Το πρωί ξύπνησα με μια απότομη επιθυμία να σ'αγκαλιάσω.
Κι είναι αστείο πως ενώ σ'έχουν σκοτώσει μπορείς ακόμη να αισθάνεσαι
Θα 'πρεπε τουλάχιστον να 'χει τελειώσει για 'σένα ο πόνος
Μα τίποτα.
Το πρωί ξύπνησα με μια έντονη επιθυμία να σ'αγκαλιάσω.
Και θυμήθηκα τότε που έστριβα για το σπίτι μου
και προσπαθούσα να κρατήσω χίλια δικαιολογημένα δάκρυα
που ήταν η σειρά τους.
Και δεν ξέρω πως κρατήθηκα αφού με ξαναφώναξες
κι ήταν μια μεγάλη αγκαλιά,
όπως ακριβώς αρμόζει σε μια τελευταία αγκαλιά...
Το πρωί ξύπνησα με μια απότομη επιθυμία να μ'αγκαλιάσεις.
Και να με ησυχάσεις - όπως παλιά.
Μα πως, αφού με έχεις σκοτώσει.
Είμαι νεκρή. Δεν γίνεται.
Ξύπνησα με μια απότομη επιθυμία να μ'αγκαλιάσεις.
Απότομη, μεγάλη, ανάρμοστη.
Κι είχε κρύο. Κι ήξερα πως δεν μπορεί να ζούσα ακόμη.
Μα ένιωθα.
Λένε πως καμιά φορά οι άνθρωποι σ'αφήνουν τόσα κενά που σ'αδειάζουν τελείως.
Ίσως είναι το μόνο σωστό που λένε...
Αυτό που δεν κατάλαβα είναι το πως μπορείς να αισθάνεσαι κάτι μετά.
Κάτι πέρα από το κενό...
Πως μπορείς να μου λείπεις όταν δεν ζω?
Πως μπορεί να μετράει ο χρόνος μακρυά σου όταν έχει ήδη σταματήσει?
Το πρωί ξύπνησα με μια απότομη επιθυμία να σ'αγκαλιάσω.
Για ένα λεπτό μόνο. Μισό. Για λίγο.
Κι ας έφευγες μετά.
Να σ'αγκαλιάσω.
Είμαι νεκρή. Δεν θα 'πρεπε. Μα αισθάνομαι...
Είμαι σίγουρη πως αισθάνομαι.
Κι ύστερα λένε οι νεκροί δεν νιώθουν τίποτα...
Κι είναι αστείο πως ενώ σ'έχουν σκοτώσει μπορείς ακόμη να αισθάνεσαι
Θα 'πρεπε τουλάχιστον να 'χει τελειώσει για 'σένα ο πόνος
Μα τίποτα.
Το πρωί ξύπνησα με μια έντονη επιθυμία να σ'αγκαλιάσω.
Και θυμήθηκα τότε που έστριβα για το σπίτι μου
και προσπαθούσα να κρατήσω χίλια δικαιολογημένα δάκρυα
που ήταν η σειρά τους.
Και δεν ξέρω πως κρατήθηκα αφού με ξαναφώναξες
κι ήταν μια μεγάλη αγκαλιά,
όπως ακριβώς αρμόζει σε μια τελευταία αγκαλιά...
Το πρωί ξύπνησα με μια απότομη επιθυμία να μ'αγκαλιάσεις.
Και να με ησυχάσεις - όπως παλιά.
Μα πως, αφού με έχεις σκοτώσει.
Είμαι νεκρή. Δεν γίνεται.
Ξύπνησα με μια απότομη επιθυμία να μ'αγκαλιάσεις.
Απότομη, μεγάλη, ανάρμοστη.
Κι είχε κρύο. Κι ήξερα πως δεν μπορεί να ζούσα ακόμη.
Μα ένιωθα.
Λένε πως καμιά φορά οι άνθρωποι σ'αφήνουν τόσα κενά που σ'αδειάζουν τελείως.
Ίσως είναι το μόνο σωστό που λένε...
Αυτό που δεν κατάλαβα είναι το πως μπορείς να αισθάνεσαι κάτι μετά.
Κάτι πέρα από το κενό...
Πως μπορείς να μου λείπεις όταν δεν ζω?
Πως μπορεί να μετράει ο χρόνος μακρυά σου όταν έχει ήδη σταματήσει?
Το πρωί ξύπνησα με μια απότομη επιθυμία να σ'αγκαλιάσω.
Για ένα λεπτό μόνο. Μισό. Για λίγο.
Κι ας έφευγες μετά.
Να σ'αγκαλιάσω.
Είμαι νεκρή. Δεν θα 'πρεπε. Μα αισθάνομαι...
Είμαι σίγουρη πως αισθάνομαι.
Κι ύστερα λένε οι νεκροί δεν νιώθουν τίποτα...