Μάρτιος 1962
Τα μαλλιά σου ανέμιζαν στον αθέατο ήλιου του ονείρου μου. Με τα βιβλία στο χέρι μου εξηγούσες την μεγαλύτερη του κόσμου ευτυχία, το πιο κρυμμένο της γης μυστικό, τον πολυτιμότερο των ωκεανών θησαυρό, την αγάπη μας. Κάτι τέτοια απογεύματα αγαπάς τα φύλλα, αγαπάς τα πουλιά, αγαπάς τα πάρκα, αγαπάς όλο τον κόσμο, που 'χεις κάποιον ν'αγαπάει εσένα. Κάτι τέτοια βράδια ξέρεις πως το φεγγάρι αφιερώνει όλη την λάμψη του μοναχά σε 'σένα, σε 'σας και το ιλαρό σας όνειρο. Κι όλοι οι άνεμοι για 'σένα βουίζουν, όλες οι μαριονέτες σκύβουν και υποκλίνονται για χάρη σου, όλα τα καράβια σαλπάρουν για να το ζήσεις λίγους μόνο μήνες...
Αύγουστος 1962
Τούτο το βράδυ δεν μπορώ να κοιμηθώ, ο ήχος της ευτυχίας δεν κάθεται ποτέ να ξαποστάσει! Μα δεν με πειράζει, στάζω λίγο νερό και βγαίνω στο μπαλκόνι. Θα 'θελα να 'χω ένα μεγάλο, στρογγυλό παράθυρο να καρτερεί το μπράτσο μου και τα λυτά μαλλιά μου, μα είναι τόσο ελκυστικά απόψε τα αστέρια που και να το 'χα, θα 'θελα να τρέξω στην ζεστή αυλή. Τέτοιους καιρούς σε κατακλύζει ο καύσωνας και η κίβδηλη απάτη σε παρασέρνει να βγεις στο ξέφωτο και να φωνάξεις τον έρωτά σου να τον ακούσουν τα κυκλάμινα! Ας είναι, θα σ'ακούσει κι εκείνος, λίγα χιλιόμετρα παρακάτω. Θα ακουμπήσει τα δικά του μπράτσα στο μεγάλο, ολοστρόγγυλο παραθύρι του και θα 'στε έτσι μαζί, αφού όλες οι σκέψεις σας θα σας ενώνουν στον μυστικό χορό της νύχτας και του έρωτα...
Μάιος 1963
Η κυρά-Μαρία απόψε δεν έφερε ψωμί. Λίγα χρυσά φλουριά της μείνανε μονάχα και τα κρατάει για προίκα. Όχι δική της, εκεί, απέναντι δεν κάθεται η ξανθή της κόρη; Πάντα μ' ένα χαμόγελο και μόνο υπομονή απ' τα γαλάζια της τα μάτια. Σαν θάλασσες, σαν ανεμοπούλια ταξιδιάρικα. Εγώ κάθομαι στη βεράντα και ακούω ραδιόφωνο. Τέτοιο καιρό έχουν αρχίσει οι ζέστες! Ήσυχη, μ' ένα φόρεμα μονόχρωμο, γυροφέρνω τις αναμνήσεις και τις κουμπώνω στα μέτρα μου. Πάντα μ'ακούνε που τις μαλώνω, τιθασεύουν με τον τρόπο τους την ακόρεστη ορμή μου για το χθες. Για το παρόν ούτε κουβέντα. Σπάνε τη μύτη μου τα κυκλάμινα και κλείνω το παραθυρόφυλλο: Κι ένα παράθυρο ακόμα δεν το έχω...
Αύγουστος 1963
Οι έρωτες χορεύουν στην καρδιά του καλοκαιριού το πιο αλώβητο και ενδελεχές τραγούδι τους. Μα εγώ με ένα μειλίχιο - τόσο όσο κανονικά θα 'πρεπε να 'ναι ενθουσιώδες - βλέμμα καρτερικά υπομένω να μου χτυπήσουν κι εμένα την πόρτα. Φαίνεται πως μ' ερωτεύτηκαν παραδόξως, χωρίς να υποβάλω κάποια αίτηση! Σ'ένα τραπέζι με ενάμισι μπουκάλι πίνω τις τύψεις μου και κάνω την ερωτευμένη! Ποιος καπνίζει στην απέναντι γωνία, ποιος χορεύει σαν τον θάνατο, ποιος ψιθυρίζει προσευχές, ποιος γελάει ανεξερεύνητα; Και ποιος θα πλαγιάσει απόψε πλάι μου; Το ξέρω, δεν θ'αντέξω να κοιμηθώ και θα κοιτάζω πάλι κίτρινες σημαίες κάποιας ποδοσφαιρικής ομάδας, που 'χει αναρτήσει ο "καβαλιέρος" της νύχτας μου στον μπλε τοίχο του δωματίου, πλάι σε μια φωτογραφία του κι ένα παλιό μετάλλιο... 1944, 1952, 1959... Κύπελλα, πρωταθλήματα κι εγώ μόνη σ' ένα κρεβάτι και καθόλου αλάθητη. Τούτη η ομάδα μοιάζει με τη ζωή μου: Κάποτε ήταν στις δόξες της και τώρα ζει μόνο γι'αυτές πάνω σε κίτρινες σημαίες...
Μάρτιος 1964
Στο σήμερα που υπάρχω είμαστε μίλια μακριά. Ποιος να θυμάται τι ανοησίες έκανε πριν από λίγα χρόνια; Απόψε η κυρά-Μαρία παντρεύει την κόρη της που 'ναι νεκρή. "Την αγαπούσε ο Θεός και την πήρε κοντά του!" Θυμάμαι ακόμη την τελευταία φορά που κοίταξα τα γαλανά της μάτια: Μου 'λεγαν, με τον ηχηρό τους τρόπο για έκφραση, να μην ξεχνώ να θυμάμαι. Της είπα τότε, με 'κείνον τον στόμφο μιας ανόητης που θαρρεί πως είναι τώρα δα σοφή, πως η θύμηση είναι ο πιο βαρύς θάνατος. Γέλασε και δεν μίλησε. Κι εγώ είχα αργήσει στη δουλειά και φοβήθηκα μη χάσω το μεροκάματο. Την άφησα λοιπόν σιωπηλή κι έφυγα - σαν να φοβόμουνα μη με αναγκάσει να θυμάμαι! Στο δρόμο κάποιος με κυνήγαγε. Άκουγα μια ηχώ στα βήματά μου, κάτι σαν ένα πάτημα που επαναλάμβανε το δικό μου, ανάρμοστα, παράξενα... Και σαν σταμάταγα το βήμα και κοιτούσα πίσω μου δεν ήταν κανείς. Μα κάποιος ήταν κάπου και με παρακολουθούσε. Με κυνήγαγε χωρίς ποτέ να σταματήσει μπροστά μου και να μου πει γιατί. Δείλιαζε, θα 'λεγε κανείς, μα στην πραγματικότητα ο φόβος ήταν δικός μου. Και τώρα με κυνηγάει πια η ίδια: Η μορφή της με τα κατάξανθα μαλλιά, το δέρμα της ακόμη πιο άσπρο πάνω στα νεκρικά πανωσέντονα, τα χείλη της μαβιά σαν εκείνη την αγαπημένη μου πετσέτα από την προίκα που η κυρά-Μαρία με τον ιδρώτα της πότιζε κι έφτιαχνε: Κεντημένη μ' ένα μικρό, πράσινο λουλουδάκι, να μοσχοβολάει λες και την βούτηξαν σε αγιασμό την άνοιξη. Δεν την λυπάμαι τη φιγούρα της, μοναχά τη μάνα της λυπάμαι που θα μοιράζει τώρα τα προικιά σε 'μας τις "απάντρευτες" και -για τα μάτια του κόσμου- ζωντανές. Κι όλες μετά μανίας θα διαλέγουν μπουρνούζια και δεν θ'ακούγεται έτσι η φωνή μου που θα λέει "Τζάμπα κόπος! Θα τα μοιράσει κι εμένα η μάνα μου μετά από λίγα χρόνια ανέγγιχτα και αμιγώς αγιασμένα!"... Σαν την κυρά-Μαρία, που τώρα έχει σπαταλήσει όλο τον θρήνο της και στέκει σιωπηλή. Και καθώς ανοίγει η παλιά, ξύλινη του Παραδείσου πόρτα για να πεθάνει μια φουρνιά και να γεννηθεί μια άλλη, κάτι στο χέρι του νεκρού σώματος αστράφτει παράδοξα, πολύ αστράφτει για πράγμα επίγειο, σαν να μου φωνάζει η φιγούρα του θανάτου πως κάτι ξέχασα. Πλησιάζω, λίγο πριν ξανακλείσουν οι μεγάλες πύλες της μεταθανάτιας ζωής του Παραδείσου και μας αφήσουν όλους λίγο ακόμα στην επίγειά μας κόλαση, και ακουμπώ το παγωμένο χέρι της, με τον μικρό του θησαυρό. Ένα μικρό χαρτάκι, τσαλακωμένο απ' το νεκρικό σφίξιμο, πηδάει στις παλάμες μου και χωρίς ειρωνεία, χωρίς πομπώδη, βλοσυρά γράμματα, χωρίς φθόγγους αινιγματικούς, χωρίς αληθινό ήχο, μα σίγουρα με δύναμη, τη μεγαλύτερη του κόσμου δύναμη, μου φωνάζει:
"Η λήθη... Η λήθη είναι ο πιο βαρύς θάνατος..."
Στο σήμερα που υπάρχω είμαστε μίλια μακριά. Κι αν σ'αγαπώ, κι αν ακολούθησα τη συμβουλή και σε θυμάμαι, παραθύρι για να ακουμπώ σαν σε φιλάω ποτέ δεν θ'αποκτήσω... Άλλωστε, χωρίς εσένα, τι θα μπορούσα να το κάνω; Χωρίς εμάς, γιατί να υπάρχουν στον κόσμο μεγάλα, ολοστρόγγυλα παράθυρα...;
είναι γλυκίτατη η ανάρτηση
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι εγώ πέρασα από αυτήν την εμπειρία
akrat...
ΔιαγραφήΣ'ευχαριστώ πολύ, ποια εμπειρία εννοείς;
Καλό σου βράδυ