Επειδή αύριο μπορεί να φύγω για πάντα απ' τη ζωή
- κι αυτή τη φορά όχι μόνο τη δική σου -
ήθελα να σου πω δυο τελευταία λόγια
όχι από φόβο μήπως δεν τα μάθεις ποτέ
- αυτόν τον ρόλο τον έχω μονάχα εγώ άλλωστε -
αλλά έτσι, επειδή θα 'θελα να 'σαι κοντά μου
πριν το τέλος και δεν είσαι.
Τώρα πια αναγκάζομαι εκ των πραγμάτων
να προσγειωθώ στην άρρωστη αλήθεια μου
και εκ των συνθηκών εξαναγκασμένη
να υποταχθώ επιτέλους σ' αυτά που μου φύλαγε ο ίδιος ο εαυτός μου.
Επειδή αύριο λοιπόν ίσως και να μην υπάρχω πια
διαγράφοντας έτσι ένα μεγάλο κομμάτι του παρελθόντος σου
που μάλλον δεν θέλεις να θυμάσαι
είπα να γράψω μερικές στροφές
έτσι, να σ' αποχαιρετήσω κάπως πιο επίσημα.
Τις τελευταίες μέρες
- πιθανώς και τελευταίες γενικά της ζωής μου -
στριφογυρίζει στο μυαλό μου συνεχώς μια φράση σου
"Θα 'μαι κοντά σου".
Περιττό να αναφέρω πως δεν ήσουν
και ούτε τώρα που χρειάζομαι κάποιον όσο ποτέ
δεν είσαι.
Το περίμενα, που λες, να μου τη φέρεις
απλώς δεν περίμενα τόσο ξεδιάντροπα.
Το περίμενα να μην είσαι κοντά μου τις περισσότερες μέρες
απλώς δεν περίμενα να μην είσαι ούτε την τελευταία μου.
Το περίμενα να μη με θυμάσαι
απλώς δεν περίμενα να με ξεχάσεις.
Ήταν κάποτε ένας κήπος που έπαιζα μικρή
δεν πρέπει να 'ταν πραγματικός
εμείς σε διαμέρισμα μέναμε
μα έστω και στα όνειρά μου ήταν ένας όμορφος κήπος
και μάζευα παπαρούνες
- πάντα παπαρούνες
γιατί μ' άρεζε το κόκκινο.
Κι ήρθες εσύ
και μάλωνα για 'σένα μ' όλα τα παιδιά
και ήσουν το μόνο θέμα για το οποίο μπορούσα να προτάξω το ανάστημά μου
να επιβληθώ
να φωνάξω, να αγριέψω εν ανάγκη
μόνο για 'σένα.
Κι ύστερα ξυπνούσα στο τσιμέντο πάλι
αλλά δεν μ' ένοιαζε
γιατί υπήρχες εσύ
κι αν ακόμη δεν ήσουν μαζί μου.
Ώσπου κάποια μέρα έπαψες να υπάρχεις
*ή μάλλον, διόρθωση, αποκαλύφθηκε
πως απλά δεν υπήρχες ποτέ.
Όμως εγώ τις παπαρούνες μου χρόνια
για 'σένα τις μάζευα
και μου 'μεινε στα χέρια τόσο ανεκμετάλλευτο κόκκινο
που δεν τ' άντεξα και τώρα ίσως χαθώ.
Κι επειδή αύριο μπορεί στ' αλήθεια να αναχωρήσω
κι επειδή δεν είχα ευκαιρία
έτσι όπως τα καταφέραμε
να σου επαναλάβω αυτά που ήδη σου 'χω πει
- διότι περί επαναλήψεως πρόκειται -
γράφω αυτά τα δυο λόγια
για να τα θυμηθείς μόνος σου
χωρίς καν εγώ να τ' αναφέρω.
Πάντα μου θύμιζες τη μητέρα μου
πάντα η σχέση μου μαζί σου
η τρομακτική αγάπη που έτρεφα για 'σένα
μου θύμιζε αυτήν που είχα για 'κείνη.
Πάντα όταν μαλώναμε αισθανόμουν την ίδια ακόρεστη πίκρα
πάντα εγώ έκανα το πρώτο βήμα να μιλήσουμε ξανά
κι ας είχα πάντα εγώ το δίκιο.
Έτσι μάλωνα και μ' εκείνη
περίμενα και περίμενα να χτυπήσει την κλειδωμένη πόρτα μου
αναθάρρευα κάθε φορά που άκουγα βήματά της
να πλησιάζουν απ' το σαλόνι
μα ποτέ δεν χτυπούσε, ποτέ δεν ερχόταν
ποτέ δεν την πονούσε που δεν μιλούσαμε.
Κι εγώ έτρεμα κι έκλαιγα κι ευχόμουνα να μην υπάρχω
ώσπου μ' έπαιρνε ο ύπνος μες στα δάκρυα
και το πρωί μιλούσα πρώτη εγώ
πολλές ήταν οι φορές μάλιστα που ζήτησα ακόμη και συγγνώμη
απλά γιατί δεν άντεχα να μην χωράω στην αγκαλιά της.
Και τώρα που εγώ θα φύγω πρώτη
κι εκείνη στέκεται ανήμπορη να μου σταθεί
νομίζω πως την καταλαβαίνω:
η αιώνια, βλέπεις, νοοτροπία της να με παραμελεί
δεν την αφήνει να 'ρθει τώρα κοντά μου.
Έτσι ήταν και μ' εσένα
δημιούργησα μόνη μου το μεγαλύτερο βάσανό μου
κατασκεύασα για 'σένα μια αγάπη τόσο δυνατή
που πολλές φορές με τρόμαζε.
Κι αυτό που με λυπεί περισσότερο απ' όλα
είναι πως ο θάνατός μου αυτός θα 'ναι περίπου ήρεμος
σχεδόν ήρεμος
κι αυτό γιατί δεν έχω συμφιλιωθεί με ένα πράγμα:
αυτό που δεν κατάφερα, βλέπεις, ποτέ ν' αποδεχτώ
είναι πως εγώ σ' αγάπησα
κι εσύ όχι.
Κι έτσι έζησα
- όσο πρόλαβα να ζήσω -
με τα ίδια αγκάθια πάντα
να με κατασπαράζουν λίγο-λίγο.
Τον ίδιο κίνδυνο νόμιζα πως κατόρθωσα να νικήσω
μόλις πριν λίγα χρόνια
κι ακόμη κι αν δεν το μοιράστηκα με κανέναν
εγώ ένιωθα περήφανη όσο ποτέ
που το κατάφερα.
Τώρα βέβαια δεν ξέρω αν ήταν καλύτερα τελικά που τα 'ζησα
αυτά τα τελευταία χρόνια
μ' όλα αυτά που έχουν γίνει
μα δεν έχει σημασία
αφού πιθανώς αύριο όλα θα 'χουν γίνει πια μια θολή ανάμνηση
- ίσως ούτε καν κι αυτή.
Αλλά κανείς δεν φταίει
μην δώσω την εντύπωση πως με αυτούς τους στίχους
αποδίδω ευθύνες
αρρώστησα και δεν φταις ούτε εσύ
ούτε εγώ
ούτε κανείς μας
γι' αυτό το άχαρο τέλος.
Τέλος πάντων, μακρηγορώ όπως πάντα,
να προσέχεις πολύ και να με ξεχάσεις
- περιττή παράκληση
αλλά αυτό εύχομαι.
Ελπίζω επίσης ποτέ να μην αισθανθείς όπως εγώ
και ποτέ να μη διαβάσεις αυτό που γράφω τώρα για 'σένα
από φόβο μήπως τύχει και πικραθείς.
Και τελικά η ζωή
στο σύνολό της
είναι ένας τεράστιος αποχαιρετισμός.
Αυτό που πονάει περισσότερο
είναι να μην έχεις μια στιγμή
μια τόση δα στιγμή
για να πεις
"Αντίο".
Το περίμενα να ζήσω μόνη μου
απλώς δεν το περίμενα και να πεθάνω μόνη...