Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Kι αυτό το καλοκαίρι...

  Sε είδα ξανά, χωμένη βαθιά σε ένα από εκείνα τα καλοκαιρινά κλαμπ, να προσπαθείς να ταιριάξεις σαν ένα ξεκολλημένο κομμάτι από ένα συναρμολογούμενο αυτοκινητάκι για παιδιά, ή σαν ένα ελαττωματικό κομμάτι από παζλ με δελφίνια και ζούγκλες... Έτσι ήσουν πάντα, προσπαθούσες να προσαρμοστείς μέσα στο χάος της μάζας, προσπαθούσες να διασκεδάσεις κι εσύ όπως «Ο κόσμος πάντα διασκεδάζει»... Μα ποτέ δεν τα κατάφερνες. Γύριζες σπίτι σου με ‘κείνη την πίκρα και την απογοήτευση, έψαχνες κάτι όμορφο για να σκεφτείς - μάταια μάλλον - κι έβλεπες ύστερα τις ώρες να περνάνε χωρίς να κλείσεις μάτι... 


  Και χθες, όπως ακριβώς κάθε μα κάθε φορά, στεκόσουν σαν χαμένο περιστέρι, αταίριαστο πάντα με το σχήμα των άλλων πουλιών, ζαλισμένο πίσω από τους καπνούς και τη φασαρία. Σου ‘μοιαζε η γιορτή τους πανηγύρι μαύρο, τα μάτια τους θολά, τα ρούχα τους «ξένα»...  Εσύ... Εσύ δεν τα φόραγες αυτά... Εσύ φορούσες ένα άσπρο φόρεμα, και το ‘στρωνες κάπου - κάπου, χωρίς να αφήνεις κανέναν να καταλάβει αν το ‘κανες από αμηχανία ή έπρεπε στ’ αλήθεια να το φτιάξεις. Κι έβλεπες γύρω σου πως ήταν όλοι διαφορετικοί από ‘σένα, κι ύστερα γέλαγαν και σου ‘λεγαν «Ποιος είναι ο διαφορετικός!?»...


  Εσύ... Ήσουν διαφορετική ναι, και μονάχη σου. Και πρέπει κάποιος κάποτε να ‘σου χε μιλήσει για το «τίμημα» των «διαφορετικών»... Είναι κάτι που θα ‘πρεπε σίγουρα να γνωρίζεις. Μα όσο κι αν προσπάθησες δεν το θυμόσουν. «Θα πρέπει να το ανακαλύψω μόνη μου»... Σκεφτόσουνα. Και το ανακάλυψες! Όχι που θα το γλίτωνες... «Η μοναξιά θα είναι»... Είχε περάσει πολλές φορές απ’ το μυαλό σου. Ώσπου μπήκε κι έμεινε για τα καλά...


  Κι έτσι και χθες δεν ξέρω τι σκεφτόσουν, μα έμοιαζες το ίδιο χαμένη με πάντοτε, ούτε χαρούμενη μα κι ούτε λυπημένη. Όχι μπερδεμένη, το μυαλό σου καθαρό ήτανε... Μα με τόση ασχήμια γύρω σου, τι να σου κάνει ένα όμορφο «είναι»...? Και με τόσες απαντήσεις, τι να σου κάνουν δυο-τρία ερωτήματα...? Στεκόσουνα λοιπόν, δίπλα από ζευγαράκια και παρέες κι υποκρισίες κι αλήθειες. Κι ήταν ένα απ’ τα πολλά καλοκαίρια, τίποτα ιδιαίτερο, μα και τίποτα συνηθισμένο. Καμιά φορά ένιωθα πως ήθελες να μην ξεχωρίζεις, τα αστέρια που λάμπουν περισσότερο είναι φορές που αποζητάνε να κρυφτούν. Μα ό, τι κι αν έκανες ήσουν εκεί, σε κοίταγαν, σε γνώριζαν, χωρίς κανείς τους να σε ξέρει! Σου μίλαγαν κι έμοιαζαν τα λόγια τους ψεύτικα, οι ματιές τους αλλόκοτες. Ώρες-ώρες κοίταζες το κενό, μα έμοιαζε να ‘χει τόσο ενδιαφέρον, θαρρείς και σου ‘γνεφε κάποιος να τον πλησιάσεις κι εσύ το σκεφτόσουνα... Κι ώρες-ώρες πάλι είχες στο βλέμμα σου την αηδία που αντανακλούσαν όλα κι όλοι γύρω σου, σίγουρη πως δεν είσαι απ’ την γη αυτή που ζεις, «κάποιο λάθος θα ‘γινε με μένα», σκεπτόμενη... 


  Μα για ‘μένα ήσουν πάντοτε μοναδική κι όχι αταίριαστη, με το άσπρο σου φόρεμα και το λουλούδι στα μαλλιά σου... Εγώ, δειλός σαν ήμουν, δεν σε προσκάλεσα για «βόλτα», ούτε σ’ οδήγησα σ’ ακόμη ένα μαύρο πανηγύρι. Απλά κάθε χρόνο, κάθε καλοκαίρι, σε κοίταγα, παρατηρούσα το χαμόγελο και τα μαλλιά σου, κι ένιωθα σαν τη θάλασσα που συναντάει το κύμα της και τη μέρα που συναντά τον ήλιο της. Εσύ πάλι... Εσύ ήσουν σίγουρα σαν τον ορίζοντα: Να σ’ αντικρίζω κάθε μέρα μα ποτέ να μην σε κρατώ... 


  Ήρθες λοιπόν κι αυτό το καλοκαίρι, μικρή μου νεράιδα! Δεν ξέρω τι περιμένω, ίσως ένα θαύμα... 


Κι ένα είναι πάντα σίγουρο για ‘σένα...
Εκείνοι σε γνωρίζουν, χωρίς κανένας τους να σε ξέρει! 
Εγώ δεν σε γνωρίζω, μα σε ήξερα πολύ πριν σ’ αντικρίσω... 


Κάποια μέρα θα σου μιλήσω...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου