Στις συνοικιακές καφετέριες των εφηβικών μου χρόνων περνούσε πάντα ένας λαχειοπώλης.
Κι άλλοι πέρναγαν, φώναζαν για την τύχη διάφορα και χάνονταν απογοητευμένοι
Αλλά 'κείνος ο ένας ο λαχειοπώλης ήταν που αναγνώριζα, 'κείνον ξέραμε όλοι μας.
Φορούσε θαρρώ ένα πουκάμισο καρό, δεν είμαι και σίγουρη,
Μπλε κι άσπρο ήτανε, χειμώνα- καλοκαίρι
Κι έτρεχε πάνω -κάτω πουλώντας τα λαχεία του.
Κι εγώ που χρόνια απορούσα για την τύχη και τα παιχνίδια της
Δεν σκέφτηκα η αφελής να τον πιάσω μια μέρα και να τον ρωτήσω.
Ίσως αυτός να 'ξερε να μου πει κάτι για τους τυχερούς και τους άτυχους ανθρώπους.
Ίσως πάλι και να 'θελε απλά να μου πουλήσει τα λαχεία του...
Τα μαλλιά του ήταν γκρίζα και το βλέμμα του κενό.
Έμοιαζε να θέλει να σκίσει τα χαρτιά της "τύχης" και να γυρίσει σπίτι του
Μα όλο έκανε κύκλους στην ίδια βαρετή πλατεία
Και έβλεπε τα ίδια άτυχα ή τυχερά πρόσωπα..
Με είχε δει σίγουρα σε πολλές μου στιγμές αυτός ο λαχειοπώλης
Στις ίδιες εκείνες καφετέριες, με διαφορετικά άτομα, σε διαφορετικές καταστάσεις.
Καταστάσεις αγνού, πλατωνικού έρωτα, άλλες πάλι ηδονής και πάθους αλόγιστου
Άλλες χωρισμού κι αποχαιρετισμού... Άλλες γνωριμίας. Και πάλι απ'την αρχή...
Κι ένιωθα πια πως με ξέρει! Πως παρακολουθεί την ιστορία μου με τον κάθε άνθρωπο
Στιγμή προς στιγμή και μόνο λίγα παραλείπει που δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία...
Ένιωθα πως μ'αναγνωρίζει. Εμένα δεν με κοίταζε για τα λαχεία του.
Μάλλον θα το 'χε καταλάβει για την τύχη μου...
Με κοίταγε μόνο για δευτερόλεπτα στα μάτια, όχι μ' εκείνο το "μπορεί να 'ναι το τυχερό σου"
Που 'λεγε στους υπόλοιπους, μα με μια αναγνώριση, με μια κατανόηση ίσως,
Δίχως την "έγρκιση" για 'κείνον που καθόταν δίπλα μου... Κι ύστερα έφευγε.
Για να επιστρέψει βέβαια σε λίγο, να περάσει απ'τα τραπέζια του και να ξανακάνει το ίδιο για δυο-τρεις ακόμη φορές.
Κάθε μέρα. Κάθε Παρασκευή. Κάθε Σάββατο.
Θυμάμαι που 'μοιαζε η παρέα μου να μην του δίνει σημασία
Μα κι εγώ έτσι θα 'μοιαζα... Για λίγο τον έπαιρνε το μάτι μου και γύριζα απ'την άλλη
Ένιωθα μάλλον πως κουβαλά όλη την τύχη και δεν δίνει λίγη και σε μένα...
Μα τι ανόητη σκέψη! Την τύχη μου την έκλεβαν μονάχα οι γύρω μου.
Κι όταν κάποιος έπαιρνε κανένα λαχείο, αναρωτιόμουν καμιά φορά αν θα 'ταν ο τυχερός
Κι ύστερα αν του άξιζε... Μα η τύχη δεν γνώριζε από δικαιοσύνη σε 'κείνα τα συνοικιακά μαγαζάκια όπου έπινα εγώ καφέ
Κι ούτε σε κανένα μαγαζάκι του κόσμου γνώριζε η τύχη από δίκαια πράγματα.
Κι έτσι σκεφτόμουν ύστερα άλλα, κι ίσως κάπου μέσα μου ορκιζόμουν
Πως αν καμιά φορά μου 'δινε σημασία κι εμένα η τύχη, ποτέ μου δεν θα τη χαράμιζα για κανένα λαχείο!
Κι ούτε κι ο ίδιος ο λαχειοπώλης της μικρής πλατείας νομίζω πως αν ήταν τυχερός θα αγόραζε απ'τα λαχεία του
Θα τα πέταγε φαντάζομαι γύρω απ'το συντριβάνι και δεν θα γύριζε ποτέ στα συνοικιακά μας μαγαζιά!
Ίσως μόνο για να δει αν πίνω ακόμη καφέ με τα ίδια πρόσωπα
Μα σιγά! Σιγά μην έψαχνε εμένα ο γκριζομάλλης λαχειοπώλης.
Θα χανόταν και δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ κανείς μας...
Στις συνοικιακές καφετέριες των εφηβικών μου χρόνων περνούσε πάντα ένας λαχειοπώλης.
Δυο-τρεις φορές μου 'ρθε να του φωνάξω αν με θυμάται!
Έτσι, για να δω αν βλέπει κανείς άλλος το πως αλλάζουνε τα πράγματα.
Δυο-τρεις φορές ούρλιαξα από μέσα μου πως καταριέμαι όλα του τα λαχεία!
Κι όλη την τύχη του κόσμου... Και κάθε άνθρωπο που είναι άδικα τυχερός!
Και εκείνους τους ανόητους που θα θελήσουν να δοκιμάσουν την τύχη τους
Και ποτέ τους δεν θα μάθουν πως είναι να 'σαι πραγματικά άτυχος.
Κι όλα τα συνοικιακά μαγαζιά, κι όλες τις καφετέριες, κι όλα τα συντριβάνια του κόσμου!
Δυο-τρεις φορές μονάχα. Και το κράτησα μέσα μου.
Κι όλες οι κραυγές που δεν ακούγονται γίνονται δάκρυα...
Δάκρυα αρκετά για να ποτίσουν χίλια οχτώ "τυχερά" χαρτιά σαν τούτα που κρατούσε στα γερασμένα χέρια του
Και να τα καταστρέψουν...
Σ'όλα τα απογεύματα έρωτα και μη των εφηβικών μου χρόνων περνούσε ένας λαχειοπώλης.
Ίσως και τώρα πια να 'χει πεθάνει...
Βλέπετε, ακόμη και με τόση τύχη στα χέρια του πεθαίνει κανείς...
Μα αν ζει, σίγουρα σαν επισκεφτώ μια μέρα την παλιά εκείνη πλατεία
Θα τον δω να πουλάει ακούραστος και κουρασμένος μαζί τα κιτρινιασμένα λαχεία του...
Θα τον αναγνωρίσω κατευθείαν! Για 'κείνον δεν ξέρω...
Ίσως να μ'αναγνώριζε μόνο με την "παρέα" μου...
Δύσκολο βλέπετε να θυμάται κανείς μια σκιά που 'ψαχνε πάντα πού να ταιριάξει...
Τον λαχειοπώλη της δικής μου γειτονιάς, αν ποτέ τον πετύχω ξανά,
Υπόσχομαι να τον ρωτήσω για την τύχη και τα "γυρίσματά" της...
Κι αν με κοιτάξει με τα θολά του μάτια κι αποκριθεί πως σ' όλους κάποτε "γυρίζει"
Τότε θα φύγω και θα είμαι σίγουρη πως τίποτα τελικά απ'την ιστορία μου δεν κατάλαβε...
Μα αν σταθεί για λίγο, σκουπίσει τη μύτη του, κρύψει με ντροπή τα "τυχερά" χαρτιά του
Και ψιθυρίσει μυστικά πως κάποιοι μένουν για πάντα άτυχοι,
Τότε υπόσχομαι να αγοράσω όλα του τα λαχεία!
Όχι για να περιμένω κάτι που 'χει ήδη αργήσει πολύ...
Αλλά έτσι, για να πετάξω για χάρη του όλα τα "μαγικά χαρτάκια" του γύρω απ'το μεγάλο συντριβάνι
Και ήρεμη πια να φύγω για το σπίτι μου...