Με ρωτάς λοιπόν γιατί γράφω.
Γράφω γιατί δεν ξέρω δυστυχώς να ζωγραφίζω όμορφα
ώστε ν' αποτυπώσω κάπου ανεξίτηλα
τα χέρια - ω, τα χέρια σου τα αγαπημένα -,
τα μάτια σου που όλο και ξεχνώ
το χρώμα τους στον ήλιο,
τα χείλη, τα μαλλιά σου
καλοραμμένα απ' τον Θεό και τις μαγικές του βελόνες.
Μα και να ήξερα να ζωγραφίζω ακόμη
θα 'ταν δύσκολο, αγάπη μου, να χωρέσω
τόσο περήφανο περπάτημα,
τόση υπόσχεση ανοργάνωτη και ξαφνική,
τόσα μενεξεδένια όνειρα και λόγια,
τόσο, τόσο Εσύ!
Γράφω για να σου θυμίζω
πως υπάρχεις.
Δεν σε φαντάστηκα...
II.
Ω, χλωμό εσύ της μνήμης νεκροκρέβατο
τραγούδι ξεχασμένο στα χείλη των γερόντων
και προαιώνια δύναμη του ν'αγαπάς
και ν'αγαπιέσαι.
Εσύ αστέρι και κρυφή της νοσταλγίας φεγγαρόσκονη
εσύ ασημένια μου κλωστή σε άχρηστο νυφικό πέπλο
εσύ ύπουλο, λευκό χιόνι στην μοιραία βουνοκορφή
- να ξεγελάς τους ορειβάτες που έχουν μια φευγαλέα ελπίδα
της υπέρτατης επικινδυνότητας για κάποια θέα απατηλή.
Στην άδικη ζωή μου
μοναδικό μου χέρι να πιαστώ
έτσι που να μην μοιάζει με μακρινή ουτοπία
η δικαίωση
- όπως εκείνη η άθλια, που με κορόιδευε από καιρό
τι σημασία έχει;
Προχθές εγώ έμπαινα στο πανεπιστήμιο
κι εκείνη μοίραζε απ' έξω ανόητα διαφημιστικά...
Έτσι, βεβαιώθηκα πως εγώ ζούσα τ' όνειρό μου
κι αυτή επιβεβαίωνε την προαιώνια αναπηρία της
κι ούτε καν είχαν ενδιαφέρον τα βρόμικά της διαφημιστικά! -
στην ανοησία του κόσμου
η άλογη σωφροσύνη που ζητούσα από καιρό
εσύ!
ΙΙΙ.
Και σ'αγαπώ
όπως κανείς ποτέ δεν θα τολμούσε ν' αγαπήσει
ένα ψέμα.
Ένα αλλόκοτο, λαθεμένο παραμύθι
σχεδόν κυνικό,
που κάπου βαθιά πίσω απ' τη στίξη του
κρύβει έναν κόσμο ολότελα ξένον.
Υπάρχεις.
Κι αν όχι, υπήρχες κάποτε.
Είσαι το σύννεφο πάνω από μια θάλασσα πορφυρή
ο ελαιώνας στην καρδιά μιας Μεσογείου ξερής και φτωχής
η άνοιξη, η άνοιξη σε ενός χειμώνα τη βροχή
το μουσκεμένο σεντόνι μιας μοναξιάς στεγνής.
Είσαι το φως
είσαι το μάρμαρο
και το γλυπτό μαζί
είσαι τα χέρια που σμιλεύουν έναν Θάνατο
και τα χρώματα που κάνουν μιαν Αυγή.
ΙV.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΥΓΗ
Κάποτε ήτανε ένας Θάνατος
κι αγάπησε μια κόρη ντροπαλή
δεν την πλησίαζε, από μακριά μόνο την κοίταγε
καθώς άλλαζε χρώματα, μια ήταν ίριδα, μια ροδαλή.
Εκείνη τον κατάλαβε
φοβήθηκε η καημένη
δεν είχε φήμη άριστη
κι αν φύγει η Αυγή, μετά τι μένει;
Εκείνος ντράπηκε πολύ
για το κατάμαυρο εγώ του
ήθελε για πάντα να εξαφανιστεί
μα πού να βρει ο ίδιος ο Θάνατος τον εσκεμμένο θάνατό του;
Έτσι μονάχα σώπασε
δυστυχισμένος σαν ορφανό παιδί
κι αιώνια συνέχισε
να παίρνει κάθε τόσο κι από μια ζωή...
V.
Υπήρξες.
Τότε που σου 'παιζα πως τάχα μ' έβλεπες για πρώτη σου φορά
πως ήμασταν δυο άγνωστοι, αμοιβαία γοητευμένοι
προφητικό θαρρείς - έστω κατά το ήμισυ
αφού τώρα γινήκαμε δυο άγνωστοι στ' αλήθεια!
-Και πώς μπορείς, αλήθεια,
να γίνεις ένας ξένος
για 'κείνον που κάποτε
άκουγε σιωπηλά
να χτυπάει η ερωτευμένη σου καρδιά;-
Ζήταγα να μου χαρίσεις έναν ουρανό
κι έκανες λες και σου ζήταγα κάτι αδύνατο
δεν σου 'πα δα και να μ'αγαπήσεις!
Ούτε έναν ουρανό να φτάσω
και να γυρίσω πάλι πίσω
δεν άξιζα;
VI.
Σ'αγαπώ
όπως κανείς ποτέ δεν θα τολμούσε ν'αγαπήσει
ένα λάθος που 'ναι πέρα για πέρα σωστό.
Και σ'αγαπώ
γιατί ποιος άλλος
πέρα από 'μένα
θα μπορούσε ποτέ να αγαπήσει
τόσο όμορφα,
αυθαίρετα,
καρτερικά
ένα ατελές, ρημαδιασμένο παραμύθι;