Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Το όνομά μου - Οδυσσέας Ιωάννου



Και τώρα πρέπει να βρω δυο λόγια να σου πω.
Τις βρήκα έτοιμες τις λέξεις. Δεν έφτιαξα καμμία μόνη μου. Αυτό είναι άδικο για σένα. Θέλω να βρω κάτι που να είναι μόνο για σένα. Να μην χωράνε μέσα τόσοι και τόσοι. Δεν ήσουνα σαν τόσους και τόσους.
Δεν θέλω να σε ντύσω με φορεμένα ρούχα. Φθαρμένους αγκώνες και γόνατα, θα΄ναι σαν να σε ντύνω με λυγίσματα, σαν να προδίδω πως εγώ τουλάχιστον σε είχα δει να κλαις. Γιατί να τους το πω; Θα καίγονται να μάθουν πως ήσουν ίδιος με κείνους, πως δεν ήσουν δα και κάτι διαφορετικό. Δεν θα τους αφήσω να σε θυμούνται στα μέτρα τους. Αν δεν πονάνε κάθε φορά, αν δεν τους σκοτώνει που δεν σε έζησαν, που δεν ήταν εκείνοι αυτό που ήμουν εγώ για σένα, που δεν θα γίνουν ποτέ αυτό που ήσουν εσύ για μένα, ας μην σε θυμούνται καθόλου.


Στον δρόμο, φεύγοντας, σταύρωσα με δύο παιδιά. Το ένα σου έμοιαζε, σε εκείνη την φωτογραφία με τους γονείς σου σε μία θάλασσα που δεν θυμόσουν.

Και με ρώτησαν: “τι τον είχες;”
Ρώτησαν εμένα τι σε είχα!

Τους είπα πως ήσουν το όνομά μου.
Από δω και πέρα πια, μπορούν να με φωνάζουν όπως θέλουν.



Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Ερμηνεία: Νατάσσα Μποφίλιου
Δίσκος: Πρώτες Λέξεις 

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Αναπήρων πολέμου - Στ. Σταυρόπουλος



Αλίμονο σ’ εμάς με τη σκανδάλη στα μάτια
Γιάννης Βαρβέρης

Έχω πρηστεί απ’ τα ποιήματα
Φύονται εκεί που δεν τα σπέρνει κανείς
Με τη διαδικασία του επείγοντος
One burbon one scotch one beer
Σελιδοδείκτης
Στη ραγδαία επιδείνωση
Της απουσίας σου

Θα χρειαστώ αντιφλεγμονώδη
Εκτός και αν
Οι εξετάσεις αίματος
Δείξουν πάλι εσένα



Από τη συλλογή Δυο μέρη σιωπή, ένα μέρος λέξεις

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Τοπία του τίποτα - Αντ. Φωστιέρης



Ξανά το σήμερα κι η σπάθη του αμετάθετου
Ξανά η άβυσσος του νου.
Δεν έχει εντέλει τίποτα
Πραγματικά δικό της
Μια μικρή στιγμή;
Κάτι δανείζεται απ’ το πριν
Κάτι απ’ το αύριο
Το ξεπληρώνει
Με το υστέρημα του άλλου.
Αέρινη
Κι όμως πατάει στο στήθος σου ατσάλι -
Έτσι ακριβώς
Όπως το σύμπαν περισφίγγει:
Ατσάλινο.
Γεμάτο τρύπες από θάλασσες κενού
Τοπία του τίποτα
Να πλέουν μέσα τους νησάκια νετρονίων
Και γαλαξίες. Ευφάνταστη
Φενάκη τού ορατού
Στη φτερωτή
Μπαγκέτα ενός ιλίγγου.

Που ηλεκτρισμένη
Μεταμφιέζει το μηδέν
Το πουθενά
Και το ποτέ

Σε κόσμο.




Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Δάκρυσες - Β. Λεοντάρης



Δάκρυσες - κι' έβρεχε όλη μέρα
ξεχείλισαν οι στέρνες και τα λούκια
λάσπωσαν γλάστρες, λάσπωσαν μπουμπούκια
και των ματιών μου λίγο η ξέρα.

Απ' των χεριών σου την βεντάλια
το φως ανόρεχτα λιποταχτούσε.
Πως θέλαμε η πόρτα να χτυπούσε
να στρίβαμε ίδια τα κεφάλια...

Πριν μας αγιάσει το άρωμα σου
μας πήραν τη γιορτή, την πήραν ίσκιοι
κι' όταν αργά των αστεριών οι μίσχοι
άρχισαν να λυγούν προς την καρδιά σου

τρόμαξα. Τι μας πέθανε εδώ μέσα;
κι' ευθύς το φως σηκώθηκα ν' ανάψω
ώρες πολέμαα κάτι να σου γράψω

Δάκρυσες - κι' έβρεχε όλη μέρα...




Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Γυναίκες - Γ. Ρίτσος



Είναι πολύ μακρινές οι γυναίκες. Τα σεντόνια τους μυρίζουν καληνύχτα.

Ακουμπάνε το ψωμί στο τραπέζι για να μη νιώσουμε πως λείπουν.

Τότε καταλαβαίνουμε πως φταίξαμε. Σηκωνόμαστε απ' την καρέκλα και λέμε:
«Κουράστηκες πολύ σήμερα», ή «άσε, θ' ανάψω εγώ τη λάμπα».

Όταν ανάβουμε το σπίρτο, εκείνη στρέφει αργά πηγαίνοντας
με μιαν ανεξήγητη προσήλωση προς την κουζίνα. Η πλάτη της
είναι ένα πικραμένο βουναλάκι φορτωμένο με πολλούς νεκρούς -
τους νεκρούς της φαμίλιας, τους δικούς της νεκρούς και τον δικό σου.

Ακούς το βήμα της να τρίζει στα παλιά σανίδια
ακούς τα πιάτα να κλαίνε στην πιατοθήκη κι ύστερα ακούγεται
το τραίνο που παίρνει τους φαντάρους για το μέτωπο.


Από τη σειρά Παρενθέσεις

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Ύβρις - Γεωργία Δρακάκη



Έκανα μαζί του έρωτα
Kαι πριν το τσιγάρο
Προσέλαβα εργάτες για την ανοικοδόμηση
ενός γιγάντιου Αριθμού 2 στο έξω τείχος της ψυχής
Ατσάλι τους είπα
Και Πέτρα τους είπα
Μα σάρκα μπάζωσαν και αίμα ράντισαν
Γυμνή εγώ
Στα δικά του σεντόνια
Άκουσα τα δικά μου τραγούδια και
Τις δικές μου προτάσεις διάβασα και διάβηκα
Εκπυρσοκροτώντας τη σφαίρα του ονόματός σου
Στον γκρίζο της καρδιάς του δρόμο
Ξανά και ξανά και
ξύπνησα μες στον ιδρώτα των ονείρων του
Κι έβαλα τα χέρια μου στις τσέπες τις δικές του
Να μην μου τα κλέψει ο άνεμος και τα στείλει στο πρόσωπό σου
Τον άφησα να ράψει πάνω στο δέρμα μου το μέλλον του
Και πήρε αμπάριζα η βελόνα λιγάκι παρελθόν
Πέταξε τις κλωστές μέσα στα μάτια μου
Τυφλωμένη, σου λέω, υποταγμένη σε κάποιου δαίμονα βούληση θεία
Άρχισα να γράφω κατά παραγγελία του
Εκεί αυτός να γίνεται η νέα μου η έμπνευση ολοένα



Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Η κυρία Έρση κοιμάται - Ν. Γ. Πεντζίκης



  Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ, βυθίζει σ' ύπνο την εγωιστική συνείδηση. Και πάλι τούτο δεν γίνεται απότομα, με μιας, αλλά κατά στάδια. Υπάρχουν στάδια και φάσεις στην απώλεια, στο σβήσιμο της ατομικής συνείδησης, όσες είναι οι βαθμίδες στην περιλάλητο κλίμακα του Ιακώβ. Γεγονός πάντως είναι ότι όλα αυτά αναπτύσσονται μέσα στο κυανό χρώμα της οράσεως. Ο ήλιος κατά τη διαδρομή του στο θόλο, δηλαδή στο δρόμο που ορίζουν περιδινούμενες οι αισθήσεις μας στην ακινησία του, εκεί που μεταπίπτει από θέση σ' αντίθεση, δυο φορές κάθε εικοσιτετράωρο, κατά την λαμπρά ανατολή και το ένδοξο βασίλεμα, μας παρουσιάζει σαφή δείγματα εξελίξεως από την αιματόχρου κόκκινη αίσθηση, στο κίτρινο και κυανό. Όσοι λεπταίσθητοι εκτιμούν τις αποχρώσεις των αισθημάτων, αυτές τις δυο ώρες βρίσκουν άπειρα σημεία συσχετίσεως. Άλλη είναι όμως η πορεία εκτιμήσεως και αντιλήψεως των αναλόγων σημείων συσχετίσεως, αποκλειστικώς μέσα στο κυανό. Η συσχέτιση ανάμεσα στην άμεση πολυχρωμία και τις ανάλογες θέσεις που αναπτύσσονται στο μπλε αποκλειστικά, οδηγεί σε παρεξηγήσεις ώστε πολλοί να μιλάν για μονοτονία, όσον αφορά τον ουρανό, ή να αρνιέται την ορατότητα στη νύχτα. Βέβαια δεν πρόκειται να επαναλάβω το λάθος τον ρομαντικών, που συγκινημένοι από το χρωματικό μυστήριο της νυκτός, ισχυρίσθηκαν και προσπάθησαν να διακρίνουν το φως της με τα μάτια ανοιχτά. Βλέπουμε μην μπορώντας να δούμε, με τα μάτια κλειστά, το φως και τις αποχρώσεις της νυκτός. Η νύχτα κατέβηκε πάνω στα βλέφαρα της κυρίας Έρσης - άσχετα με την καλοκαιριάτικη λιόχαρα μέρα που μεσουρανούσε έξω απ' το αισθητό σώμα της - της στιγμή που ένιωσε σάμπως αποκλεισμένη, σάμπως μέσα σε μια αδιέξοδη κάμαρη δίχως πόρτα, τη διάθεσή της, το κέφι της, την ορμή της προς τη ζωή. Σιγά σιγά μέσα στο σκότος που άρχιζε να επικρατεί, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει από την εικόνα που έβλεπε του εαυτού της,όχι πια μόνο τα ενδύματα και τη σημασία τους, που τα 'χε άλλωστε αποβάλει όταν ξαπλώθηκε γυμνή, εγκαταλειμμένη μ' εμπιστοσύνη στον ήλιο, να ζεστάνει την ψυχρή μοναξιά της σάρκας της, να της αλλάξει το χρώμα, προφυλάγοντας μονάχα το κεφάλι της, κάτω από μια ψάθα κίτρινη, πλεγμένη από τα ίδια χορτάρια που βάζουν για μαλλιά οι πρωτόγονοι στα ξόανα ή στις μάσκες, για την παρουσίαση των αεί εόντων επουρανίων, στους επιχθονίους βροτούς, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει και πολλά ακόμα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, την ελιά στο λαιμό, όπου ο Παύλος, τον καιρό του μεγάλου τους έρωτα, προτιμούσε να την φιλά περισσότερο, τέλος πάντων, όλα εκείνα τα μοιασίματα, που καθώς την έπαιρνε στην αγκαλιά του, του ενέπνεαν τα πιο τρυφερά επίθετα, περιστέρι μου, γατάκι μου. Τίποτα, κανένα απ' αυτά δεν έβρισκε πια στον εαυτό της.
σα να της κόπηκε κι έπεσε και χάθηκε, δεν είχε πια ούτε το μικρό στραβούτσικο δάχτυλο του αριστερού της χεριού, που ακριβώς γιατί ήταν έτσι, ο Παύλος έλεγε ότι τ' αγαπούσε περισσότερο και το φιλούσε από τ' άλλα δέκα φορές πιο πολύ. Τα μάτια της μια στιγμή τα 'χασε κι αυτά. Είδε το χρωματιστό τους κύκλο ν' ανεβαίνει κατά πάνω και να κρύβεται κάτω από τα βλέφαρα, αφήνοντας πίσω του μια αγαλμάτινη σιωπή. Όταν επανήλθαν τα μάτια της ήταν άλλο πράγμα, σαν ψεύτικα, λόγω που δεν σάλευαν με το τίποτα, με ακτίνα οράσεως προσηλωμένη αδιάκοπα στο ίδιο σημείο. Τότε εξήγησε και γιατί τα μάτια των Αγίων, στις Εικόνες μέσα στους Ναούς, φαίνεται να σε παρακολουθούν παντού όπου πας, όπως δεν μπορεί να κάμει ένα φυσικό μάτι. Σε λίγο όμως και αυτά τα μάτια χάθηκαν και τη θέση τους πήρε μια πεταλούδα, που με τα φτερά της έθεσε τέρμα στην αντίθεση ανάμεσα στους δύο δέκτας της οράσεως που επέμεναν ο ένας να βλέπει μαύρο κι ο άλλος άσπρο. Πούθε ήρθε αυτή η πεταλούδα; Διερωτόνταν και σκεφτόταν. Θυμήθηκε το χέρι της. Κάποια στιγμή συντριβής ανάμεσα στις σκληρές αντιθέσεις της οράσεώς της, το είχε δει να πιάνει και να ζυμώνει τα σύννεφα, πλάθοντας την αίγλη ενός προσωπικού ηλιοβασιλέματος. Τα πόδια της τότε έσμιξαν, κόλλησαν οι κνήμες και οι μηροί. Το σώμα της το είδε να επιπλέει σα νούφαρο, φύλλο και άνθος μαζί στην ανήσυχη επιφάνεια μιας θάλασσας που το κατέτρωγε. Δεν έμεινε παρά ένα υπόλοιπο σπογγώδες στη θέση του κεφαλιού και για άκρη του ποδιού ένα θαλασσινό χτένι. Ακόμα ωστόσο ένιωθε τη σκληράδα του τείχους ενός κάστρου, που την ξεχώριζε από το νερό και δεν την επέτρεπε να διαλυθεί. Στενοχώρια δεν ένιωθε καμιά, γιατί κάτω από το κεφάλι της, είχε ένα μαξιλάρι μαλακό, καμωμένο από καλά λόγια. Δεν τρόμαξε σαν είδε, από την πολυχρωμία των συγκεχυμένων σχημάτων του ηλιοβασιλέματος, που γύρευαν να πλάσουν σάρκα και μέναν καπνός, να ξεπροβάλουν ξάφνου, και να χυμήξουν πάνω στο στήθος της, κάτι άγρια πουλιά. Το 'να κατόπι απ' τ' άλλο ερχόντουσαν και θήλαζαν τη ρώγα του βυζιού της. Όταν πια ύστερ' από ώρα έφυγαν τα πουλιά, δεν είχε μαστούς, δεν είχε στήθος και ρώγα, όπου βυζαίνει το νεογνό και τελειοποιείται σε άνθρωπο. Στη θέση τους απόμεινε μια πεταλούδα. Αυτή είχε αντικαταστήσει τώρα τα μάτια της. Δεν την ενοχλούσαν πια οι επίμονες ερωτήσεις, τι είναι ο άνθρωπος; Ευθεία, τεθλασμένη ή καμπύλη; Σχήμα κλειστό σαν αυγό ή αυγό ανοιχτό από κάποια μεριά; Αν είναι σπασμένο το αυγό και χύνεται, τότε πώς μπορεί να είναι ένα ο κορμός με τα πόδια και τα χέρια; Και το κεφάλι; Πώς φυτρώνει αυτή η απόφυση πάνω στο συμπαγές σχήμα; Ή μήπως είναι κάτι ψεύτικο το κεφάλι που βιδώνεται μετά τη φυσική γέννηση; Δεν ήθελε, δεν είχε ανάγκη να ξέρει. Δεν ρωτούσε πια. Άκουσε μια φωνή. Αυτή ήταν η Έρση. Ίσως μια σταγόνα δροσιάς, οτιδήποτε, το δεχόταν. Το είχε δηλώσει επίσημα. Μπροστά σε ιερείς και παιδιά που κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες και γύριζαν γύρω γύρω σα να χόρευαν, συμπαρασέρνοντας κι αυτήν στον χορό, και πηδούσε αυτή που όλος ο κόσμος τη θαύμαζε, ρίχνοντάς την λιθάρια, βροχή από λόγια γλυκά. Έβλεπε την τελετή των γάμων της και το χέρι του ανδρός που την κράταγε, ώστε να μην πέφτει και τσακίζεται, εκεί που πηδούσε σα να 'χε φτερά. "Το θέλω, το δέχουμαι ", απάντησε όταν την ρώτησαν. Αλλά τι την είχαν ρωτήσει; Όχι ό,τι συνήθως ρωτάν στους γάμους, αλλά αν παραδεχόνταν να γίνει άλλο πράγμα απ' ό,τι ήταν, να μεταμορφωθεί. Κι όταν το δέχτηκε η πεταλούδα που 'ταν στα μάτια της, σήκωσε τα φτερά της και ξεσκέπασε την στεγνή κοίτη τους, όπου σαν από θαύμα άρχισαν ν' αναβλύζουν αστείρευτα δάκρυα. Έκλαιε, έκλαιε ώσπου από τα δάκρυα πλημμύρισαν οι αδειανές κόγχες, και τα μάτια της ξανά ανάτειλαν, σαν δυο πυρήνες κυττάρων σε οργασμό αναπλάσεως και πολλαπλασιασμού, σχηματίζοντας τις πλασματικές ατράκτους της καρυοκίνησης με τους πεταλοειδείς διαχωρισμούς των χρωμοσώμων και τις μετακινήσεις τους από τους δυο πόλους, προς τη νέα κοινή μεμβράνη του διαχωρισμού που επιβάλλει η ζωή. Τότε ένιωσε πραγματικά και τον Παύλο δίπλα της, που έσκυβε και της φιλούσε τα βλέφαρα.



 Από το έργο Το Μυθιστόρημα της Κυρίας Έρσης, του Ν. Γ. Πεντζίκη



Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Προσωπικό - Μιχάλης Γκανάς



Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο.

Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως, σαν καθετί που ανασαίνει.

Επειδή περνάς δύσκολες μέρες
σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς
που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω
τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,
δε θα πει πως δεν έχουμε
μοίρα στον ήλιο, έχουμε
τη δική μας μοίρα.

Επειδή πότε είσαι άνθρωπος
και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας
ψωμάκια μικρά της αποδημίας
κι ελπίζουνε τα παιδιά μας
σε καλύτερες μέρες.

Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι
και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι
για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,
μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,
αν αλλάζαμε θα ‘μαστε πάλι
δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε
απ’ το άλφα.

Τώρα ξέρουμε πού πονάς
πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,
διακοπή αίματος και κρυώνουν
τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό
να φορτίσει πάλι τα μέλη
με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.

Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς
και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο
για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά
και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη
κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές
και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά
και καμένα, θέλοντας ο καθένας
να ‘ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο
και πηγή, κατά τις περιστάσεις
ή και όλα μαζί στην ανάγκη,
δε θα πει πως εγώ δε μπορώ
να γίνω κάτι απ’ όλα αυτά ή και όλα μαζί,
κι αν είναι να περάσω
μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.



Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

Όταν βλέπεις τα μάτια μου - Λουκάς Θεοδωρακόπουλος



Όταν βλέπεις τα μάτια μου να σκοτεινιάζουν
κι ακούς το αίμα στις φλέβες μου
να κατεβαίνει βουίζοντας.
Όταν αντί να μιλήσω
βλέπεις σφαγμένα πουλιά
να φράζουν το στόμα μου
κι ακούς τις μαύρες νυχτερίδες
να ρημάζουν το κέντρο μου.
Όταν στην άκρη του πνιγμού
στο έλεος του πανικού
ικετεύω -
ω μη θυμώνεις άγγελε μη με σπρώχνεις.
Κάμε φωλιά το χέρι σου
και σκέπασέ με...

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Σαν - Χρήστος Παπαγεωργίου



Σαν να μικραίνουν
Όλα
Τα καλντερίμια οι βρύσες τα πλατάνια
Η πλατεία
Το ίδιο το σπίτι που μεγάλωσες

Έτσι θα πάμε
Σαν μια κουκκίδα στο όνειρο

Έτσι θα πάμε
Σαν ένας κόκκος στο χρόνο



Από τη συλλογή Κρύβε Λόγια

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Μετακόμιση - Γιώτα Αργυροπούλου


I

Χθες μετακόμισα δυο δρόμους παραπέρα.
Αέρισα καλά το ξένο σπίτι
αλλά μυρίζει ακόμα φαγητά
τσιγάρα
αναπνοές.
Χθες μετακόμισα
μια μοναξιά
πιο πέρα.

ΙΙ

Σ' αυτό το σπίτι θα 'ρθουν
λιγότεροι συγγενείς
θα 'ρθουν λιγότεροι φίλοι.
Δε θα το μάθουν καν πως μετακόμισα
δε θα χτυπήσουν το κουδούνι.
Τακτοποιώ τα πράγματα. Άλλο ένα άδειο σπίτι.
Βιβλία, δίσκοι - άχρηστοι πλέον,
μικροπράγματα,
από μετακόμιση σε μετακόμιση
έφτασαν σώα ως εδώ.
Από σπίτι σε σπίτι αναλογίζομαι, μετρώ,
έχασα ανεπαίσθητα
ανθρώπους που αγαπούσα.

ΙΙΙ

Η ανάμνηση από τη μυρωδιά τους,
η κουβέντα τους, έφτασε αλώβητη ως εδώ.
Λίγες φωτογραφίες
ανάμεσά τους ξετυλίγουν τη ζωή μου.
Και ας μη μάθουν καν πως μετακόμισα.
Κι ας μη χτυπήσουν το κουδούνι.
Πρώτη μου μέρα στο καινούργιο σπίτι
το κατέκλυσαν
άνθρωποι που αγάπησα,
που έχασα,
και έφτασα ανεπαίσθητα
μια μοναξιά πιο πέρα.





Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Ποιητικό Υστερόγραφο - Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ



Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να 'ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να
προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν,
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Η αγάπη - Κώστας Ουράνης



Ἄ! Τί ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς ὄρθιος στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ
καὶ μὲ τὰ μάτια στοὺς νεκροὺς τοὺς δρόμους στυλωμένα·
ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά᾿ ρθεῖ, δίχως νὰ νιώσεις ἀπὸ ποῦ, 
καὶ πίσω σου πλησιάζοντας μὲ βήματα σβησμένα.
Θὲ νὰ σοῦ κλείσει ἀπαλά, μὲ τ᾿ ἄσπρα χέρια της τὰ δυό, 
τὰ μάτια ποὺ κουράστηκαν στοὺς δρόμους νὰ κοιτᾶνε, 
κι ὅταν γελώντας νὰ τῆς πεῖς θὰ σὲ ρωτήσει: «ποιὰ εἶμ᾿ ἐγώ;»
ἀπ᾿ τῆς καρδιᾶς τὸ σκίρτημα θὰ καταλάβεις ποιά ῾ναι.
Δὲν ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς... Ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά ῾ρθεῖ.
Κλειστὰ ὅλα νά ῾ναι, θὰ τὴ δεῖς ἄξαφνα μπρός σου νὰ βρεθεῖ
κι ἀνοίγοντας τὰ μπράτσα της πρώτη θὰ σ᾿ ἀγκαλιάσει.
Εἰδέ, κι ἂν ἔχεις φωτεινό, τὸ σπίτι γιὰ νὰ τὴ δεχθεῖς, 
καὶ σὰν φανεῖ τρέξεις σ᾿ αὐτήν, κι ἐμπρὸς στὰ πόδια της συρθεῖς, 
ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά ῾ρθεῖ, - ἀλλιῶς θὰ προσπεράσει.



Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Πάντα θα σου λείπει αυτό που αποφεύγεις



Ένιωθα άνετα χωμένη στη ζέστη του λεωφορείου
με προστάτευε από το ελαφρύ αεράκι του έξω
δεν ήξερε τι θα μπορούσε να σε συγκινήσει
αν ήταν αστείο πρωταπριλιάτικο η περιφρόνησή σου
ή όχι.

"Πάντα θα σου λείπει αυτό που αποφεύγεις"
της το 'λεγα κι εκείνη με κοιτούσε συμφωνώντας με τα μάτια
και δίπλα μια τραγουδίστρια χωρίς φωνή
τραγουδούσε 'Bang-bang
my baby shot me down".

Και δεν ήμουν παρά μια μαύρη κουκκίδα
στο απέραντο πλάνο της θέας σου
χωρίς να ξέρω τι σε συγκινεί και τι σου λείπει
αν είναι αστείο πρωταπριλιάτικο η περιφρόνησή σου
ή όχι.

Πάντα τελικά θα μας σκοτώνει η ίδια η καθημερινότητά μας
όσο συνηθισμένη ή συναρπαστική κι αν είναι
πάντα οι διαδρομές θα μας εξαντλούν ύπουλα, σιγά-σιγά
πάντα ο χρόνος κι οι υποχρεώσεις θα 'ναι εχθροί μας
κι εχθροί των μεγαλύτερων συναισθημάτων μας.

"Έρωτες" σου λέει ο άλλος
"Αγάπη", μεγάλα αισθήματα, όχι αστεία
ποιος να το φανταζόταν πως θα αρκούσε μια τόση δα ζωή
να τα σκοτώσει για πάντα
και να απορροφήσει το δήθεν αιώνιο μεγαλείο τους;

Και τελικά πάντα θα το θέλεις το παράπονό σου
πάντα θα τη θέλεις την αμαρτία σου
πάντα θα πληγώνεις αυτούς που αγαπάς
-όσο πιο πολλή αγάπη, τόσο πιο πολλές πληγές!-
και τελικά...πάντα θα σου λείπει αυτό που αποφεύγεις.



Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Οι αμυγδαλιές



το μόνο πράγμα που είναι όμορφο τον Μάρτη είναι οι αμυγδαλιές
ροζ-μωβ
σαν κάτι ανοιξιάτικα όνειρα που τα λησμόνησες μετά
τι άλλο να συμπαθήσει κανείς;
τη βροχή που ξεπλένει κάθε στιγμιαίο ήλιο;
μια κρύο μια ζέστη
σαν κάτι παλιούς έρωτες
σαν κάτι περασμένα
σαν κάτι ξεχασμένα...
και κυλούν τα χρόνια
και περνούν τα λόγια
χωρίς ν' αγαπάμε τίποτ' άλλο παρά κάτι πανέμορφα δέντρα
μου 'καναν δώρο κάποτε μικρά-μικρά κλαράκια τους
με άνθη-μωρά που στο φύσημα του αέρα κουνούσαν τα χεράκια τους
κι εγώ τα στόλιζα στεφάνι στα μακριά μαλλιά μου
κι όταν μαραίνονταν εύκολα τα πετούσα
γιατί γρήγορα μου χάριζαν καινούρια
και γρήγορα μαραίνονταν κι εκείνα
και εύκολα, άπληστα τα ξεχνούσα κι αυτά...
τι άλλο ν' αγαπήσεις;
θαρρείς και τίποτα είναι καλαίσθητο
τα σύννεφα και τη βροχή
ποτέ μου δεν τα συμπάθησα
ποτέ μου δεν αγάπησα τις βροχερές ημέρες...
γι'αυτό το μόνο πράγμα που 'ναι όμορφο τον Μάρτη
είναι οι αμυγδαλιές
ποτέ μου δεν μ' αγάπησαν τις βροχερές ημέρες...


Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Η Καλαμιά - Κ. Παλαμάς



Ένας αντρειωμένος Ποταμός μια μέρα
στη χαριτωμένη Καλαμιά μιλάει: 
"Όποτε κι αν στρίψω, σε θωρώ εδώ πέρα
στο δικό μου πλάι.

Κι όταν ζευγαρώνω σ' αγκαλιά γαλάζια
τ' άστρα από 'κει πάνω, τ' άνθη από 'δω χάμου,
γέρνεις κι αγναντεύεις με καημούς και νάζια
τ' αγκαλιάσματά μου.

Κι όταν οργισμένος χύνομαι στο δρόμο
και χαλάω, συντρίβω κόσμο σαν το Χάρο
καρτερείς αθώα, στέκεις δίχως τρόμο 
να σε συνεπάρω.

Αλλά κι αν σε τρώη τ' αγριομανητό μου,
πάντα στο πλευρό μου ζης αναστημένη.
Από με τι ελπίζεις; Πάντα στο πλευρό μου
μνήμα σε προσμένει!"

Κι αποκρίθη εκείνη γέρνοντας επάνω 
στα πρασινισμένα πόδια του θλιμμένα:
"Δεν μπορώ να ζήσω, μήτε να πεθάνω
μακριά από 'σένα!"


Από τη συλλογή Τα μάτια της ψυχής μου