρι να χάσεις αυτό που είσαι...

Κι άλλωστε πάλι, μια λέξη παραπάνω
αλήθεια, δεν κάνει τη διαφορά
κι ένα "συγγνώμη" γιατί στο καλό να το πεις
αφού δεν πρόκειται ν' αλλάξει τίποτα...



Παρασκευή 12 Απριλίου 2013

Θα περάσω να σε πάρω κατά τις 7



Θα περάσω να σε πάρω κατά τις εφτά
εκείνη είναι περίπου η ώρα
που δυο ερωτευμένοι αρχίζουνε την αλλαγή του κόσμου.

Θα περάσω να σε πάρω κατά τις εφτά
θέλω να πάμε κάπου ήσυχα
να μπορώ να ακούσω τι φωνάζουν τα μάτια σου για 'μένα.

Θα 'ναι οργή; Θα 'ναι συγχώρεση
αυτό που μήνες τώρα μου επιφυλάσσεις;
Μόνο αν σε κοιτάξω κι αν κρατήσω τα χέρια σου θα καταλάβω.

Κι εσύ θα περιμένεις μια υπόσχεση έστω και εκ των υστέρων
κι εγώ τότε θα προτείνω να ξαναπροσπαθήσουμε
κι εσύ δεν θα μπορείς να κρύψεις τη χαρά σου.

Έτσι θ' αρχίσει ξανά η ιστορία μας
σχεδόν σαν να μην τέλειωσε ποτέ
σχεδόν σαν να μην της είχα βάλει ποτέ τόσο άδοξα ένα τέλος.

Κι ό,τι κι αν έχεις να μου πεις
πόσο σε πλήγωσα, πόσο ράγισα την καρδιά σου
ξέρω πως, σαν κοιτάξεις το καθαρό μου βλέμμα, δεν θα πεις τίποτα.

Θα περάσω να σε πάρω κατά τις εφτά
οι άνθρωποι που αγαπιούνται δεν πρέπει να μένουν χώρια
περίπου τέτοια ώρα ξανασμίγουν και ερωτεύονται ξανά, απ' την αρχή.

Θα είσαι όμορφη, όπως πάντα
πάντα όμορφη γίνεσαι για 'μένα
μόνο για 'μένα πάντα όμορφη γίνεσαι.

Θα περάσω να σε πάρω κατά τις εφτά
τούτη η άνοιξη λένε θα είναι βροχερή
πρέπει να την περάσουμε μαζί.

Θα περάσω να σε πάρω κατά τις εφτά
ας αγαπηθούμε προς το παρόν παράφορα
και τον χειμώνα βλέπουμε.

Χαμογέλα λοιπόν εσύ απ' το πρωί χωρίς να σταματάς
και νιώσε ευτυχισμένη τη στιγμή εκείνη που σε κοιτώ ερωτευμένος
λιώσε λοιπόν από χαρά, καθώς μυρίζεις μετά από τόσους μήνες πάλι την κολόνια μου.

Ζήσε, ανόητη, τη στιγμή αυτή
αυτό το δίκαιο απόγευμα του Μάρτη
σαν να 'ναι το τελευταίο δίκαιο απόγευμα στη γη!

Ζήσε, τυφλωμένη, τις τελευταίες αυτές μέρες ευτυχίας
κι αμιγούς έρωτα
σαν να 'ναι οι τελευταίες μέρες της ζωής σου.

Θα περάσω να σε πάρω κατά τις εφτά
θα ζήσουμε μαζί για κάποιους μήνες
και κάθε μέρα θα με αγαπάς όλο και περισσότερο.

Ώσπου στο τέλος δεν θα υπάρχει άλλο ν' αγαπήσεις
και τότε - γιατί πρέπει κάτι απαραιτήτως να αισθάνεσαι -
θα αρχίσεις να πονάς. 

Θα περάσω να σε πάρω κατά τις εφτά
θα περάσουμε μαζί αυτή την άνοιξη, άντε και ένα καλοκαίρι
κι ύστερα δεν υπόσχομαι πια τίποτα για 'μας.

Θα περάσω να σε πάρω κατά τις εφτά
θα γίνουμε ο ένας κομμάτι της ζωής του άλλου
και θα πεθάνουμε, μια νύχτα, από έρωτα κι ανόητη ευτυχία.

Θα περάσω να σε πάρω κατά τις εφτά
κι ύστερα από λίγους μήνες θα τελειώσουμε κι εμείς
όπως τόσοι και τόσοι ανόητοι που νόμιζαν πως ο έρωτας κρατά τάχα για πάντα.

Θα περάσω να σε πάρω κατά τις εφτά
θα με κάνεις αγάπη της ζωής σου
κι ύστερα εγώ, έτσι απλά, θα φύγω απ' αυτήν, χωρίς ούτε ένα "αντίο" σωστό.

Θα περάσω να σε πάρω κατά τις εφτά
υπόσχομαι.
Αυτό που δεν μπορώ να υποσχεθώ είναι να σ' αγαπήσω.

Θα περάσω να σε πάρω κατά τις εφτά
κι όταν εσύ, ανόητη, με λατρέψεις όσο δεν λάτρεψες κανέναν
όταν εκπληρώσεις την παλιά σου υπόσχεση και μ' αγαπήσεις πιο πολύ κι απ' τη ζωή σου

εγώ θα σ' αφήσω τότε πίσω μου και θα προχωρήσω μπροστά
εγώ τότε θα σ' εγκαταλείψω γιατί θα θυμηθώ πως τελικά δεν είσαι αυτό που έψαχνα
εγώ θα φύγω και θα σ' αφήσω μάταια να με περιμένεις κάθε χρόνο τέτοια μέρα στις εφτά.

Θα περάσω να σε πάρω κατά τις εφτά
ποιος μπορεί, προς το παρόν, να προβλέψει πόσες πληγές θα σου αφήσω στην καρδιά;
Πόσα κομμάτια θα σε σπάσω, πόσο θα σε λυγίσω λίγο καιρό μετά;

Θα περάσω να σε πάρω κατά τις εφτά
κι αφού κι εσύ θα κάνεις το 'λάθος" να με ακολουθήσεις σ' αυτή την ήσυχη, μικρή βόλτα
ποιος άλλος θα σου φταίει αργότερα, όταν θα σου ξεριζώσω, κάποιο φθινόπωρο, την καρδιά; 

Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Το χαλί

                             




Στο πάτωμα γονάτισε
Στο ίδιο που περπάτησε
Εκείνος που αγαπούσε...
Τα βήματα ψηλάφισε
Που άθελά του άφησε
Και πίσω τον γυρνούσε...


Και το χαλί είναι απάλό
Κι είναι το χέρι της ζεστό
Κι είναι το άγγιγμα 
Γλυκό σαν προσδοκία...
Τη νανουρίζει η επαφή
Καθώς νικά με την αφή
Του κόσμου την κακία...


Στο πάτωμα γονάτισε
Στο ίδιο που προσπάθησε
Να περπατήσει μόνη...
Μα η δύναμη που φύλαγε
Στην άκρη παραφύλαγε
και τώρα τη σκοτώνει...


Στο πάτωμα κοιμήθηκε
Και ξέρει πως νικήθηκε
Στο δρόμο για τη νίκη...
Τουλάχιστον το όνειρο
Στον κόσμο τον παμπόνηρο
Για πάντα της ανήκει...


Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητρούλα


(Ακόμη ακουμπώ τα βήματά σου στο χαλί μου...Ακόμη.)


Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Όταν είμαι μαζί σου



Χοντρές ψιχάλες πέφτουν στα μάτια μου
Δυο τρύπες γεμάτες κενό τα δικά σου
Δε νιώθεις
Δεν αισθάνεσαι
Μονάχα πιάνεις.

Και δεν σ'ερωτεύομαι
Δεν είσαι εσύ που θέλω
Ερωτεύομαι μια ιδέα του να 'μαι μαζί σου
Τελείως διαφορετική.

Βρέχει τώρα
Σου λέω "Πιο σιγά" κάθε δέκα μέτρα με τη μηχανή
Μικρή είναι η απόσταση, έτσι κι αλλιώς
Απ' την αστυνομία μέχρι το σπίτι σου - πάλι πίσω.

Σταματάς και περιμένεις να κατέβω
Δείχνεις να κάνεις υπομονή
Ύστερα λες "Θα τα πούμε"
Αν πέρασες πολύ καλά πετάς και ένα "Σύντομα"
Και πατάς το γκάζι.

Κι εγώ;
Πάλι τα ίδια
Περπατάω στα τακούνια μου
Κι ακόμη με πονάνε οι παλάμες σου στο σώμα μου
Και φτάνω, έτσι χαμένη ώρες τώρα, σπίτι.

Μα δεν είναι το σπίτι
Σπίτι είναι εκεί που αγαπάς κι εκεί που σ' αγαπάνε
Εδώ μονάχα βρέχει
Και με βροχή και μ' ήλιο, βρέχει.

Τώρα σε θέλω
Σε θέλω τόσο που νομίζω πως ξεχνάω τι πραγματικά θέλεις εσύ
Κι αυτό το πάθος μας πώς να τ' απογυμνώσω από κάθε αίσθημα;
Με τρομάζει μα ταυτόχρονα μ' αρέσει αυτή η επαφή.

Βρέχει τώρα
Κι εσύ στη μηχανή σου
Σκέφτομαι να σου πω να προσέχεις
Δεν το κάνω
Φοβάμαι μήπως καταλάβεις πως νοιάζομαι.

Μα εσύ δε νιώθεις
Εσύ δε νοιάζεσαι, δεν αισθάνεσαι, δεν ερωτεύεσαι
Εσύ πιάνεις μονάχα, δεν αγγίζεις
Εσύ δεν θα με καταλάβεις όσο κι αν μ' αγγίξεις.

Και δεν φοβάμαι εσένα τόσο
Εμένα φοβάμαι
Γιατί δεν είμαι πια εγώ
Καμία σχέση δεν έχω με 'μένα
Ούτε τόσο δεν μου μοιάζω, όταν είμαι μαζί σου.

Και μ' αρέσεις εσύ
Αλλά δεν μ' αρέσω εγώ όταν είμαι μαζί σου. 

Ήρθες πάλι, φορώντας το κράνος σου
Βλέπω κάπου χωμένες τις καστανές τελείες που δεν αισθάνονται
Ή αλλιώς τα μάτια σου
Κι αναρωτιέμαι: όταν χαμογελάς, αλήθεια σου φαίνομαι γλυκιά;
Αλήθεια σου φαίνομαι αστεία;
Ή είναι κάποια υποχρέωση που αισθάνεσαι απέναντί μου
Για να μπορείς την επομένη να με προσκαλέσεις πάλι;

Ή με το που βάζεις πάλι μπρος ξεχνάς τ' όνομά μου;
Αυτό που μόλις λίγο πριν φώναζες στο σκοτάδι
Και πόσα ονόματα τέλος πάντων φωνάζεις;
Πόσες είναι εκείνες που ακούνε τα ίδια λόγια απ' τα χείλη σου;

Βρέχει τώρα
Περιμένω στο γνωστό σημείο τον ήχο απ' το γκάζι σου
Τον ήχο της καταστροφής κάθε ρομαντισμού
Που κάποτε είχα
Ο ίδιος ήχος είναι, αυτό θέλει να μου φωνάξει.

Κι έρχεσαι
Περιμένω το προβλέψιμο χαμόγελό σου
Το χαμόγελο της επικείμενης μεταβολής μου σε κάτι άλλο
Που κάποτε δεν ήμουν
Και τελικά αναρωτιέμαι: τώρα τι είμαι;
Ποιος από τους δύο μου εαυτούς;
Και πόσο τέλος πάντων μπορεί να διαρκέσει μια θολή ανάμνηση
Απ' ό,τι ήμουν κάποτε;

Και η βροχή σταμάτησε
Υγροί οι δρόμοι κι εγώ βγαίνω απ' το σπίτι σου σχεδόν ντροπιασμένη
Θα στεγνώσουν σε λίγο, όπως στέγνωσα κι εγώ
Στέγνωσα από κάθε αίσθημα
Με πήρε μαζί της η στάση ζωής σου
Κι έγινε και δική μου, χωρίς να με ρωτήσει.

'Φταίγαν βέβαια και κάτι συγκυρίες
Κάτι ατυχίες που μου έλαχαν και μ' έκαναν τώρα έτσι
Δεν το αρνιέμαι
Μα πάλι, μαζί μου θυμώνω.

Και μ' αφήνεις πάλι στην αστυνομία
Και φεύγεις πάλι λέγοντας τις ίδιες φράσεις
Και μιλάμε όντως πολύ σύντομα
Και πολύ σύντομα ξανασυναντιόμαστε
Και έτσι ζούμε, χωρίς να νιώθει ο καθένας τίποτα από τον άλλον...

Και τελικά
Ερωτεύομαι εσένα
Μα σιχαίνομαι εμένα όταν ξαπλώνω μαζί σου.


Και μ' αρέσεις εσύ
Αλλά δεν μ' αρέσω εγώ όταν είμαι μαζί σου...




Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

To Κατερινάκι άλλαξε



Το Κατερινάκι άλλαξε.
Θυμάμαι πόσο ευτυχισμένη ήταν τότε
όλο χρώματα φορούσε, όλο λουλούδια στα μαλλιά,
στα σγουρά μαλλιά - τότε έτσι τα 'κανε, συνέχεια - ,
χαμογελούσε σαν μωρό που του παίρνουν τις καραμέλες του,
καραμέλες βουτύρου, που εν τέλει δεν τις έτρωγε,
τις κράταγε για 'κείνον...

Το Κατερινάκι άλλαξε.
Ακόμη φέρνω στο μυαλό μου τι μας έλεγε τότε,
για τα παιδιά που θα 'κανε μαζί του,
πώς ήθελε να τ' ονομάσει,
μα και πως αν εκείνος ήθελε αλλιώς, δεν θα την πείραζε,
ανησυχούσε για το πόδι του,
φαινόταν στα μάτια της το άγχος όταν μιλούσε γι' αυτό,
μα κυρίως γελούσε, όλο γελούσε...

Τώρα, τους τελευταίους καιρούς, άλλαξε.
Τότε δεν ψώνιζε τόσο πολύ. Δεν διάβαζε τόσο πολύ.
Τα νεύρα της ποτέ δεν ήταν έτοιμα για φασαρία.
Κι αν αδικούταν απ' τον κόσμο, γελούσε πάλι, δεν την ένοιαζε.
Τίποτα δεν την ένοιαζε, μόνο εκείνος.
Ετοιμαζόταν για 'κείνον, μόνο για 'κείνον,
να 'ναι όμορφη, για να τον κάνει πάλι να χαμογελάσει,
κανόνιζε το χαρτζιλίκι της σύμφωνα με τις βόλτες τους...

Το Κατερινάκι άλλαξε.
Σαν να φοράει τώρα περισσότερο το μαύρο,
σαν να 'ναι τα μαλλιά της πάντα αφημένα ίσια, βαρετά,
θαρρείς και έφυγαν από τα μάτια της τα χρώματα,
τα μπλε, τα κίτρινα, τα πράσινα μολύβια της,
σαν να νευριάζει ευκολότερα, σαν να 'χει στα μάτια της κάτι ολότελα άλλο...

Άλλαξε.
Ιδρώνει τώρα λιγότερο, μιλάει λιγότερο για το φεγγάρι,
ακόμη κι όνειρα είναι φορές που νομίζω πως κάνει λιγότερα.
Ανησυχεί, βέβαια, το ίδιο για 'κείνον, αν είναι καλά,
αν πονάει, αν περπατάει άνετα,
μα δεν το λέει πια, δεν τ' αναφέρει.
Ψωνίζει συνέχεια, διαβάζει συνέχεια,
μιλάει για κρεβάτια, σαν να 'ναι για 'κείνη σημαντικά...

Μα εγώ θυμάμαι πως κάποτε δεν ήταν,
πως κάποτε δεν την ενδιέφεραν καθόλου,
τίποτα σαρκικό δεν έλεγε,
μόνο, αν μετράει τούτο, μίλαγε για τα σημάδια που άφηνε στο σώμα της,
σαν να 'τανε το πιο όμορφο σημείο πάνω της
ή και η πιο τρανή απόδειξη του πάθους του για 'κείνη.
Μα μόνο αυτό, τίποτ' άλλο σαρκικό δεν την ενδιέφερε,
όχι σαν τώρα που μόνο τούτες τις επαφές έχει στο στόμα της
και κάνει τάχα την ενθουσιασμένη...

Το Κατερινάκι μας άλλαξε.
Έσβησε εκείνη η φλόγα του κοριτσιού που θα τα κάνει όλα για 'κείνον απ' τα μάτια της,
έσβησε εκείνο το χαμόγελο που άνοιγε τους ουρανούς από τα χείλη της,
χάθηκαν πια τα ωραία λόγια που συνήθιζε να λέει,
για παραμύθια και μεγάλους δράκους και πρίγκιπες,
για τον πρίγκιπά της που είναι τυχερή, λέει, που τον βρήκε,
για αστέρια, παραλίες, τριαντάφυλλα, παγκάκια...

Το Κατερινάκι άλλαξε.
Και απ' όλες η πιο απάνθρωπή της αλλαγή είναι μία:
πόσο ρομαντική ήταν κάποτε, πόσο διάβαζε για έρωτες σε βιβλία,
πόσο έβρισκε ακόμη και στα πιο απλά κάτι συγκινητικό
και πόσο τώρα και στα πιο ρομαντικά δεν βρίσκει τίποτα άξιο συγκίνησης.
Πόσο μίλαγε για την ουτοπία μιας παντοτινής αγάπης
σαν να 'τανε δεύτερη φύση της
και πόσο τώρα δεν μιλά ποτέ ούτε για έρωτα,
πόσο δεν αναφέρει τίποτα για ευαισθησίες, αισθήματα, "ποτέ" και "πάντα".
Πόση αισιοδοξία έχασε μέσα στη θάλασσα του πεσιμισμού και της απώλειας...

Αυτή είναι η πιο τρομακτική της αλλαγή.
Κι έτσι το Κατερινάκι μας έχει γίνει πια μια άλλη.
Μονάχα καμιά φορά - πάω στοίχημα - θυμάται τον παλιό της εαυτό,
μονάχα τότε, κλεισμένη σπίτι της,
γράφει τα παράπονά της στο χαρτί και τα κάνει πικραμένα ποιήματα,
γράφει πόσο άδικα πιστεύει ότι της φέρθηκε,
πόσο δεν άξιζε αυτά που πήρε, πόσο πονάει, πόσο κλαίει σιγανά ακόμη,
μονάχα την στιγμή εκείνη που γράφει έχει κάτι απ' το παλιό Κατερινάκι,
ή όταν διαβάζει κάποιο γράμμα από παλιά, ή ακούει κάποιο τραγούδι απ' την παλιά ζωή της
και ίσως για λίγο να θυμάται, ίσως πάλι και όχι,
μα σίγουρα σαν έρθει το επόμενο πρωί είναι και πάλι αλλιώς,
όπως έγινε τώρα που έχει αλλάξει,
και δεν είναι πια το κοριτσάκι που έγραφε στίχους
κι έψαχνε λέξεις να κάνει ρίμα όλη μέρα στο σχολείο
και δεν είναι πια το αθώο κορίτσι που τραγούδαγε στο διάλειμμα τον έρωτά της,
που έκοβε κλαράκια απ' τις αμυγδαλιές και τα έμπλεκε στα μαλλιά της,
που περπατούσε πλάι του και μιλούσε για 'κείνον πιο περήφανη απ' τον καθένα,
που αγάπησε,
που αγάπησε τόσο πολύ κάποιον,
που δεν έπρεπε ποτέ της ν' αγαπήσει...


Κι έτσι το Κατερινάκι μας έχει πια μείνει μισή. 
Κι όχι επειδή έχασε εκείνον: 
επειδή, κυρίως, έχασε ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού της.
Που ποτέ δεν θα γυρίσει...
Το πήρε μαζί του ο άνθρωπός της, φεύγοντας... 
Κι αυτό είναι το χειρότερο απ' όλα όσα της έχει κάνει...