Η αλήθεια είναι πως μαζί σου έμαθα τόσα περιπετειώδη, συναρπαστικά πράγματα! Έμαθα πώς γίνεται να ταξιδεύεις χωρίς να κουνιέσαι ούτε τόσο απ' τη θέση σου. Έμαθα πώς είναι να τρως παγωτό το χειμώνα, να μην παίρνεις μαζί σου ομπρέλα όταν κλαίνε τα σύννεφα, να αφουγκράζεσαι τη θάλασσα και να την αγαπάς, σαν να 'ναι τα όνειρά σου, να μισοβλέπεις τις ταινίες στο θερινό σινεμά, να σκας στα γέλια σε στιγμές που πρέπει να μείνεις πολύ πολύ ήσυχος κι ύστερα να το σκέφτεσαι όλο αυτό και να γελάς ακόμη περισσότερο, να κλαις από χαρά και να γελάς από τη λύπη. Περπατώντας με στις λεωφόρους, μου 'μαθες την ανοησία του να περιμένεις το φανάρι: Πριν ακόμη πατήσεις το πόδι σου στο πεζοδρόμιο, έχει ανάψει πάλι κόκκινο και τρέχεις. Εσύ μου 'μαθες να μη χάνω τόσα λεπτά απ' τη ζωή μου κάθε μέρα περιμένοντας! Και γυρίζοντας μαζί μου τα σοκάκια της συνοικίας μας, μου 'μαθες πώς είναι να τρέχεις να προλάβεις ένα λεωφορείο που σε αγνοεί επιδεικτικά. Τρέχεις ώσπου να το χάσεις από τα μάτια σου, ακόμη κι αν είναι μαθηματικά βέβαιο ότι δεν θα το προλάβεις. Μα δεν σ'αγάπησα γι'αυτά που μου 'μαθες, ίσως γι'αυτά να σ' ερωτεύτηκα και να δέθηκα μαζί σου τόσο πολύ. Γιατί, όπως λένε, η μεγαλύτερη αγάπη είναι αυτή που την αισθάνεσαι χωρίς λόγο, έτσι απλά, τυχαία.
Κι ήταν κάτι μέρες που ένιωθα την καρδιά μου να χτυπά τόσο δυνατά, φοβόμουν μήπως μου συμβεί κάτι, μήπως απ' την τόση ένταση δεν αντέξει πια και σταματήσει. Μα αυτή χτυπούσε δυνατότερα. Κι εγώ χαλούσα τα μισά νυχτολούλουδα απ' την διπλανή πολυκατοικία - εκείνη με τα πράσινα κάγκελα - γιατί δεν μ' έπαιρνε ο ύπνος τα βράδια δίχως τη μυρωδιά τους. Κι ακόμη κι αν μου 'κλέβαν μπόλικο απ' το οξυγόνο μες στο δωμάτιο, ανέπνεα καλύτερα από ποτέ εκείνες τις μέρες. Μύριζε ο αέρας καλαμπόκι, όπως εκείνο που προσπερνούσαμε τα δειλινά στις βόλτες μας και ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον αν πεινάει. Φαινόταν ο ουρανός καταγάλανος, όπως η θάλασσα που με πετούσες τα μεσημέρια εκείνα του καλοκαιριού και εγώ τσίριζα, μα αντί να φύγω μακριά σου, πάλι από 'σένα κρατιόμουν. Πάντα: Εσύ με έριχνες να πνιγώ κι εγώ από 'σένα γύρευα να κρατηθώ. Πόσο αγαπούσα, μάτια μου, εκείνες τις μέρες!
Μα ήταν και κάτι άλλες μέρες που η καρδιά μου χτυπούσε τόσο αργά, σαν χαλασμένο πικ-απ που κολλάει η βελόνα του. Κι εγώ πια δεν φοβόμουν μην δεν αντέξει απ' την ένταση, ούτε μη σταματήσει φοβόμουν. Απλά τη λυπόμουν, μαζί με 'μένα τη λυπόμουν. Θλίψη ένιωθα, ούτε οργή, ούτε μίσος, ούτε τίποτα. Απέραντη, ακατάσχετη, ατέρμονη θλίψη. Κι η μύτη μου γέμιζε αίμα κι ούτε την άντεχε τη μυρωδιά απ' τα νυχτολούλουδα. Έκλεινα τα παράθυρα, τα σφράγιζα και τα διπλοκλείδωνα, μην τυχόν τολμήσει κάτι να μ' ενοχλήσει. Ούτε ο ήλιος με το εκνευριστικό του φως, ούτε κι ο ουρανός με το ανυπόφορο γαλάζιο του. Κι όμως και πάλι, όλα σε θύμιζαν. Κι έσφιγγα με τα χέρια μου τ' αυτιά μου, να σταματήσει η φωνή σου ν' αντηχά. Και φώναζα πως σε μισώ, όχι γιατί το ένιωθα, μα μήπως και τ' ακούσει η μορφή σου κι εξαφανιστεί απ' το σπίτι μου. Και περνώντας δίπλα απ' τα καλαμπόκια ούτε σκεφτόμουν αν πεινάω κι αν έφαγα σήμερα κι αν έφαγα χθες κι από πότε έχω να φάω. Μόνο το χρέος του Θεού να σε φέρει πίσω σκεφτόμουν, τίποτα άλλο. Κι έχανα τα λεωφορεία ακόμη κι όταν με περίμεναν και περίμενα το φανάρι ακόμη κι όταν ήταν ήδη πράσινο. Κι έψαχνα το χέρι σου, ακόμη κι όταν μ' έπνιγες.
Και μετά τελείωναν κι αυτές οι μέρες και γύριζες, γύριζες πίσω σε 'μένα, κοντά μου. Κι έτρεχα να περιποιηθώ τον από καιρό παρατημένο εαυτό μου κι έτρωγα για να μη με μαλώνεις που τόσο καιρό το παραμέλησα κι ίσα που προλάβαινα να ζητήσω συγγνώμη απ' τα μωβ νυχτολούλουδα, που τώρα ακουμπούσα προσεκτικά στην στεγνή από αίμα μύτη μου. Και σε τάιζα την πανακότα που πάντα σ' άρεζε κι εσύ με πέταγες πάλι στη θάλασσα, για να τσιρίζω και να σε κυνηγάω μετά! Κι άνοιγα διάπλατα τα παραθυρόφυλλα, μην τυχόν και στερηθώ ούτε μια αχτίδα απ' τον πανέμορφο ήλιο.
Πάντα έτσι ζούσαμε. Από καταβολής του κόσμου ερωτευμένοι. Παθιασμένοι, ανόητοι ίσως. Πάντα μαζί. Κι όταν χωριζόμασταν, ακόμη πιο μαζί.
Τώρα κοιτάζω τα νυχτολούλουδα αδιάφορη: Δεν μ'ενοχλούν, μα ούτε και προσδοκώ τη μυρωδιά τους. Κι ίσως ακόμη να μπορούσα να πω πως με ενοχλεί λίγο ο θόρυβος όταν ακούω να φτιάχνονται τα καλαμπόκια. Κι αυτή η μυρωδιά τους... κάπως αλλιώτικη σαν να μου φαίνεται. Τώρα τα λεωφορεία δεν είναι και τόσο συναρπαστικά. Με το που τρέχω σταματάνε, σαν να κατανοούν με όλη τους τη συμβιβαστικότητα την καθυστέρησή μου. Και έχω χάσει τελικά πολλά λεπτά απ' τη ζωή μου περιμένοντας ν' ανάψει το πράσινο στο φανάρι: Φοβάμαι βλέπεις, έτοιμοι μοιάζουν όλοι να με πατήσουνε. Τώρα στη θάλασσα κανείς δεν με πειράζει. Θα 'πρεπε να χαίρομαι για την ελευθερία μου να αργήσω να μπω στο νερό όσο θέλω. Θα 'πρεπε να χαίρομαι γενικώς για την ελευθερία μου.
Τώρα, βέβαια, ούτε κι η ελευθερία μοιάζει τελικά τόσο συναρπαστική.
Ειχα καιρο να περασω απο εδω και επανορθωνω αφήνοντας ευχες για εναν καλο και ησυχο μηνα.Να εισαι καλα.
ΑπάντησηΔιαγραφήJK O SΚΡΟΥΤΖΑΚΟS...
ΔιαγραφήΣ'ευχαριστώ πολύ, εύχομαι και σε 'σένα να 'χεις έναν όμορφο μήνα και ένα ακόμη ομορφότερο καλοκαίρι!!
Φιλάκια