Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Πρέβεζα - Το τελευταίο ταξίδι του Κ. Καρυωτάκη



  Περνώντας και παρακολουθώντας για ώρες την προτομή του Κ. Καρυωτάκη στην Πρέβεζα, καθώς επίσης και την επιτύμβια στήλη του, αισθάνθηκα κάπως κοντινότερα στον ποιητή - ο οποίος τυχαίνει να είναι και αγαπημένος μου. Πάντα αισθανόμουν πως μοιραζόμουν τις ίδιες σκέψεις με τον ποιητή, ένιωθα τις γραμμές στα ποιήματά του, ένιωθα το κενό στην καρδιά του, την «αδυναμία» του - όπως την ονόμασαν κάποιοι - να ζήσει και να αγαπήσει τον εαυτό του και τους γύρω του. 
  Ο Καρυωτάκης υπήρξε αυτόχειρας, ναι, όμως ποιοι λόγοι τον οδήγησαν σ’ αυτή του την απόφαση; Πολλοί υποστηρίζουν πως εάν δεν υπέφερε από τη νόσο της σύφιλης δεν θα είχε την επιθυμία να αυτοκτονήσει. Εξάλλου, αναφέρει την ασθένειά του και στο τελευταίο γράμμα του... Δεν άντεχε - λένε - να ζήσει για να νιώσει πως πεθαίνει αργά - αργά, κι έτσι σταμάτησε πολύ νωρίτερα - και ξαφνικά - το ταξίδι αυτό της ζωής του. Βολική εξήγηση... Μα ο Καρυωτάκης ΔΕΝ αυτοκτόνησε εξαιτίας της αρρώστιας του. Ούτε καν αφορμή δεν αποτέλεσε, κατ’ εμέ. Έχοντας αναλύσει υπέρμετρα πολλές φορές τα ποιήματά του, έχοντας διαβάσει τους αντίστοιχους σχολιασμούς, έχοντας μελετήσει για ώρες μέσα από βιβλία και γράμματα τη βιογραφία και την ιστορία του με την Μ. Πολυδούρη κι έχοντας βγάλει πια τα δικά μου συμπεράσματα, είμαι σε θέση νομίζω να απορρίψω την εκδοχή που θέλει την ασθένεια του ποιητή «υπεύθυνη» και «ένοχη» για την αυτοκτονία του. Τα ποιήματά του διέπονται από ένα εμφανέστατο κύμα απαισιοδοξίας το οποίο κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει, όπως δεν μπορεί να αμφισβητήσει και το σατιρικό τους ύφος. Ο Καρυωτάκης - δυστυχώς για όλους εμάς που τον βλέπουμε σαν πρότυπο - ήταν ένας άνθρωπος που γεννήθηκε για να μην αντέξει την ύπαρξή του σ’ αυτόν τον κόσμο, ένας άνθρωπος που υγιέστατος ή μη θα έδινε τέλος στη ζωή του σε σχετικά νεαρή ηλικία, ένας άνθρωπος που όσο έζησε βυθίστηκε στην απέραντη σκέψη κι αμέσως μετά στην επίσης απέραντη δυστυχία... 
  Η σχέση του με την ποιήτρια Μ. Πολυδούρη είναι για τους περισσότερους αρκετά γνωστή, καθώς επίσης και τα γράμματα που έχουν ανταλλάξει, τα οποία έχουν δημοσιευτεί σε πολλά βιβλία που αναφέρονται στη ζωή και τη σχέση τους... Οι προθέσεις της ποιήτριας είναι προφανείς, καθώς επίσης και του Καρυωτάκη. Εκείνη τον αγάπησε, αυτός δεν μπόρεσε να αγαπήσει ούτε τον εαυτό του. Λοιπόν ο Καρυωτάκης είναι από τους λίγους που δεν μπορώ να «κατηγορήσω» που κομμάτιασαν κάποιον που τους αγαπούσε πολύ, απλώς επειδή δεν έφταιγε εκείνος που κουβαλούσε από πολύ μικρός τη δυστυχία και την ματαιότητα μέσα του. Κανείς μας φυσικά δεν μπορεί να ψυχογραφήσει πλήρως τον ποιητή, ο ίδιος όμως μας αφήνει μέσα από τα έργα και τα γράμματά του σε συγγενείς και φίλους του, καθώς επίσης και το τελευταίο του γράμμα, να καταλάβουμε πολλά από τα όσα αισθανόταν και τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Πολλοί μεταγενέστεροι ποιητές ή και λάτρεις της ποίησης έχουν προσπαθήσει να προσεγγίσουν τον ποιητή γράφοντας άρθρα, ή ακόμη και άλλα ποιήματα αφιερωμένα σ’ αυτόν, ή απλώς «μπαίνοντας» στις σκέψεις του Καρυωτάκη, υιοθετώντας μερικές από αυτές και προσπαθώντας σκληρά να μην έχουν την ίδια κατάληξη (!).  Ωστόσο ο Καρυωτάκης είναι ένας ποιητής που δεν μπορεί να «πλησιαστεί» εύκολα, οι σκέψεις του δεν γίνονται απ’ όλους απολύτως αντιληπτές και κατανοητές - πόσο μάλλον οι αποφάσεις του! - κι ο πόνος που κρύβουν όλα του τα ποιήματα από λίγους μπορεί να «δικαιολογηθεί». Ίσως γιατί λίγοι από ‘μας γεννιούνται για να αντιληφθούν την ματαιότητα του κόσμου, κι αυτό όχι επειδή αυτή δεν υπάρχει, αλλά γιατί οι υπόλοιποι δεν μπορούν να την δουν... Κι αυτοί οι λίγοι είναι τυχεροί και άτυχοι μαζί, μα αλήθεια, ποιος θα μπορούσε να τους «κατηγορήσει» για αδυναμία; Έχω πραγματικά κουραστεί να διαβάζω πως ο Καρυωτάκης ήταν «αδύναμος» για να αντέξει τον κόσμο και άρρωστος ως προς την ψυχική του υγεία, ή ακόμη και πως αυτοκτόνησε εξαιτίας της ασθένειάς του. Ασθένεια ή όχι, ο Καρυωτάκης γεννήθηκε διαφορετικός και ιδιαίτερος, με ένα ταλέντο που ευτυχώς για ‘μας όσο έζησε το αξιοποίησε, και μ’ ένα «χάρισμα» αν θέλετε - ευλογία και κατάρα μαζί - να μπορεί να δει με τα ίδια του τα μάτια την φρικτή τραγωδία του κόσμου και των ανθρώπων, που όλο γελούν μα κάθε άλλο παρά ευτυχισμένοι είναι. Παρακάτω παρατίθεται το τελευταίο και αποχαιρετιστήριο γράμμα του μεγάλου ποιητή, το οποίο ο ίδιος έγραψε στην Πρέβεζα, μετά την πρώτη και αποτυχούσα απόπειρα αυτοκτονίας του στη θάλασσα.




Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.




[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Ολη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.




  Το υστερόγραφο του γράμματος αυτού το διέπει ένα φανερό χιουμοριστικό κλίμα, black humor όπως έχω διαβάσει σε ορισμένους σχολιασμούς, κάτι το οποίο μας δείχνει και αυτή την πλευρά του ποιητή, μας την επιβεβαιώνει δηλαδή όπως ακριβώς την είχαμε γνωρίσει μέσα από τα ποιήματά του. Όπως και να ‘χει, στη θάλασσα ή με ένα απλό περίστροφο, ο Καρυωτάκης έκανε τελικά αυτό που με τόση «σύνεση» και σκέψη είχε αποφασίσει, αυτό για το οποίο - αμέσως μετά την ποίηση - ο ποιητής ήταν «φτιαγμένος». Πολλοί που έμειναν πίσω προφανώς «σκοτώθηκαν» πολύ περισσότερο από τον ποιητή, ανάμεσά τους σίγουρα η Μ. Πολυδούρη, της οποίας ο βιολογικός θάνατος λίγο αργότερα δεν σήμαινε τίποτα μπροστά στον θάνατό της όταν πέθανε ο αγαπημένος της, Καρυωτάκης, ακόμη κι αν πέθανε άρρωστη, σε μια κλινική, ένα βράδυ σαν όλα τ’ άλλα... Κάποτε λυπήθηκα πραγματικά όταν έμαθα πως ο Καρυωτάκης ποτέ δεν πρόλαβε να διαβάσει το ποίημα που γι’ αυτόν έγραψε η Πολυδούρη «Μόνο Γιατί Μ’ αγάπησες». Τώρα πια κατάλαβα πως δεν του χρειαζόταν του ποιητή να το διαβάσει. Του τα ‘χε πει όλα ήδη στα γράμματά της...




Αγαπημένε μου,


     Θα σου διηγηθώ μια ιστορία πολύ πρωτότυπη σήμερα - και τι μια απελπισμένη καρδιά δε σκέπτεται, δεν αποφασίζει; Είναι η μοίρα σου πολύ βαριά... αλλά, Θεέ μου! πόσο βαρύτερη είναι η δική μου... αν ήξερες... και να στεκόμαστε έτσι με άτονα τα χέρια, εμείς με τη μεγάλη θέληση, μέχρι του σημείου να ζούμε μια ζωή τόσο τυραννική... να γινόμαστε τα παιχνίδια της κάθε ημέρας που περνάει, της κάθε στιγμής. Άκουσέ με, Τάκη μου, με την ήρεμη προσοχή που θ' άκουες ένα φίλο σου, έναν δικό σου. Δεν έχω απέναντι σου τις ψεύτικες ντροπές, τις μικρές δειλίες, τους απάνθρωπους εγωισμούς μια κοινής ερωμένης. Είμαι η φίλη σου, με τη συνείδηση πως είμαι η μοναδική σου φίλη. Δεν είναι λόγια στιγμιαίας έξαψης όσα θα σου ειπώ, πίστεψέ με.


     Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί... να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα 'μαι σε σένα. Δεν είναι δύσκολο, μα καθόλου δύσκολο. Ξέρω όλα τα εμπόδια, όλες τις συνέπειες. Είμαστε φτωχοί και οι δυο, αλλά τι μ' αυτό; Μήπως τώρα που είμαστε χωριστά δεν είμαστε φτωχοί και χωρίς καμιά ελπίδα να γίνουμε πλούσιοι; Δύο δωμάτια μας φτάνουν. Θα εργάζομαι κι εγώ, όχι βέβαια όπως τώρα στη Νομαρχία και στη θέση αυτή. Θα γράφω σε μια από τις βενιζελικές εφημερίδες [...] μέχρις ότου πάρω το δίπλωμά μου. Τότε θα κερδίζω πολύ περισσότερα. Δεν είναι όνειρα αυτά που σου γράφω, γνωρίζω πολλούς Δημοκρατικούς και μου είχαν προ καιρού προτείνει αυτό, αλλά δεν ήθελα να φύγω από τη Νομαρχία που ήσουν και συ. Θα εργάζομαι σχεδόν σπίτι μου έτσι.


     Ξέρω πως θέλεις τώρα ακριβώς να βοηθήσεις το σπίτι σου, αλλά θα το βοηθάς όπως και τώρα, αφού δεν  έχει να γίνει καμιά μεταβολή. Παιδιά δεν θα κάνομε, βέβαια - γελάς; ω! είναι τόσο εύκολο και τόσο συνηθισμένο πράγμα αυτό σήμερα. 'Άλλωστε έχω δικούς μου γιατρούς που θα κάνουν το παν για μένα. Ό,τι με κάνει να σκέπτομαι πολύ είναι ότι μπορεί να χάσεις το ταλέντο σου, αλλά γιατί να γίνει αυτό; Εμείς δεν θα έχομε ούτε την οικογένεια ούτε τις παλιοασχολίες της. Δεν θα 'μαι η γυναίκα εκείνη που θα σου φέρει γύρω σου τις ενοχλητικές σκέψεις του οικοκυριού, όχι, θα 'μαι η αιώνια ερωμένη σου. Δεν έχεις τίποτα από τη ζωή σου ν' αλλάξεις κοντά μου. Έλα, Τάκη μου. Μπορώ κάτι ακόμα να προσφέρω στη ζωή σου. Ω! αν ήξερες πόσο κακό μού κάνει να σκέπτομαι πως συ, το ευγενικό εξιδανικευμένο πλάσμα με τη θεϊκή ψυχή, φέρεσαι έτσι από ανάγκη στις ελεεινές αυτές ακάθαρτες γυναίκες που σου χάλασαν την υγεία σου...πόσο κακό μου κάνει... πόσο κακό!... Δεν είσαι πια παιδάκι που θα ντρεπόταν, πες το στον πατέρα σου, δεν μπορεί, θα σε ακούσει. Τάκη, κάνε το, μη σκεφθείς τίποτα ανυπόστατα εμπόδια, δεν υπάρχει τίποτε. Προ παντός μη -σ'εξορκίζω- μη σκεφθείς πω είσαι άρρωστος και θα μου έκανες κακό. Ξέρεις πως το μεγαλύτερο μαρτύριο που μπορεί να νιώσω είναι η κάθε στιγμή που περνώ μακριά σου... Α! είναι ένα φοβερό, ατελείωτο μαρτύριο... Σιμά σου όλα θα 'ναι όμορφα... όλα καλά...Να υποφέρω κατιτί...να μου επιτρέπεις να πονώ τον πόνο σου, είναι η ευτυχία, η μόνη ευτυχία που μπορεί να νιώσω.... Ω! άκουσέ με, αγάπη μου, όποιον άλλον λόγο σου θα τον ακούσω, μα όχι, μη μου προβάλεις αυτόν τον τελευταίο -αν ήταν μονάχα αυτός!- μη, θα πιστέψω πως δε θέλεις να πλησιάσω τόσο πολύ στην ψυχή σου, πως δεν μ' αγαπάς. Αρκεί να μη θέλω -και δεν θέλω- δεν θα κολλήσω ποτέ, σ'το βεβαιώνω.


     Φοβάμαι μήπως σου φανώ αστεία με όλα αυτά, εντούτοις, με όλα τ' άλλα που μπορείς να πιστέψεις, πίστεψε ακόμα πως η αγάπη μου με κάνει ικανή να κάνω το παν.


    Μη μου απαντήσεις απερίσκεπτα, σκέψου πως σ' αγαπώ πολύ πολύ... ατελείωτα.


12.10.22


Μαρία 




  Πόσα περισσότερα μπορεί να πει κανείς μόνο μ’ ένα γράμμα..; Η Πολυδούρη τον αγάπησε, όσο τίποτα τον αγάπησε, πιο πολύ κι απ’ τη ζωή της τον αγάπησε... Εκείνος... Εκείνος δεν μπορούσε ν’ αγαπήσει κανέναν. Ίσως μόνο σ’ αυτό δεν μπορώ να ταυτιστώ με τον Καρυωτάκη. Μα δεν τον κατηγορώ κι όλας... Η Πολυδούρη τον αγάπησε, ναι. Μα εκείνος είχε άλλο «χρέος», για ‘κείνον άλλα ήταν γραμμένα. Άδικο; Για όλους μας. Αλλά αληθινό. 


Μαρίκα μου,


Έλαβα χθες το γράμμα σου του Σαββάτου. Μου μετέδωσε όλη τη λύπη σου. Γιατί να υποφέρεις έτσι; Πρέπει να υπομείνεις αυτό το χωρισμό, αφού δε θα διαρκέσει πολύ. Προσπάθησε να διασκεδάζεις. Βγαίνε όσο μπορείς συχνότερα έξω. Πήγαινε με τις φίλες σου. Θα φύγεις και θα νοσταλγήσεις πάλι την ωραία πατρίδα σου.
Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ' αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ' αγαπώ περσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ν' αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη;
Πόσο καλό μου κάνουν τα γράμματά σου, όσο κι αν είναι γεμάτα από τη μελαγχολία σου εκείνη! Και πόσο είναι όμορφα γραμμένα! Ένα «Τάκη!» ή ένα «πού είσαι;», καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει, φτάνουν βαθιά ως την καρδιά μου.
Ήθελα πράγματι να ήμαστε, έστω και πουλιά, στο θαυμάσιο εκείνο τοπίο, όπως ήθελα να 'μαστε στο χωριό αυτό των Άλπεων, καλύτερα όμως -- το ομολογώ -- άνθρωποι, αλλά πιο απλοϊκοί, πιο ελεύθεροι από τώρα. Εν ανάγκη δε και Φρατέλοι. Τότε τουλάχιστο θα είχαμε την όμορφη αυτή γλώσσα σα να λέμε την αγάπη μας.


Με χίλια φιλιά
Κ.
01-06-1922


  Θα μου πείτε τώρα είπε πως την αγαπάει! Και πόσοι δεν είπαν πως μας αγάπησαν - ακόμη κι αν δεν φαινόταν έτσι - ενώ τελικά με όλες του τις πράξεις το διέψευσαν; Εγώ είμαι η πρώτη που λέω πως τα φαινόμενα συχνά απατούν και τα πράγματα δεν είναι πάντα αυτό που δείχνουν πως είναι, όμως στην αγάπη ειδικά, αυτός που αγαπάει, στ’ αλήθεια φαίνεται! Μέσα από πράξεις και χίλια δυο ακόμη πράγματα... Κι η Πολυδούρη το ‘δειξε ναι, με όλη της τη δύναμη το ‘δειξε, με όλη της την καρδιά, σε όλα της τα ποιήματα... Όταν τα διάβαζα σκεφτόμουν πως ήταν λες κι είχαν πάνω τ’ όνομά του! Σκαλισμένο αμέσως μετά τον τελευταίο στίχο, με διακριτικά, όμορφα, ασημί γράμματα, ένα ακόμη μικρό δείγμα των συναισθημάτων της. Να και κάτι στο οποίο ταυτίζομαι με την Πολυδούρη. Κι εγώ πολλά απ’ όσα γράφω είναι σαν να ‘χουν γραμμένο κάτω - κάτω ένα όνομα. Τόσο συγκεκριμένο όσο και οι στιγμές που περιγράφονται. Κάτι σαν «Στην αγάπη της ζωής μου», που για κάποιους θεωρείται πολύ υπερβολικό και το αλλάζουν. Όπως και να ‘χει, για την Πολυδούρη τίποτα δεν ήταν τόσο «υπερβολικό» όσο η αγάπη της. Τίποτα δεν ήταν μεγαλύτερο από αυτήν, τίποτα δεν άξιζε το ίδιο, τίποτα δεν της στοίχιζε περισσότερο. Εκτός από τον θάνατο του Καρυωτάκη. Και στ’ αλήθεια, είναι λίγο άδικο που μέσα σ’ όλη την ματαιότητά του ο Καρυωτάκης θεώρησε «μάταιη» κι «ανούσια» και την αγάπη της Πολυδούρη, μα πότε ήταν δίκαιες οι αποφάσεις του «γραμμένου», για να είναι στη ζωή των δύο αυτών ποιητών..;


  Ο Καρυωτάκης έζησε για να μας χαρίσει ένα πλήθος από πανέμορφα και ιδιαίτερα ποιήματα, κι ύστερα, όπως ακριβώς το θέλησε και παρατεταμένα το επεδίωξε, πέθανε. Έτσι απλά. Εμείς τον υμνούμε για το ταλέντο και το «χάρισμά» του, και κάποιοι - ίσως λίγοι - από ‘μας, τον καταλαβαίνουμε και πού και πού τον «δικαιολογούμε»... 






Κ. Καρυωτάκης - Πρέβεζα

Θάνατος είν' οι κάργες που χτυπιούνται 
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι 
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους, 
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη ο ήλιος, 
θάνατος μέσα στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει, 
για να ζυγίσει, μιά "ελλιπή" μερίδα, 
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι 
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξακονταρχία Πρεβέζης. 
Την Κυριακή θ' ακούσουμε τη μπάντα. 
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης, 
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία, 
"υπάρχω;" λες, κι ύστερα: "δεν υπάρχεις!" 
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.

'Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους αυτούς, 
ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους, 
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.


5 σχόλια:

  1. Ναταλάκι μου καλησπέρα!
    Είμαι Πρεβεζάνα και η φωτογραφία που έχεις σ αυτή την ανάρτηση είναι φόντο και στο λάπτοπ μου!
    Κάθε φορά που περνώ από εκεί, απ το σημείο που αυτοκτόνησε ή απ το σπίτι του νιώθω τελείως διαφορετικά!
    Τον αγαπώ πολύ, μέσα απ αυτόν αγάπησα όλη τη ποίηση.
    Πολύ όμορφη ανάρτηση, ξεκαθαρίζει κάποια πράγματα που είναι ήδη ξεκάθαρα σε μας που έχουμε διαβάσει αρκετά πράγματα γι αυτόν αλλά είναι μπερδεμένα στα μυαλά πολλών ανθρώπων.

    Σε φιλώ γλυκά :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. πολυ εξιδεικευμενη αναλυση, και πρεπει να το κατεχεις καλα το θεμα..σιγουρα αναρτηση που θα διαβασω ξανα για να την κατανοησω καλυτερα! :)

    καλημερα Ναταλια! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. koukouroukouprigkipissa...

    Χρειάζεται πού και πού ένα ξεκαθάρισμα είναι η αλήθεια...! Όντως πολλοί από εμάς μέσα από τον Καρυωτάκη έχουν αγαπήσει την ποίηση σε ολόκληρό της το μεγαλείο... Πως να μην νιώθεις "διαφορετικά" περνώντας από τέτοια σημεία;

    Σε φιλώ, τα λέμε σύντομα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ηλία μου...

    Σ' ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου :)

    Σε φιλώ, τα ξαναλέμε

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Δακρυσα. Σημαινουν πολλα αυτα για μενα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή