Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Η κυρία Έρση κοιμάται - Ν. Γ. Πεντζίκης



  Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ, βυθίζει σ' ύπνο την εγωιστική συνείδηση. Και πάλι τούτο δεν γίνεται απότομα, με μιας, αλλά κατά στάδια. Υπάρχουν στάδια και φάσεις στην απώλεια, στο σβήσιμο της ατομικής συνείδησης, όσες είναι οι βαθμίδες στην περιλάλητο κλίμακα του Ιακώβ. Γεγονός πάντως είναι ότι όλα αυτά αναπτύσσονται μέσα στο κυανό χρώμα της οράσεως. Ο ήλιος κατά τη διαδρομή του στο θόλο, δηλαδή στο δρόμο που ορίζουν περιδινούμενες οι αισθήσεις μας στην ακινησία του, εκεί που μεταπίπτει από θέση σ' αντίθεση, δυο φορές κάθε εικοσιτετράωρο, κατά την λαμπρά ανατολή και το ένδοξο βασίλεμα, μας παρουσιάζει σαφή δείγματα εξελίξεως από την αιματόχρου κόκκινη αίσθηση, στο κίτρινο και κυανό. Όσοι λεπταίσθητοι εκτιμούν τις αποχρώσεις των αισθημάτων, αυτές τις δυο ώρες βρίσκουν άπειρα σημεία συσχετίσεως. Άλλη είναι όμως η πορεία εκτιμήσεως και αντιλήψεως των αναλόγων σημείων συσχετίσεως, αποκλειστικώς μέσα στο κυανό. Η συσχέτιση ανάμεσα στην άμεση πολυχρωμία και τις ανάλογες θέσεις που αναπτύσσονται στο μπλε αποκλειστικά, οδηγεί σε παρεξηγήσεις ώστε πολλοί να μιλάν για μονοτονία, όσον αφορά τον ουρανό, ή να αρνιέται την ορατότητα στη νύχτα. Βέβαια δεν πρόκειται να επαναλάβω το λάθος τον ρομαντικών, που συγκινημένοι από το χρωματικό μυστήριο της νυκτός, ισχυρίσθηκαν και προσπάθησαν να διακρίνουν το φως της με τα μάτια ανοιχτά. Βλέπουμε μην μπορώντας να δούμε, με τα μάτια κλειστά, το φως και τις αποχρώσεις της νυκτός. Η νύχτα κατέβηκε πάνω στα βλέφαρα της κυρίας Έρσης - άσχετα με την καλοκαιριάτικη λιόχαρα μέρα που μεσουρανούσε έξω απ' το αισθητό σώμα της - της στιγμή που ένιωσε σάμπως αποκλεισμένη, σάμπως μέσα σε μια αδιέξοδη κάμαρη δίχως πόρτα, τη διάθεσή της, το κέφι της, την ορμή της προς τη ζωή. Σιγά σιγά μέσα στο σκότος που άρχιζε να επικρατεί, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει από την εικόνα που έβλεπε του εαυτού της,όχι πια μόνο τα ενδύματα και τη σημασία τους, που τα 'χε άλλωστε αποβάλει όταν ξαπλώθηκε γυμνή, εγκαταλειμμένη μ' εμπιστοσύνη στον ήλιο, να ζεστάνει την ψυχρή μοναξιά της σάρκας της, να της αλλάξει το χρώμα, προφυλάγοντας μονάχα το κεφάλι της, κάτω από μια ψάθα κίτρινη, πλεγμένη από τα ίδια χορτάρια που βάζουν για μαλλιά οι πρωτόγονοι στα ξόανα ή στις μάσκες, για την παρουσίαση των αεί εόντων επουρανίων, στους επιχθονίους βροτούς, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει και πολλά ακόμα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, την ελιά στο λαιμό, όπου ο Παύλος, τον καιρό του μεγάλου τους έρωτα, προτιμούσε να την φιλά περισσότερο, τέλος πάντων, όλα εκείνα τα μοιασίματα, που καθώς την έπαιρνε στην αγκαλιά του, του ενέπνεαν τα πιο τρυφερά επίθετα, περιστέρι μου, γατάκι μου. Τίποτα, κανένα απ' αυτά δεν έβρισκε πια στον εαυτό της.
σα να της κόπηκε κι έπεσε και χάθηκε, δεν είχε πια ούτε το μικρό στραβούτσικο δάχτυλο του αριστερού της χεριού, που ακριβώς γιατί ήταν έτσι, ο Παύλος έλεγε ότι τ' αγαπούσε περισσότερο και το φιλούσε από τ' άλλα δέκα φορές πιο πολύ. Τα μάτια της μια στιγμή τα 'χασε κι αυτά. Είδε το χρωματιστό τους κύκλο ν' ανεβαίνει κατά πάνω και να κρύβεται κάτω από τα βλέφαρα, αφήνοντας πίσω του μια αγαλμάτινη σιωπή. Όταν επανήλθαν τα μάτια της ήταν άλλο πράγμα, σαν ψεύτικα, λόγω που δεν σάλευαν με το τίποτα, με ακτίνα οράσεως προσηλωμένη αδιάκοπα στο ίδιο σημείο. Τότε εξήγησε και γιατί τα μάτια των Αγίων, στις Εικόνες μέσα στους Ναούς, φαίνεται να σε παρακολουθούν παντού όπου πας, όπως δεν μπορεί να κάμει ένα φυσικό μάτι. Σε λίγο όμως και αυτά τα μάτια χάθηκαν και τη θέση τους πήρε μια πεταλούδα, που με τα φτερά της έθεσε τέρμα στην αντίθεση ανάμεσα στους δύο δέκτας της οράσεως που επέμεναν ο ένας να βλέπει μαύρο κι ο άλλος άσπρο. Πούθε ήρθε αυτή η πεταλούδα; Διερωτόνταν και σκεφτόταν. Θυμήθηκε το χέρι της. Κάποια στιγμή συντριβής ανάμεσα στις σκληρές αντιθέσεις της οράσεώς της, το είχε δει να πιάνει και να ζυμώνει τα σύννεφα, πλάθοντας την αίγλη ενός προσωπικού ηλιοβασιλέματος. Τα πόδια της τότε έσμιξαν, κόλλησαν οι κνήμες και οι μηροί. Το σώμα της το είδε να επιπλέει σα νούφαρο, φύλλο και άνθος μαζί στην ανήσυχη επιφάνεια μιας θάλασσας που το κατέτρωγε. Δεν έμεινε παρά ένα υπόλοιπο σπογγώδες στη θέση του κεφαλιού και για άκρη του ποδιού ένα θαλασσινό χτένι. Ακόμα ωστόσο ένιωθε τη σκληράδα του τείχους ενός κάστρου, που την ξεχώριζε από το νερό και δεν την επέτρεπε να διαλυθεί. Στενοχώρια δεν ένιωθε καμιά, γιατί κάτω από το κεφάλι της, είχε ένα μαξιλάρι μαλακό, καμωμένο από καλά λόγια. Δεν τρόμαξε σαν είδε, από την πολυχρωμία των συγκεχυμένων σχημάτων του ηλιοβασιλέματος, που γύρευαν να πλάσουν σάρκα και μέναν καπνός, να ξεπροβάλουν ξάφνου, και να χυμήξουν πάνω στο στήθος της, κάτι άγρια πουλιά. Το 'να κατόπι απ' τ' άλλο ερχόντουσαν και θήλαζαν τη ρώγα του βυζιού της. Όταν πια ύστερ' από ώρα έφυγαν τα πουλιά, δεν είχε μαστούς, δεν είχε στήθος και ρώγα, όπου βυζαίνει το νεογνό και τελειοποιείται σε άνθρωπο. Στη θέση τους απόμεινε μια πεταλούδα. Αυτή είχε αντικαταστήσει τώρα τα μάτια της. Δεν την ενοχλούσαν πια οι επίμονες ερωτήσεις, τι είναι ο άνθρωπος; Ευθεία, τεθλασμένη ή καμπύλη; Σχήμα κλειστό σαν αυγό ή αυγό ανοιχτό από κάποια μεριά; Αν είναι σπασμένο το αυγό και χύνεται, τότε πώς μπορεί να είναι ένα ο κορμός με τα πόδια και τα χέρια; Και το κεφάλι; Πώς φυτρώνει αυτή η απόφυση πάνω στο συμπαγές σχήμα; Ή μήπως είναι κάτι ψεύτικο το κεφάλι που βιδώνεται μετά τη φυσική γέννηση; Δεν ήθελε, δεν είχε ανάγκη να ξέρει. Δεν ρωτούσε πια. Άκουσε μια φωνή. Αυτή ήταν η Έρση. Ίσως μια σταγόνα δροσιάς, οτιδήποτε, το δεχόταν. Το είχε δηλώσει επίσημα. Μπροστά σε ιερείς και παιδιά που κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες και γύριζαν γύρω γύρω σα να χόρευαν, συμπαρασέρνοντας κι αυτήν στον χορό, και πηδούσε αυτή που όλος ο κόσμος τη θαύμαζε, ρίχνοντάς την λιθάρια, βροχή από λόγια γλυκά. Έβλεπε την τελετή των γάμων της και το χέρι του ανδρός που την κράταγε, ώστε να μην πέφτει και τσακίζεται, εκεί που πηδούσε σα να 'χε φτερά. "Το θέλω, το δέχουμαι ", απάντησε όταν την ρώτησαν. Αλλά τι την είχαν ρωτήσει; Όχι ό,τι συνήθως ρωτάν στους γάμους, αλλά αν παραδεχόνταν να γίνει άλλο πράγμα απ' ό,τι ήταν, να μεταμορφωθεί. Κι όταν το δέχτηκε η πεταλούδα που 'ταν στα μάτια της, σήκωσε τα φτερά της και ξεσκέπασε την στεγνή κοίτη τους, όπου σαν από θαύμα άρχισαν ν' αναβλύζουν αστείρευτα δάκρυα. Έκλαιε, έκλαιε ώσπου από τα δάκρυα πλημμύρισαν οι αδειανές κόγχες, και τα μάτια της ξανά ανάτειλαν, σαν δυο πυρήνες κυττάρων σε οργασμό αναπλάσεως και πολλαπλασιασμού, σχηματίζοντας τις πλασματικές ατράκτους της καρυοκίνησης με τους πεταλοειδείς διαχωρισμούς των χρωμοσώμων και τις μετακινήσεις τους από τους δυο πόλους, προς τη νέα κοινή μεμβράνη του διαχωρισμού που επιβάλλει η ζωή. Τότε ένιωσε πραγματικά και τον Παύλο δίπλα της, που έσκυβε και της φιλούσε τα βλέφαρα.



 Από το έργο Το Μυθιστόρημα της Κυρίας Έρσης, του Ν. Γ. Πεντζίκη



Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Προσωπικό - Μιχάλης Γκανάς



Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο.

Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως, σαν καθετί που ανασαίνει.

Επειδή περνάς δύσκολες μέρες
σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς
που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω
τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,
δε θα πει πως δεν έχουμε
μοίρα στον ήλιο, έχουμε
τη δική μας μοίρα.

Επειδή πότε είσαι άνθρωπος
και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας
ψωμάκια μικρά της αποδημίας
κι ελπίζουνε τα παιδιά μας
σε καλύτερες μέρες.

Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι
και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι
για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,
μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,
αν αλλάζαμε θα ‘μαστε πάλι
δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε
απ’ το άλφα.

Τώρα ξέρουμε πού πονάς
πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,
διακοπή αίματος και κρυώνουν
τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό
να φορτίσει πάλι τα μέλη
με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.

Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς
και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο
για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά
και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη
κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές
και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά
και καμένα, θέλοντας ο καθένας
να ‘ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο
και πηγή, κατά τις περιστάσεις
ή και όλα μαζί στην ανάγκη,
δε θα πει πως εγώ δε μπορώ
να γίνω κάτι απ’ όλα αυτά ή και όλα μαζί,
κι αν είναι να περάσω
μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.



Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

Όταν βλέπεις τα μάτια μου - Λουκάς Θεοδωρακόπουλος



Όταν βλέπεις τα μάτια μου να σκοτεινιάζουν
κι ακούς το αίμα στις φλέβες μου
να κατεβαίνει βουίζοντας.
Όταν αντί να μιλήσω
βλέπεις σφαγμένα πουλιά
να φράζουν το στόμα μου
κι ακούς τις μαύρες νυχτερίδες
να ρημάζουν το κέντρο μου.
Όταν στην άκρη του πνιγμού
στο έλεος του πανικού
ικετεύω -
ω μη θυμώνεις άγγελε μη με σπρώχνεις.
Κάμε φωλιά το χέρι σου
και σκέπασέ με...