Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

"Αυτό το Αστέρι είναι για όλους μας"

Αγαπημένη μου, σ'αγαπώ πιο πολύ απ' ό,τι μπορώ να σου πω με λόγια. Θα 'θελα να πεθάνω μαζί σου, αν κάποτε πέθαινες. Κι όμως, αγαπημένη μου, δεν μπορούσα, δεν μπορούσα πια να σ'αγαπώ όπως άλλοτε. Μ' αγκάλιαζες, κι εγώ πάνω απ'τον ώμο σου κοίταζα το δρόμο. Κι όταν θέλαμε να μιλήσουμε σωπαίναμε ξαφνικά. Αφρουγκραζόμαστε από τ'ανοιχτό παράθυρο μακριά το βήμα των μελλοθανάτων. Πως να ζεστάνει πια η κουβέρτα μας τόση παγωνιά? Πως να μας προστατέψει η πόρτα μας απ'όλη αυτήν την νύχτα? Ανάμεσά μας ρίχνουν οι άνθρωποι το μεγάλον ίσκιο τους. Τι θα απογίνουμε, αγαπημένη..?
Αγαπημένη μου ακούς? Πως θα μπορούσα να ζήσω μακριά σου, αγαπημένη μου, πως θ' άναβα μια λάμπα αφού δεν θα 'τανε για να σε δω? Πως να κοιτάξω έναν τοίχο που δεν θα περνοδιαβαίνει ο ίσκιος σου? Πως ν'ακουμπήσω σ'ένα τραπέζι που δεν θα ακουμπάς τα χέρια σου? Μια φέτα ψωμί που δεν θα την μοιραζόμαστε πως να την αγγίξω..? Οι άνθρωποι ρίχνουν βιαστικά στο μπόγο τους όλο το σπιτικό τους. Γιατί όλο τους το σπιτικό δεν είναι παρά λίγο ψωμί, ένα ενθύμιο κι η αγάπη τους στη ζωή. Ύστερα φιλιούνται και χάνονται στη νύχτα.. Ύστερα μένουμε εμείς. Που μένουμε? Γιατί μένουμε? Πως θα άνοιγα μια πόρτα όταν δεν θα 'τανε για να σε συναντήσω? Πως να διαβώ ένα κατώφλι αφού δεν θα 'ναι για να σε βρω? Όχι, δεν θα μπορούσα να ζήσω μακριά σου, αγαπημένη μου.. Δώσε μου μια στιγμή το στόμα σου. Κι ετοίμασε τον μπόγο μου, Μαρία. Ήταν σαν να 'χε πεθάνει κι η τελευταία ανάμνηση πάνω στη γη. Που είναι λοιπόν ένα χαμόγελο να μας βεβαιώσει πως υπάρχουμε..? Ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι και να σφίγγει το δικό σου χέρι. Κι ήταν σαν να 'χε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη..
Ο Πέτρος χαμογελάει καθώς σκίζει τη φόδρα του και δένει την πληγή μας.. Ο γερο - Μαθιός έχει δυο μάτια ήρεμα και τρία σκοτωμένα αγόρια.. Κι ο Ηλίας λέει : "Εγώ θα βρω τον τρόπο να παίζω φυσαρμόνικα". Έτσι λέει ο Ηλίας : "Εγώ θα βρω τον τρόπο να παίζω φυσαρμόνικα". Κι ας του 'χουν κόψει και τα δυο του χέρια.
Ύστερα αλλάζουμε κουβέντα. Και νιώθεις πως δεν θα 'φτανε ο κόσμος να χωρέσει τούτο το τρύπιο αντίσκηνο. Πως θα 'φτανε όμως η καρδιά σου να χωρέσει όλον τον κόσμο. Οι άνθρωποι που μας χώριζαν, οι ίδιοι τώρα σε ξανάδιναν σε μένα. Και σ'έβρισκα μέσα στη σιωπή, σ'ένα άστρο, στην απόφασή μας. Σ'είχα ξαναβρεί όλες τις νύχτες που δεν ήξερα αν θα σε ξαναδώ. Κι όταν το βράδι πλάγιαζα στο παγωμένο αντίσκηνο και άκουγα τη βροχή ονειρευόμουνα και σ'έβρισκα.
Ναι αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα. Σαν ήμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου, έσκυβε και με ρωτούσε Τι έχεις αγόρι? Δεν μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ’τον ώμο της έναν κόσμο άδειο από ‘σένα. Και καθώς πηγαινοέφερνα το παιδικό κοντύλι ήτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια. Και όταν ακούμπαγα το τζάμι της βροχής ήτανε που αργούσες ακόμα. Όταν τη νύχτα κοίταζα τ’αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου. Κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου και άνοιγα δεν ήτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου και χτυπούσε. Έτσι έζησα. Πάντοτε
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά - θυμάσαι? - μου άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά, σαν να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου, αγαπημένη μου. Θυμάσαι, αγάπη μου, «την πρώτη μεγάλη μέρα μας»? Σου πήγαινε πολύ το κίτρινο φόρεμα, ένα απλό φτηνό φόρεμα, μα ήταν τόσο όμορφα κίτρινο. Οι τσέπες του κεντημένες με μεγάλα καφετιά λουλούδια. Σου πήγαινε στο πρόσωπό σου ο ήλιος. Έβαζα τα χέρια μου στις τσέπες, τα ξανάβγαζα. Βαδίζαμε δίχως λέξη. Μα και τι να πει κανείς όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου τόσο μεγάλα? Αλήθεια, κείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας, αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό, αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω, πόσο σου πήγαιναν! Πόσο ήταν όμορφο να ζει κανείς.. Ύστερα ερχόταν η βροχή.. Μα έγραφα σε όλα τα χιονισμένα τζάμια το όνομά σου, κι έτσι είχε ξαστεριά η κάμαρά μας. Κράταγα τα χέρια σου κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.
: . Όχι λοιπόν. Δεν θα σε πάρει από τα χέρια μου ο άνεμος. Μήτε η νύχτα! Κανείς δεν θα σε πάρει, μ’ακούς? Μ’ακούς? Γιατί εγώ, αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ από τον έρωτα. Εγώ σου χρωστάω το τραγούδι και την ελπίδα, τα δάκρυα και πάλι την ελπίδα. Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου έζησα όλη μου τη ζωή. Κι ύστερα τίποτα άλλο παρά η αγάπη μας. Τίποτα άλλο παρά εγώ κι εσύ. Κι ούτε χτες, ούτε αύριο, τίποτα άλλο παρά μόνο τώρα. Μαζί. Τώρα μαζί. Πάντα μαζί. Οι δυο μαζί.. Σε σκέπαζα ύστερα με το σεντόνι. Το παιδί μας θα ‘θελα να σου μοιάζει, έλεγα. Όχι, έκανες εσύ. Το παιδί μας θα ‘θελα να μοιάζει σε ‘σένα. Τότε σπάσαν την πόρτα μας. Έπρεπε να χωριστούμε, Μαρία. Να χωριστούμε για να μην ξαναχωρίζουν πια οι άνθρωποι. Ακούμπησα το χέρι μου στην κοιλιά σου ν’αποχαιρετήσω το παιδί μας. Αντίο. Αντίο. Το παιδί μας, Μαρία, θα πρέπει να μοιάζει με όλους τους ανθρώπους που δικαιώνουν τη ζωή. Τώρα θα πέφτει απότομα το βράδυ. Από ένα παλιό σεντόνι θα ράβεις τα ρουχαλάκια του παιδιού μας. Θα μπαλώνεις με την πίκρα σου το κενό του χωρισμού. Άραγε φέγγει ακόμα ο ουρανός που βλέπαμε από το παράθυρο? Ναι αγαπημένη μου! Εμείς για αυτά τα λίγα και απλά πράματα πολεμάμε. Για να μπορούμε να ‘χουμε μια πόρτα, ένα άστρο, ένα σκαμνί. Ένα χαρούμενο δρόμο το πρωί, ένα ήρεμο όνειρο το βράδυ. Για να ‘χουμε έναν έρωτα που να μην μας τον λερώνουν, ένα τραγούδι που να μπορούμε να το τραγουδάμε. Όμως αυτοί σπάνε τις πόρτες μας, πατάνε πάνω στον έρωτά μας. Πριν πούμε το τραγούδι μας, μας σκοτώνουν. Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν. Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε. Φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε. Φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και το αλφαβητάρι του παιδιού μας. Φοβούνται τα χέρια σου που ξέρουν να αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά.. Όμως εμείς μπορούμε να αγαπάμε και να χωρίζουμε. Αυτό θα μένει πάντοτε δικό μας. Αυτό δεν μπορεί κανείς να μας το πάρεις. Αυτήν την αγάπη, αυτόν τον πόλεμο, αυτήν την πίστη μας στη ζωή. Αντίο λοιπόν, αντίο. Για να ‘ναι πάντα τα μάτια σου γελαστά, αντίο. Για να μη χαθούν οι όμορφες στιγμές που ζήσαμε, αντίο. Για να μη μας τρομάζει η νύχτα, για να μη μας κλέβουνε τον ουρανό, αντίο. Μπορεί κι όλας να μη σκοτωθούμε αγάπη μου. Μα ποιος το λογαριάζει? Αντίο. Ίσως να μην ξαναγυρίσω. Ένας άλλος θα κλειδώσει τα χέρια του γύρω από το ζεστό σου κορμί. Μη μη ξεχάσεις. Μα όχι, αγάπη μου, πρέπει να με ξεχάσεις. Θα πρέπει ολάκαιρη να του δοθείς, όπως κάποτε δόθηκες και σε ‘μένα. Μονάχα, όταν κάποτε ακούσετε ζητοκραυγές και σταθείτε στη μέση του δρόμου, κοιτάζοντας τις σημαίες μας να ξεδιπλώνονται στον ήλιο, τότε, ω τότε, θυμήσου με - θυμήσου με μια στιγμή - μια στιγμή μόνο. Κι ύστερα, σφίξε το χέρι του κι ανοίξτε το βήμα σας βαδίζοντας προς το μέλλον... Έλα λοιπόν, σκούπισε τα μάτια σου, μην κλαις. Θεέ μου, τι όμορφα μάτια! Έτσι μπράβο, έτσι μ’αρέσεις, να χαμογελάς! Εμείς θα ζήσουμε αγαπημένη μου, και θα νικήσουμε. Ό,τι κι αν κάνουν, θα νικήσουμε. Μια μέρα θα ξαναβρεθούμε. Θ’αγοράσουμε τότε κι εμείς ένα δικό μας γραμμόφωνο και θα το βάζουμε να παίζει όλην την ώρα. Ναι, αγάπη μου, θα κάτσουμε κι όλας στο αράθυρο, κοντά-κοντά. Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα. Και τότε, όλα τα βράδια κι όλα τα άστρα κι όλα τα τραγούδια θα ‘ναι δικά μας. Και ξαφνικά αγάπη μου, θα ‘ναι σαν να μην χωρίσαμε ποτέ. Ποιος θα μπορούμε εμάς τους δυο να μας χωρίσει!? Εμείς και μ’όλη τούτη τη μεγάλη θάλασσα ανάμεσά μας είμαστε κοντά, έτσι λίγο να κάνω και πάνω απ’τη θάλασσα θα αγγίξω τα μαλλιά σου. Θα βρω το στόμα σου.. Κι εκεί στο βάθος, πολύ μακριά, κοίταξε αυτήν την γριούλα που πλέκει καθισμένη σ’ένα κατώφλι της Ασίας. Ξέρεις τι πλέκει, αγάπη μου? Πλέκει στην κόρη μας τις αυριανές καλτσούλες της. Καλημέρα όλα εσείς μακρινά μου αδέρφια! Ελάτε να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου. Πέστε μου, δεν είναι όμορφη? Σαν τη ζωή και το τραγούδι, αδέρφια μου, την αγαπάω. Και πιο πολύ. Κι όταν πεθάνουμε, αγαπημένη μου, εμείς δεν θα πεθάνουμε. Αφού οι άνθρωποι θα κοιτάζουν το ίδιο αστέρι που κοιτάξαμε, αφού θα τραγουδάνε το ίδιο τραγούδι που αγαπήσαμε, αφού θ’ανασαίνουν έναν κόσμο, που εγώ κι εσύ ονειρευτήκαμε, ε τότε, αγαπημένη, θα ‘μαστε πιο ζωντανοί από κάθε άλλη φορά! Αφού κάθε στιγμή οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν στο ήρεμο χέρι, στα δίκαια χέρια, στην αιώνια ελπίδα, πως θα μπορούσαμε, αγαπημένη μου, να ‘χουμε πεθάνει... 


                                                                                                   Τ. Λειβαδίτης Στη Μαρία

6 σχόλια:

  1. the most beautiful text/story/poem like, i ever read!!!i was moved!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλησπέρα.Θα μπορούσες να μου πεις πώς λέγεται το κομμάτι που παίζει;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. *Το τραγούδι αν ειναι από υπολογιστή το βλέπεις και κάτω κάτω*..Σημειωτέον ότι είναι μακράν το καλύτερο ποίημα που έχει γραφτεί...όμορφα χρόνια αγνού έρωτα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Συμφωνώ απόλυτα! Σε ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου.

      Διαγραφή