Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Κι ύστερα λένε οι νεκροί δεν νιώθουν τίποτα...

Το πρωί ξύπνησα με μια απότομη επιθυμία να σ'αγκαλιάσω.
Κι είναι αστείο πως ενώ σ'έχουν σκοτώσει μπορείς ακόμη να αισθάνεσαι
Θα 'πρεπε τουλάχιστον να 'χει τελειώσει για 'σένα ο πόνος
Μα τίποτα.

Το πρωί ξύπνησα με μια έντονη επιθυμία να σ'αγκαλιάσω.
Και θυμήθηκα τότε που έστριβα για το σπίτι μου
και προσπαθούσα να κρατήσω χίλια δικαιολογημένα δάκρυα
που ήταν η σειρά τους.
Και δεν ξέρω πως κρατήθηκα αφού με ξαναφώναξες
κι ήταν μια μεγάλη αγκαλιά,
όπως ακριβώς αρμόζει σε μια τελευταία αγκαλιά...

Το πρωί ξύπνησα με μια απότομη επιθυμία να μ'αγκαλιάσεις.
Και να με ησυχάσεις - όπως παλιά.
Μα πως, αφού με έχεις σκοτώσει.
Είμαι νεκρή. Δεν γίνεται.

Ξύπνησα με μια απότομη επιθυμία να μ'αγκαλιάσεις.
Απότομη, μεγάλη, ανάρμοστη.
Κι είχε κρύο. Κι ήξερα πως δεν μπορεί να ζούσα ακόμη.
Μα ένιωθα.

Λένε πως καμιά φορά οι άνθρωποι σ'αφήνουν τόσα κενά που σ'αδειάζουν τελείως.
Ίσως είναι το μόνο σωστό που λένε...
Αυτό που δεν κατάλαβα είναι το πως μπορείς να αισθάνεσαι κάτι μετά.
Κάτι πέρα από το κενό...

Πως μπορείς να μου λείπεις όταν δεν ζω?
Πως μπορεί να μετράει ο χρόνος μακρυά σου όταν έχει ήδη σταματήσει?
Το πρωί ξύπνησα με μια απότομη επιθυμία να σ'αγκαλιάσω.
Για ένα λεπτό μόνο. Μισό. Για λίγο.
Κι ας έφευγες μετά.
Να σ'αγκαλιάσω.

Είμαι νεκρή. Δεν θα 'πρεπε. Μα αισθάνομαι...
Είμαι σίγουρη πως αισθάνομαι.
Κι ύστερα λένε οι νεκροί δεν νιώθουν τίποτα...

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Με αφορμή ένα ταξίδι του μυαλού..

Η θάλασσα δεν είχε αλλάξει καθόλου, ούτε κι εκείνο το παγκάκι, ούτε το μεγάλο δέντρο - μου 'παν πως θα 'πρεπε να χαράξω τ'όνομά σου στα πετρώματά του, λες και θα σε ξεχνούσα! Η μυρωδιά του αέρα ήταν η ίδια, οι φοίνικες και ο μακρύς πεζόδρομος... Η μεγάλη γέφυρα δεν έχει γκρεμίσει... Ακόμη. Το αστείο δεν είναι πόσα αλλάζουν μέσα σε τέσσερα χρόνια, μα πόσα μένουν ίδια. Η μεγάλη γέφυρα δεν έχει γκρεμίσει... Ακόμη.

Εκείνο το βράδυ το καλοκαίρι μύριζε μαλλί της γριάς, τα ποτιστήρια ήταν ανοιχτά, κάποιος που και που βαρούσε δυνατά πυροτεχνήματα - κάποια στιγμή με ένα τρόμαξες, τραντάχτηκες, το ένιωσα στο φιλί μας και στο χέρι σου. Φορούσα ένα μωβ φόρεμα και σου μιλούσα για ζήλιες και φεγγάρια και τ'ανιψάκι μου. Κι είναι τόσο όμορφη η παραλία στο σκοτάδι... Κι είναι τόσο όμορφα τα χέρια σου κάτω από ένα μωβ φόρεμα... Η μεγάλη γέφυρα δεν έχει γκρεμίσει... Ακόμη.

Μα πριν σε γνωρίσω, κάποτε, δεν υπήρχε μεγάλη γέφυρα... Ούτε και δέντρο υπήρχε, ή μάλλον όχι τόσο όμορφο. Δεν υπήρχε παραλία χωρίς το φως του ήλιου, ούτε κάποιος να σου ξεμπλέκει κίτρινα και μωβ υφάσματα δίπλα στην άμμο. Ανάσες και μικρά βογγητά. Ρούχα που κολλούν στο σώμα από περήφανο ιδρώτα. Και πάλι απ'την αρχή... Μια κουβέντα, μισό λεπτό, αγχώνομαι... Παύση. Και πάλι απ'την αρχή... Και δεν σκέφτεσαι πια τίποτα, ούτε μεγάλες γέφυρες, ούτε μεγάλες πλάνες. Μοναχά τα χέρια του. Και το πως χορεύουν. Η μεγάλη γέφυρα δεν έχει γκρεμίσει... Ακόμη.

Πήγε αργά. Έτσι κι αλλιώς, εσύ δεν ήθελες να βραχείς, είπες. Ούτε και να αγαπήσεις πολύ μάλλον ήθελες... Η μεγάλη γέφυρα δεν έχει γκρεμίσει... Ακόμη. Ένα μεγάλο βήμα, για να γυρίσουμε πίσω εκατό μικρά σκαλοπάτια. Και η μεγάλη γέφυρα δεν έχει γκρεμίσει... Ακόμη.

Το αστείο δεν είναι πόσα αλλάζουν σε τέσσερα χρόνια, μα πόσα μένουν ίδια. Όπως το δέντρο, τα μαλλιά μου, τα μάτια σου. Αν είχα πεθάνει δεν θα ζούσα τώρα για να τα ξαναβλέπω, έτσι δεν είναι...? Η μεγάλη γέφυρα δεν έχει γκρεμίσει... Ακόμη.

Κι εκεί που χορεύουνε δυο χέρια, απομακρύνονται μετά. Και ξενυχτάν τα μωβ υφάσματα...

Η δική μου μεγάλη γέφυρα, γκρέμισε. Μετά από τόσα περάσματα και λίγα καλοκαίρια. Και να σκεφτείς πως μικρή ονειρευόμουν μια μεγάλη γέφυρα...

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Άνθρωποι Αδύναμοι

Ίσως το περίγραμμα των χειλιών τους κάποτε να τρεμουλιάζει λίγο
Ίσως να σκουραίνουν φορές φορές τα μάτια τους
Κοιτάζουν πίσω απ'τα τζάμια μιας πικρής βροχής
Ψάχνουν μια θάλασσα πίσω απ'την καταιγίδα

Με τ'αριστερό τους χέρι αγγίζουν τη σιωπή στα λόγια των περαστικών
Και με το δεξί τις φωνές της ησυχίας όσων αγαπάνε
Δεν περιμένουν απάντηση. Μονάχα καλοκαίρια
Δεν προσμένουν δικαιοσύνη. Μονάχα κάποια υπόσχεση

Σκέφτονται. Θυμούνται
Ώρες ώρες ξεχνούν
Μα θυμούνται

Κάποιες φορές η μοναξιά τους φαντάζει αβάσταχτη
Κάποιες φορές η ησυχία τους ταράζει την ψυχή
Σαν θάλασσα που ο άνεμος την δέρνει
Σαν ναυάγιο ξεχασμένο στης μνήμης την ακτή


Κλείνουν τα μάτια για να μη δουν
Μα δεν το αποφεύγουν
Και βλέπουν, μένουν, φεύγουν
Ακούνε κι ύστερα δακρύζουν

Σκέφτονται. Θυμούνται
Ώρες ώρες ξεχνούν
Μα θυμούνται

Έχουν πάψει πια να ελπίζουν. Ή να ονειρεύονται
Έχουν πάψει οι άλλοι να ελπίζουν σ'αυτούς
Δεν επενδύουν, το αποφεύγουν
Δεν περιμένουν, απλά δέχονται

Και κυριότερα, έχουν ξεχάσει να ερωτεύονται
Δεν μισούν, δεν αγαπούν μπορεί
Είναι άδειοι, σαν την καρδιά όσων τους άφησαν
Ίσως και περισσότερο

Είναι μόνοι, σαν τα ερείπια και τα κλειστά καφενεία
Είναι μισοί, σαν τα σπασμένα γυαλιά στα νεκρά ζαχαροπλαστεία
Είναι αδιάφοροι, σαν τα μάτια εκείνων που αγάπησαν
Είναι αδύναμοι, σαν σίδερα που κάποτε κάποιοι ράγισαν

Σκέφτονται. Θυμούνται
Ώρες ώρες ξεχνούν
Μα θυμούνται