Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Το "Για Πάντα"... είναι πολύς καιρός...



Σε περίμενα.
Αλήθεια σε περίμενα...
Για καιρό, για μήνες. Μήνες εννιά, σχεδόν δέκα...
Σε περίμενα.
Κι αν "ερωτεύτηκα" καμιά φορά, όλα εφήμερα ήτανε...
Άλλοι ερωτεύτηκαν στ' αλήθεια...
Εγώ -στ'αλήθεια - σε περίμενα.
Έλεγα δεν μπορεί, θα γυρίσει...
Θα γυρίσει στο κοριτσάκι του, την πριγκίπισσά του,
Θα γυρίσει πίσω...
Έλεγα κι άλλες φορές έφυγε, θα ξανάρθει,
Θα γυρίσει...
Κάθε χρόνο τα ίδια δεν έχουμε;
Αφού Μ'αγαπάει!
Αφού το είχα νιώσει Κάποτε!
Θα γυρίσει...

"Για Πάντα".
Θα Μείνω Για Πάντα Μόνη Μου!
Μα το "Για Πάντα" είναι πολύς καιρός...
Κι εγώ είμαι πολύ αδύναμη για να τ'αντέξω...
Το παραδέχομαι.
Μα πριν έρθει η αιωνιότητα να μας πλακώσει,
Πριν πέσει ο ουρανός στο κεφάλι μας,
Εγώ για πολύ σε περίμενα..
Πίσω από τον μεγάλο - πελώριο δηλαδή - τοίχο που έχτισες
Για να με διώξεις απ'τη ζωή σου,
Αν ποτέ κοιτούσες ήμουν στημένη...
Όρθια. Ακλόνητη. Σχεδόν γελοία.
Σίγουρα γελοία.

Αρρώστησα. Έφτασα στο Θάνατο.
Τον κοίταξα στα μάτια.
Κι ήταν περίεργο: Μου χαλογελούσε...
Κι εγώ του χαμογέλασα.
Κι ύστερα - μάλλον το εκτίμησε - με άφησε να φύγω...
Μου ψιθύρισε - λες κι ήτανε εσύ - "Να Προσέχεις".
Κι ύστερα έφυγε...
Μοιάζετε που λες μ' Εκείνον!
Κι οι δυο ήρθατε για μένα,
Με κοιτάξατε στα μάτια,
Μου χαμογελάσατε,
Μου είπατε "Να προσέχεις"
Κι ύστερα φύγατε...!
Μοιάζετε μ' Εκείνον...
Κρύβετε το ίδιο μυστήριο,
Μου εμπνέετε την ίδια ανασφάλεια,
Καπνίζετε τα ίδια τσιγάρα...
Το ένα πίσω απ' τ' άλλο,
Το ένα πίσω απ' τ' άλλο,
-Γιατί το ένα πίσω απ' τ' άλλο; -
-Γιατί το κάνεις αυτό...; -

Και καμιά φορά εύχομαι...
Μακάρι να 'μενε Εκείνος,
Μα να 'μενες για λίγο ακόμη κι Εσύ.
Αλλά ξέρεις κάτι;
Και οι δύο φύγατε!
Και μ'αφήσατε ήσυχη να συνεχίσω...
Και καπνίσατε τα τσιγάρα σας,
Και είπατε τα λόγια σας...
Και τώρα;
Δεν θα υπάρξει τίποτα άλλο για μας...
Και όχι. Δεν είμαστε δυο ψυχές που είναι φτιαγμένες για να 'ναι μαζί.
Ούτε σε σχέση, ούτε σε τίποτα.
Μια χαρά ολοκληρωτικά τελειώσαμε!
Γιατί γράφεις πράγματα που δεν εννοείς.;;
Γιατί λες πράγματα που δεν θα στα συγχωρήσω.;;!

Και τώρα, Αντίο.
Λυπάμαι πολύ. Πονάω πολύ.
Μα κουράστηκα να χάνω ανθρώπους που ίσως αγαπήσω
Γιατί θέλω να θυμάμαι εκείνον που Αγάπησα.
Και κουράστηκα να σε δικαιολογώ που φέρθηκες απαίσια,
Και κουράστηκα να παρακολουθώ την ευτυχία σου,
Και κουράστηκα να Σ'αγαπάω,
Και κουράστηκα να Σ'αγαπάω σου λέω!
Και κουράστηκα να είμαι Μόνη Μου...
Σε Περίμενα. Είσαι ο Άνθρωπός Μου.  Σ'αγαπάω.
Μα το "Για Πάντα" είναι πολύς καιρός αγάπη μου...
Είναι πολύς καιρός...






Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

Σαν κοιμηθήκαμε μαζί...



Σαν κοιμηθήκαμε μαζί...
Ήταν η μόνη νύχτα που δεν μ’ ένοιαζε αν έχει ή όχι αστέρια ο ουρανός
Είχα τα μάτια σου γι’ αστέρια
Τα μαλλιά σου που μύριζαν άνοιξη
-Ψέμα! Λίγο πιο όμορφα... -
Τα χέρια σου που χώραγαν όλα τα «Σ’ αγαπώ» του κόσμου

Σαν κοιμηθήκαμε μαζί...
Που με φιλούσες για να δεις αν έχω κοιμηθεί
Και ακουμπούσες με τη μύτη σου το πρόσωπό μου
Μ’ έκανες ευτυχισμένη
-Την πιο ευτυχισμένη κοπέλα στον κόσμο...-
Τον κόσμο που ομορφότερο μέρος από την αγκαλιά σου δεν είχε

Σαν κοιμηθήκαμε μαζί
Μπορεί να μην το πιστεύεις και ποτέ σου να μην το κάνεις
Μα τίποτα από τη νύχτα εκείνη δεν θα άλλαζα
Ήσουν ό, τι πιο τέλειο μου συνέβη
-Και τότε το ‘δειξες περισσότερο από ποτέ...-
Σου τ’ ορκίζομαι

Σαν κοιμηθήκαμε μαζί...
Ήμουν πια σίγουρη πως ποτέ μου δεν θα σταματούσα να σ’ αγαπώ
Πίστεψα τότε πως υπάρχει Θεός
Κι έμαθα πως τα όνειρα καμιά φορά
-Όχι πάντα, μα καμιά φορά...-
Στ’ αλήθεια συμβαίνουν

http://www.youtube.com/watch?v=1uStM1Zpah8
«Μόνο τα δικά σου χέρια δεν μ’ εγκαταλείπουνε... »

Δεν θυμάμαι αν στο είχα πει
Ήταν το ωραιότερο βράδυ της ζωής μου.
21-22/8/2010

Ήταν πολύ τέλειο για να ‘ναι αληθινό...

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

Μέρες...



Μέρες… Μέρες που αγαπάς, μέρες που λάτρεψες
Μέρες τότε που δεν ήξερες πόσο άσχημα θα εξελίσσονταν τα πράγματα…
Μέρες που… τέλειωσαν
Όπως όλες οι μέρες του κόσμου.

Μέρες πριν δύο, μέρες ακόμη και πριν τρία χρόνια
Μέρες που σου φαίνονται τώρα πολύ μακρινές
Βλέπεις, τα πράγματα αλλάζουν
Οι καιροί αλλάζουν, όπως οι άνθρωποι.

Μέρες που δεν θα ξεχάσεις ούτε τον επόμενο
Ούτε και κανέναν χρόνο
Μέρες που θα θυμάσαι
Χωρίς χαμόγελο πια, με πίκρα, μα θα θυμάσαι.

Μέρες που πέταξαν στα σκουπίδια τα άσχημα λόγια
Μέρες που κατέστρεψαν, μέρες που έριξαν στον γκρεμό
Κάποια «νέα» που έμαθες…
Μέρες που δεν γυρίζουν πίσω, όπως οι άνθρωποι.

Μέρες από κάποιο καλοκαίρι που σ’ ερωτεύτηκαν
Μέρες που νόμιζες πως τους άρεσε αυτό που είσαι
Και δεν το κριτίκαραν… Σε κανέναν, για κανέναν…
Μέρες που με το σήμερα μόνο τους αριθμούς έχουν όμοιους, τίποτα άλλο…

Μέρες… Μέρες Αυγούστου…
Μέρες που τα ‘χες όλα
Ή που μόλις τα ‘χες αποκτήσει
Μέρες που – πού να ‘ξερες!  - πέταξαν μακριά σου, όπως οι άνθρωποι.

Μέρες… Μέρες και Μάρτη και Απρίλη  και Μάη
Και τελικά απλές μέρες μέσα στην χιλιετία και στους αιώνες
Απλές μέρες μέσα στον ουρανό και τη γη
Ή μάλλον ως τον ουρανό… Και πάλι πίσω στη γη, όπως αγαπούσαν κάποτε οι άνθρωποι.

Μέρες… Μέρες με εικοσιτέσσερις ώρες
Και χίλια εικοσιτέσσερα χαμόγελα
Μέρες τότε που δεν πάλευες να μη συγχωρήσεις εκείνον που αγαπάς
Ξέροντας πως μετά δεν θα μπορείς να συγχωρήσεις τον εαυτό σου…


            *Τα "Λυπάμαι" μου...όσα και τα 8 μας... 

Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

O δικός μου ο Άνθρωπος...




Kάποτε είχα ένα γράμμα περασμένο στο λαιμό μου... 
Ένα μήνα το πρόλαβα, άντε ενάμιση 
Κι ύστερα ήρθε ο χειμώνας
Ένας χειμώνας βαρύς κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους
Να κοιμάμαι για να μην σκέφτομαι
Και να μην γελώ ποτέ μου...


«Δεύτερος και δυνατός»
Μια που ο πρώτος ήταν αδύναμος! 
Κι εγώ που νόμιζα ότι ο Νοέμβριος έρχεται αμέσως μετά τον Οκτώβρη
Αποκλείεται! Δεν μπορεί σ’ ένα μήνα να ξαναερωτεύτεται η καρδιά
Κάποιο λάθος θα κάνω στον υπολογισμό
Δεν θα μου βγήκε καλά το μέτρημα...


Αποκλείεται σου λέω! 
Ο δικός μου ο άνθρωπος ποτέ δεν θα με σύγκρινε 
Ποτέ του δεν θα με χώριζε γιατί ερωτεύτηκε κάποια άλλη
Ποτέ του δεν θα με κακολογούσε σ’ εκείνη 
Θα με υποστήριζε σε οποιονδήποτε
Δεν μπορεί να μην είναι έτσι!


Πώς θα ‘ταν ποτέ δυνατό να πει για ‘μένα κακιά κουβέντα;
Πώς θα ‘ταν ποτέ δυνατό να επιβεβαιώσει τις κακίες κάποιας για το τι είμαι
Απλώς γιατί την ερωτεύτηκε;
Πώς θα ‘ταν δυνατό βασικά να την ερωτευτεί ένα μήνα αφ’ ότου με πέθανε;
Μπα, στο όνειρό μου θα το είδα,
Σε κανέναν εφιάλτη!




                                        (...)


Μέτραγα και ξαναμέτραγα τους μήνες 
Μπας κι έκανα κανένα λάθος
Μα ο χρόνος ποτέ δεν ήταν με το μέρος μου
Γιατί να είναι τώρα;
Τα «αποκλείεται» μου έσβησαν σιγά-σιγά
Ναι... Ο δικός μου ο άνθρωπος ήξερε πάντα να με πουλάει...


Ο δικός μου ο άνθρωπος μια χαρά με σύγκρινε!
Μια χαρά επιβεβαίωσε όλες, μα όλες, τις κακίες κάποιας που ούτε καν με ξέρει
Απλώς γιατί την ερωτεύτηκε
Μια χαρά με κακολόγησε
Ο δικός μου ο άνθρωπος βασικά μια χαρά πεταλουδίτσες έβλεπε
Ένα μήνα αφ’ ότου τελείωσε μαζί μου...


Μήπως κι όλας γι’ αυτό τελείωσε τελικά;
Μήπως δεν ήταν ένα μήνα μετά, αλλά πολύ πριν;
Δεν αποκλείεται! 
Τίποτα βασικά δεν αποκλείεται
Δεν φεύγει ο Νοέμβριος μακριά απ’ τον Οκτώβριο
Όπως και να το κάνουμε!


Ο δικός μου ο άνθρωπος πάντα ήξερε να μ’ απογοητεύει
Πάντα ήξερε να φέρεται σκάρτα
Πάντα ήξερε καλά πώς να με πουλάει
Ο δικός μου ο άνθρωπος πάντα ήξερε να βλασφημεί πως μ’ αγαπάει
Τόλμησε και να μιλήσει γι’ αγάπη!
Δεν το ‘πλυνε το στόμα του πριν αναφέρει τέτοια λέξη;


                                         (...)


Κάποτε είχα ένα γράμμα περασμένο στο λαιμό μου...
Δεν μου το τράβαγε κανείς για να με πνίξει λέω ‘γω!
Το δικό μου βλέπετε το αγαπημένο γράμμα πάντα ήξερε να με ρίχνει στο γκρεμό
Έτσι πάει!
Κάποιες τις ερωτευόμαστε και κάποιες τις προδίδουμε
Κι αυτές τις πρώτες, αντί να τις μάθουμε να μην κρίνουν, τις επιβεβαιώνουμε κι όλας!






                            Δεν θα στο συγχωρήσω ποτέ μου αυτό.
                                      Ελπίζω πια να ‘σαι περήφανος.

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Πρέβεζα - Το τελευταίο ταξίδι του Κ. Καρυωτάκη



  Περνώντας και παρακολουθώντας για ώρες την προτομή του Κ. Καρυωτάκη στην Πρέβεζα, καθώς επίσης και την επιτύμβια στήλη του, αισθάνθηκα κάπως κοντινότερα στον ποιητή - ο οποίος τυχαίνει να είναι και αγαπημένος μου. Πάντα αισθανόμουν πως μοιραζόμουν τις ίδιες σκέψεις με τον ποιητή, ένιωθα τις γραμμές στα ποιήματά του, ένιωθα το κενό στην καρδιά του, την «αδυναμία» του - όπως την ονόμασαν κάποιοι - να ζήσει και να αγαπήσει τον εαυτό του και τους γύρω του. 
  Ο Καρυωτάκης υπήρξε αυτόχειρας, ναι, όμως ποιοι λόγοι τον οδήγησαν σ’ αυτή του την απόφαση; Πολλοί υποστηρίζουν πως εάν δεν υπέφερε από τη νόσο της σύφιλης δεν θα είχε την επιθυμία να αυτοκτονήσει. Εξάλλου, αναφέρει την ασθένειά του και στο τελευταίο γράμμα του... Δεν άντεχε - λένε - να ζήσει για να νιώσει πως πεθαίνει αργά - αργά, κι έτσι σταμάτησε πολύ νωρίτερα - και ξαφνικά - το ταξίδι αυτό της ζωής του. Βολική εξήγηση... Μα ο Καρυωτάκης ΔΕΝ αυτοκτόνησε εξαιτίας της αρρώστιας του. Ούτε καν αφορμή δεν αποτέλεσε, κατ’ εμέ. Έχοντας αναλύσει υπέρμετρα πολλές φορές τα ποιήματά του, έχοντας διαβάσει τους αντίστοιχους σχολιασμούς, έχοντας μελετήσει για ώρες μέσα από βιβλία και γράμματα τη βιογραφία και την ιστορία του με την Μ. Πολυδούρη κι έχοντας βγάλει πια τα δικά μου συμπεράσματα, είμαι σε θέση νομίζω να απορρίψω την εκδοχή που θέλει την ασθένεια του ποιητή «υπεύθυνη» και «ένοχη» για την αυτοκτονία του. Τα ποιήματά του διέπονται από ένα εμφανέστατο κύμα απαισιοδοξίας το οποίο κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, όπως δεν μπορεί να αμφισβητήσει και το σατιρικό τους ύφος. Ο Καρυωτάκης - δυστυχώς για όλους εμάς που τον βλέπουμε σαν πρότυπο - ήταν ένας άνθρωπος που γεννήθηκε για να μην αντέξει την ύπαρξή του σ’ αυτόν τον κόσμο, ένας άνθρωπος που υγιέστατος ή μη θα έδινε τέλος στη ζωή του σε σχετικά νεαρή ηλικία, ένας άνθρωπος που όσο έζησε βυθίστηκε στην απέραντη σκέψη κι αμέσως μετά στην επίσης απέραντη δυστυχία... 
  Η σχέση του με την ποιήτρια Μ. Πολυδούρη είναι για τους περισσότερους αρκετά γνωστή, καθώς επίσης και τα γράμματα που έχουν ανταλλάξει, τα οποία έχουν δημοσιευτεί σε πολλά βιβλία που αναφέρονται στη ζωή και τη σχέση τους... Οι προθέσεις της ποιήτριας είναι προφανείς, καθώς επίσης και του Καρυωτάκη. Εκείνη τον αγάπησε, αυτός δεν μπόρεσε να αγαπήσει ούτε τον εαυτό του. Λοιπόν ο Καρυωτάκης είναι από τους λίγους που δεν μπορώ να «κατηγορήσω» που κομμάτιασαν κάποιον που τους αγαπούσε πολύ, απλώς επειδή δεν έφταιγε εκείνος που κουβαλούσε από πολύ μικρός τη δυστυχία και την ματαιότητα μέσα του. Κανείς μας φυσικά δεν μπορεί να ψυχογραφήσει πλήρως τον ποιητή, ο ίδιος όμως μας αφήνει μέσα από τα έργα και τα γράμματά του σε συγγενείς και φίλους του, καθώς επίσης και το τελευταίο του γράμμα, να καταλάβουμε πολλά από τα όσα αισθανόταν και τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Πολλοί μεταγενέστεροι ποιητές ή και λάτρεις της ποίησης έχουν προσπαθήσει να προσεγγίσουν τον ποιητή γράφοντας άρθρα, ή ακόμη και άλλα ποιήματα αφιερωμένα σ’ αυτόν, ή απλώς «μπαίνοντας» στις σκέψεις του Καρυωτάκη, υιοθετώντας μερικές από αυτές και προσπαθώντας σκληρά να μην έχουν την ίδια κατάληξη (!).  Ωστόσο ο Καρυωτάκης είναι ένας ποιητής που δεν μπορεί να «πλησιαστεί» εύκολα, οι σκέψεις του δεν γίνονται απ’ όλους απολύτως αντιληπτές και κατανοητές - πόσο μάλλον οι αποφάσεις του! - κι ο πόνος που κρύβουν όλα του τα ποιήματα από λίγους μπορεί να «δικαιολογηθεί». Ίσως γιατί λίγοι από ‘μας γεννιούνται για να αντιληφθούν την ματαιότητα του κόσμου, κι αυτό όχι επειδή αυτή δεν υπάρχει, αλλά γιατί οι υπόλοιποι δεν μπορούν να την δουν... Κι αυτοί οι λίγοι είναι τυχεροί και άτυχοι μαζί, μα αλήθεια, ποιος θα μπορούσε να τους «κατηγορήσει» για αδυναμία; Έχω πραγματικά κουραστεί να διαβάζω πως ο Καρυωτάκης ήταν «αδύναμος» για να αντέξει τον κόσμο και άρρωστος ως προς την ψυχική του υγεία, ή ακόμη και πως αυτοκτόνησε εξαιτίας της ασθένειάς του. Ασθένεια ή όχι, ο Καρυωτάκης γεννήθηκε διαφορετικός και ιδιαίτερος, με ένα ταλέντο που ευτυχώς για ‘μας όσο έζησε το αξιοποίησε, και μ’ ένα «χάρισμα» αν θέλετε - ευλογία και κατάρα μαζί - να μπορεί να δει με τα ίδια του τα μάτια την φρικτή τραγωδία του κόσμου και των ανθρώπων, που όλο γελούν μα κάθε άλλο παρά ευτυχισμένοι είναι. Παρακάτω παρατίθεται το τελευταίο και αποχαιρετιστήριο γράμμα του μεγάλου ποιητή, το οποίο ο ίδιος έγραψε στην Πρέβεζα, μετά την πρώτη και αποτυχούσα απόπειρα αυτοκτονίας του στη θάλασσα.




Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.




[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Ολη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.




  Το υστερόγραφο του γράμματος αυτού το διέπει ένα φανερό χιουμοριστικό κλίμα, black humor όπως έχω διαβάσει σε ορισμένους σχολιασμούς, κάτι το οποίο μας δείχνει και αυτή την πλευρά του ποιητή, μας την επιβεβαιώνει δηλαδή όπως ακριβώς την είχαμε γνωρίσει μέσα από τα ποιήματά του. Όπως και να ‘χει, στη θάλασσα ή με ένα απλό περίστροφο, ο Καρυωτάκης έκανε τελικά αυτό που με τόση «σύνεση» και σκέψη είχε αποφασίσει, αυτό για το οποίο - αμέσως μετά την ποίηση - ο ποιητής ήταν «φτιαγμένος». Πολλοί που έμειναν πίσω προφανώς «σκοτώθηκαν» πολύ περισσότερο από τον ποιητή, ανάμεσά τους σίγουρα η Μ. Πολυδούρη, της οποίας ο βιολογικός θάνατος λίγο αργότερα δεν σήμαινε τίποτα μπροστά στον θάνατό της όταν πέθανε ο αγαπημένος της, Καρυωτάκης, ακόμη κι αν πέθανε άρρωστη, σε μια κλινική, ένα βράδυ σαν όλα τ’ άλλα... Κάποτε λυπήθηκα πραγματικά όταν έμαθα πως ο Καρυωτάκης ποτέ δεν πρόλαβε να διαβάσει το ποίημα που γι’ αυτόν έγραψε η Πολυδούρη «Μόνο Γιατί Μ’ αγάπησες». Τώρα πια κατάλαβα πως δεν του χρειαζόταν του ποιητή να το διαβάσει. Του τα ‘χε πει όλα ήδη στα γράμματά της...




Αγαπημένε μου,


     Θα σου διηγηθώ μια ιστορία πολύ πρωτότυπη σήμερα - και τι μια απελπισμένη καρδιά δε σκέπτεται, δεν αποφασίζει; Είναι η μοίρα σου πολύ βαριά... αλλά, Θεέ μου! πόσο βαρύτερη είναι η δική μου... αν ήξερες... και να στεκόμαστε έτσι με άτονα τα χέρια, εμείς με τη μεγάλη θέληση, μέχρι του σημείου να ζούμε μια ζωή τόσο τυραννική... να γινόμαστε τα παιχνίδια της κάθε ημέρας που περνάει, της κάθε στιγμής. Άκουσέ με, Τάκη μου, με την ήρεμη προσοχή που θ' άκουες ένα φίλο σου, έναν δικό σου. Δεν έχω απέναντι σου τις ψεύτικες ντροπές, τις μικρές δειλίες, τους απάνθρωπους εγωισμούς μια κοινής ερωμένης. Είμαι η φίλη σου, με τη συνείδηση πως είμαι η μοναδική σου φίλη. Δεν είναι λόγια στιγμιαίας έξαψης όσα θα σου ειπώ, πίστεψέ με.


     Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί... να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα 'μαι σε σένα. Δεν είναι δύσκολο, μα καθόλου δύσκολο. Ξέρω όλα τα εμπόδια, όλες τις συνέπειες. Είμαστε φτωχοί και οι δυο, αλλά τι μ' αυτό; Μήπως τώρα που είμαστε χωριστά δεν είμαστε φτωχοί και χωρίς καμιά ελπίδα να γίνουμε πλούσιοι; Δύο δωμάτια μας φτάνουν. Θα εργάζομαι κι εγώ, όχι βέβαια όπως τώρα στη Νομαρχία και στη θέση αυτή. Θα γράφω σε μια από τις βενιζελικές εφημερίδες [...] μέχρις ότου πάρω το δίπλωμά μου. Τότε θα κερδίζω πολύ περισσότερα. Δεν είναι όνειρα αυτά που σου γράφω, γνωρίζω πολλούς Δημοκρατικούς και μου είχαν προ καιρού προτείνει αυτό, αλλά δεν ήθελα να φύγω από τη Νομαρχία που ήσουν και συ. Θα εργάζομαι σχεδόν σπίτι μου έτσι.


     Ξέρω πως θέλεις τώρα ακριβώς να βοηθήσεις το σπίτι σου, αλλά θα το βοηθάς όπως και τώρα, αφού δεν  έχει να γίνει καμιά μεταβολή. Παιδιά δεν θα κάνομε, βέβαια - γελάς; ω! είναι τόσο εύκολο και τόσο συνηθισμένο πράγμα αυτό σήμερα. 'Άλλωστε έχω δικούς μου γιατρούς που θα κάνουν το παν για μένα. Ό,τι με κάνει να σκέπτομαι πολύ είναι ότι μπορεί να χάσεις το ταλέντο σου, αλλά γιατί να γίνει αυτό; Εμείς δεν θα έχομε ούτε την οικογένεια ούτε τις παλιοασχολίες της. Δεν θα 'μαι η γυναίκα εκείνη που θα σου φέρει γύρω σου τις ενοχλητικές σκέψεις του οικοκυριού, όχι, θα 'μαι η αιώνια ερωμένη σου. Δεν έχεις τίποτα από τη ζωή σου ν' αλλάξεις κοντά μου. Έλα, Τάκη μου. Μπορώ κάτι ακόμα να προσφέρω στη ζωή σου. Ω! αν ήξερες πόσο κακό μού κάνει να σκέπτομαι πως συ, το ευγενικό εξιδανικευμένο πλάσμα με τη θεϊκή ψυχή, φέρεσαι έτσι από ανάγκη στις ελεεινές αυτές ακάθαρτες γυναίκες που σου χάλασαν την υγεία σου...πόσο κακό μου κάνει... πόσο κακό!... Δεν είσαι πια παιδάκι που θα ντρεπόταν, πες το στον πατέρα σου, δεν μπορεί, θα σε ακούσει. Τάκη, κάνε το, μη σκεφθείς τίποτα ανυπόστατα εμπόδια, δεν υπάρχει τίποτε. Προ παντός μη -σ'εξορκίζω- μη σκεφθείς πω είσαι άρρωστος και θα μου έκανες κακό. Ξέρεις πως το μεγαλύτερο μαρτύριο που μπορεί να νιώσω είναι η κάθε στιγμή που περνώ μακριά σου... Α! είναι ένα φοβερό, ατελείωτο μαρτύριο... Σιμά σου όλα θα 'ναι όμορφα... όλα καλά...Να υποφέρω κατιτί...να μου επιτρέπεις να πονώ τον πόνο σου, είναι η ευτυχία, η μόνη ευτυχία που μπορεί να νιώσω.... Ω! άκουσέ με, αγάπη μου, όποιον άλλον λόγο σου θα τον ακούσω, μα όχι, μη μου προβάλεις αυτόν τον τελευταίο -αν ήταν μονάχα αυτός!- μη, θα πιστέψω πως δε θέλεις να πλησιάσω τόσο πολύ στην ψυχή σου, πως δεν μ' αγαπάς. Αρκεί να μη θέλω -και δεν θέλω- δεν θα κολλήσω ποτέ, σ'το βεβαιώνω.


     Φοβάμαι μήπως σου φανώ αστεία με όλα αυτά, εντούτοις, με όλα τ' άλλα που μπορείς να πιστέψεις, πίστεψε ακόμα πως η αγάπη μου με κάνει ικανή να κάνω το παν.


    Μη μου απαντήσεις απερίσκεπτα, σκέψου πως σ' αγαπώ πολύ πολύ... ατελείωτα.


12.10.22


Μαρία 




  Πόσα περισσότερα μπορεί να πει κανείς μόνο μ’ ένα γράμμα..; Η Πολυδούρη τον αγάπησε, όσο τίποτα τον αγάπησε, πιο πολύ κι απ’ τη ζωή της τον αγάπησε... Εκείνος... Εκείνος δεν μπορούσε ν’ αγαπήσει κανέναν. Ίσως μόνο σ’ αυτό δεν μπορώ να ταυτιστώ με τον Καρυωτάκη. Μα δεν τον κατηγορώ κι όλας... Η Πολυδούρη τον αγάπησε, ναι. Μα εκείνος είχε άλλο «χρέος», για ‘κείνον άλλα ήταν γραμμένα. Άδικο; Για όλους μας. Αλλά αληθινό. 


Μαρίκα μου,


Έλαβα χθες το γράμμα σου του Σαββάτου. Μου μετέδωσε όλη τη λύπη σου. Γιατί να υποφέρεις έτσι; Πρέπει να υπομείνεις αυτό το χωρισμό, αφού δε θα διαρκέσει πολύ. Προσπάθησε να διασκεδάζεις. Βγαίνε όσο μπορείς συχνότερα έξω. Πήγαινε με τις φίλες σου. Θα φύγεις και θα νοσταλγήσεις πάλι την ωραία πατρίδα σου.
Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ' αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ' αγαπώ περσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ν' αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη;
Πόσο καλό μου κάνουν τα γράμματά σου, όσο κι αν είναι γεμάτα από τη μελαγχολία σου εκείνη! Και πόσο είναι όμορφα γραμμένα! Ένα «Τάκη!» ή ένα «πού είσαι;», καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει, φτάνουν βαθιά ως την καρδιά μου.
Ήθελα πράγματι να ήμαστε, έστω και πουλιά, στο θαυμάσιο εκείνο τοπίο, όπως ήθελα να 'μαστε στο χωριό αυτό των Άλπεων, καλύτερα όμως -- το ομολογώ -- άνθρωποι, αλλά πιο απλοϊκοί, πιο ελεύθεροι από τώρα. Εν ανάγκη δε και Φρατέλοι. Τότε τουλάχιστο θα είχαμε την όμορφη αυτή γλώσσα σα να λέμε την αγάπη μας.


Με χίλια φιλιά
Κ.
01-06-1922


  Θα μου πείτε τώρα είπε πως την αγαπάει! Και πόσοι δεν είπαν πως μας αγάπησαν - ακόμη κι αν δεν φαινόταν έτσι - ενώ τελικά με όλες του τις πράξεις το διέψευσαν; Εγώ είμαι η πρώτη που λέω πως τα φαινόμενα συχνά απατούν και τα πράγματα δεν είναι πάντα αυτό που δείχνουν πως είναι, όμως στην αγάπη ειδικά, αυτός που αγαπάει, στ’ αλήθεια φαίνεται! Μέσα από πράξεις και χίλια δυο ακόμη πράγματα... Κι η Πολυδούρη το ‘δειξε ναι, με όλη της τη δύναμη το ‘δειξε, με όλη της την καρδιά, σε όλα της τα ποιήματα... Όταν τα διάβαζα σκεφτόμουν πως ήταν λες κι είχαν πάνω τ’ όνομά του! Σκαλισμένο αμέσως μετά τον τελευταίο στίχο, με διακριτικά, όμορφα, ασημί γράμματα, ένα ακόμη μικρό δείγμα των συναισθημάτων της. Να και κάτι στο οποίο ταυτίζομαι με την Πολυδούρη. Κι εγώ πολλά απ’ όσα γράφω είναι σαν να ‘χουν γραμμένο κάτω - κάτω ένα όνομα. Τόσο συγκεκριμένο όσο και οι στιγμές που περιγράφονται. Κάτι σαν «Στην αγάπη της ζωής μου», που για κάποιους θεωρείται πολύ υπερβολικό και το αλλάζουν. Όπως και να ‘χει, για την Πολυδούρη τίποτα δεν ήταν τόσο «υπερβολικό» όσο η αγάπη της. Τίποτα δεν ήταν μεγαλύτερο από αυτήν, τίποτα δεν άξιζε το ίδιο, τίποτα δεν της στοίχιζε περισσότερο. Εκτός από τον θάνατο του Καρυωτάκη. Και στ’ αλήθεια, είναι λίγο άδικο που μέσα σ’ όλη την ματαιότητά του ο Καρυωτάκης θεώρησε «μάταιη» κι «ανούσια» και την αγάπη της Πολυδούρη, μα πότε ήταν δίκαιες οι αποφάσεις του «γραμμένου», για να είναι στη ζωή των δύο αυτών ποιητών..;


  Ο Καρυωτάκης έζησε για να μας χαρίσει ένα πλήθος από πανέμορφα και ιδιαίτερα ποιήματα, κι ύστερα, όπως ακριβώς το θέλησε και παρατεταμένα το επεδίωξε, πέθανε. Έτσι απλά. Εμείς τον υμνούμε για το ταλέντο και το «χάρισμά» του, και κάποιοι - ίσως λίγοι - από ‘μας, τον καταλαβαίνουμε και πού και πού τον «δικαιολογούμε»... 






Κ. Καρυωτάκης - Πρέβεζα

Θάνατος είν' οι κάργες που χτυπιούνται 
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι 
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους, 
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη ο ήλιος, 
θάνατος μέσα στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει, 
για να ζυγίσει, μιά "ελλιπή" μερίδα, 
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι 
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξακονταρχία Πρεβέζης. 
Την Κυριακή θ' ακούσουμε τη μπάντα. 
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης, 
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία, 
"υπάρχω;" λες, κι ύστερα: "δεν υπάρχεις!" 
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.

'Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους αυτούς, 
ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους, 
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.


Δευτέρα 8 Αυγούστου 2011

Mια Πηνελόπη που μετρά...



Mετρώ καμιά φορά τις ώρες και τα «μακάρι» μου
Μετρώ καμιά φορά ένα-ένα τα σκαλοπάτια σαν ανεβαίνω σπίτι
Άσπρα σκαλοπάτια, τόση σκόνη και άμμος κι αυτά παραμένουν άσπρα
Μετρώ τα πουλιά, τα κύματα, τα χρόνια
Μετρώ τα βράδια τα ζευγάρια στο δρόμο
Μετρώ τα χέρια που κρατάν το ένα τ’ άλλο
Μετρώ, ξαναμετρώ και λιγότερα δεν γίνονται
Και μετρώ καμιά φορά τα λάθη μας
Μα να μετρώ τα δικά σου λάθη είναι σαν να μετρώ τ’ αστέρια
Κάποια στιγμή τα χάνω με το μέτρημα... 


Τι σκεφτόμουν, πίστευα θα γύριζες; Δεν ξέρω
Μάλλον μου έλειπες περισσότερο απ’ όσο μπορούσα να αντέξω
Κι είναι τα «κρίμα» μου περισσότερα απ’ τα «Σ’ αγαπώ» σου
Όπως και να το κάνουμε.


Κι έτσι μένω κι εγώ να μετρώ
Μια Πηνελόπη που όλο υφαίνει και ξηλώνει
Μια Πηνελόπη που άλλον δεν ήξερε ν’ αγαπήσει
Για τον Οδυσσέα «της» πολλά είχαν όλοι να πουν
Πως ταξίδεψε λέει και ποτέ του δεν ξέχασε την Ιθάκη του
Πως ούτε τους Κύκλωπες, ούτε τα άγρια κύματα ποτέ του δεν φοβήθηκε
Κανείς όμως, κανείς ποτέ δεν μίλησε για τούτες που μαζί τους πλάγιασε
Για τούτες που σαν ήτανε μαζί τους, και Ιθάκη ξέχασε και Πηνελόπη κι όλα!
Για τούτες που μπορεί να μην αγάπησε, μα αν ήτανε να τις αγαπήσει όπως την Πηνελόπη «του», καλύτερα!
Για τούτες, ξέρετε, που τάχα τον εθέλανε, τη στιγμή που η Πηνελόπη δάκρυζε και ξήλωνε...


Αυτά κι άλλα πολλά μετρώ
Κι ύστερα με παίρνει ο ύπνος
Γιατί αν μείνω ξύπνια θα μετρήσω κι άλλα
Που πονάνε πιο πολύ.


Όχι τίποτα ιδιαίτερο, ξέρετε
Για ‘κείνους που δεν δώσαν σημασία σ’ ανθρώπους που πραγματικά τους αγάπησαν
Κι έτρεχαν να ζήσουν κάτι καινούριο
Γι’ αυτούς που τάχα δεν ήθελαν να ‘χουν «άλλα» στο μυαλό τους
Κι όμως απέκτησαν καινούρια και μάλιστα ωραιότερα!
Γι’ αυτούς που - τι νόμιζαν; 
Μάλλον πως θα τους αγαπούσαν πολλές στη ζωή τους
Μάλλον πως θα υπήρχαν πολλές να νοιάζονται
Γι’ αυτούς που θα το μετανιώσουν μια μέρα
Μα θα ‘ν’ αλήθεια αργά...


Τι σκεφτόσουν, πίστευες θα γύριζε; Δεν ξέρω
Δεν θα γυρίσει, λυπάμαι καμάρι μου
Κι είναι καλό από μια άποψη να βλέπεις πώς είναι να πονάς
Μα απ’ όλες τις άλλες απόψεις, ένα πράγμα είναι: Άδικο. 


Τώρα μετρώ, που λες, έτσι όπως γίναμε
Τα λόγια που ‘πες και με μαχαίρωσαν
Κι αν είναι μέχρι εκεί να φτάσω το βράδυ
Ε, μετά δεν κοιμάμαι με τίποτα!
Εγώ, καμάρι μου, ίσως μείνω πάντα μια Πηνελόπη που μετρά και ξηλώνει αναμνήσεις
Μα εσύ Οδυσσέας δεν θα γενείς ποτέ
Μ’ ακούς; Ποτέ!
Γιατί ούτε Ιθάκη έχεις εσύ, ούτε και στόχο
Μονάχα μιλάς... Για όνειρα μιλάς. Μιλάς
Γιατί όνειρα δεν έμαθες ποτέ σου να κάνεις. 



Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

Τ' αυγουστιάτικο φεγγάρι...


  Λένε πως τ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι καλύτερα να μην το δεις αν είναι να ‘σαι μοναχός σου... Λένε πως αν πάλι δεν είσαι, αυτό που «ταιριάζει» να κάνεις είναι απλό: Παίρνεις τον άνθρωπό σου, κάθεστε αγκαλιά, μοιράζεστε τη σιωπή σας και κοιτάζετε... Κοιτάζετε... Και περιμένετε. Περιμένετε να ζήσετε μαζί για πάντα, ή να χωρίσετε αμέσως μετά από δυο μήνες... Περιμένετε να γράψετε ιστορία μαζί, ή απλώς να ξεχάσετε ο ένας τον άλλον μέχρι τον επόμενο Αύγουστο...

  Νομίζω κι εγώ πως όταν είχα την ευκαιρία, ίσως για μία και μόνο φορά έκανα αυτό που λένε πως «ταιριάζει»: Κι εγώ περίμενα. Δεν είχα πια τίποτα άλλο να κάνω απ’ το να περιμένω και να εύχομαι... Α, ναι! Ήμουν κι ευτυχισμένη... Κρατούσα σφιχτά ένα γράμμα που ανυπομονούσα να ανοίξω, κι όλο σε κοίταζα, σε κοίταζα... Κι εσύ έψαχνες το φεγγάρι! Το φεγγάρι βρε χαζέ εκεί είναι, πάντα εκεί θα είναι... Εμείς να μην χαθούμε ήταν το πρόβλημα! Που λες, περπατούσα μαζί σου χέρι - χέρι κι ήταν αυτό που λέμε «ευτυχία», έτσι μου φαίνεται. Κι εσύ να ψάχνεις το φεγγάρι!

  Εγώ πάλι σκεφτόμουν πώς θα ήταν αν ζούσα τη ζωή μου μαζί σου... Δεν το τολμούσα συχνά, έτσι μ’ έμαθες βλέπεις, μα καμιά φορά το σκεφτόμουν κι ονειρευόμουν κι εγώ. Που λες, δεν το καταλαβαίνεις, μα θα ‘ταν ωραία! Θα πίναμε πορτοκαλάδα μαζί στο μπαλκόνι και θα συζητούσαμε. Θα τρώγαμε μαζί παγωτό και θα πεθαίναμε στα γέλια με τα αστεία σου. Θα κάναμε ύστερα μπάνιο με «σαμπουάν για το σώμα», όπως πάντα το λες, και θα ξαπλώναμε αγκαλίτσα. Κι όταν θα ’χε κρύο θα κλείναμε σφιχτά τα παράθυρα και τίποτα δεν θα μπορούσε πια να μας βλάψει! Δεν θα ’σουν μονάχα αυτός που μου ’ρχεται στο μυαλό μόλις ξυπνάω, μα αυτός που τελικά με ξυπνάει! Θα είχαμε το τζάκι που πάντα ονειρευόσουν, όπως το ’θελες εσύ, δεν θα ’χα πρόβλημα, και θα κοιτούσαμε για ώρες τη φωτιά και τις σκιές της. Θα ξαπλώναμε τα δροσερά μεσημέρια στον καναπέ και θα τρώγαμε καρπούζι, θα βγαίναμε βόλτες στα πιο όμορφα μέρη του κόσμου, θα μου πείραζες τα μαλλιά, θα σου χάιδευα τον λαιμό, θα μου αγκάλιαζες τη μέση, θα ξάπλωνα στην κοιλίτσα σου... Θα μ’ αγαπούσες, θα σ’ αγαπούσα... Και τίποτα άλλο δεν θα ‘θελα για ‘μένα, ποτέ μου. (...)

  Εσύ έψαχνες το φεγγάρι! Κι εγώ, με το μαύρο μακρύ μου φόρεμα - ίδια η νύχτα στο πιο μοναχικό της - και την πλεξούδα στα μαλλιά, όλο σε κοίταγα. Τι όμορφος που ήσουν, αλήθεια! Τι όμορφα που ήταν, αλήθεια... Καθίσαμε ύστερα κάτω, δίπλα στο κύμα, και γελούσαμε μαζί... Μ’ έκανες να γελάω, πάντα με έκανες! Κι είχαμε μόλις πριν λίγο ζήσει στιγμές μαγικές, είχαμε να λέμε και να σκεφτόμαστε. Μεγάλο ήταν το φεγγάρι, σχεδόν όσο η ιστορία μας.

  Κι ύστερα χωριστήκαμε. Μέχρι να φτάσω σπίτι θα το ’χα διαβάσει το γράμμα σου και τέσσερις φορές! Και τότε ναι, ήμουν σίγουρη! Θα ‘πρεπε να ζήσω μαζί σου! Θα ήταν  άδικο να μην ζήσω μαζί σου. Τελείωσε, έτσι θα γινόταν, και θα τρώγαμε μια στο τόσο πατάτες με μαγιονέζα, όπως τότε, και θα αδιαφορούσαμε που έχει κι άλλο κόσμο στο λεωφορείο, όπως τότε, και θα αγαπιόμασταν, όπως τότε... Έτσι θα γινόταν, έτσι έπρεπε...

  Λένε πως τ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι καλύτερα να μην το δεις αν είναι να ‘σαι μοναχός σου... Αυτό ίσως ισχύει... Μα ακόμα λένε πως η ευτυχία δεν είναι κάτι που ζεις, μα κάτι που θυμάσαι... Μάλλον δεν έχουν πάρει τέτοιο γράμμα στα χέρια τους!