Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Γ. Χ. Θεοχάρης - Mezzo forte



Ι

Στην αμηχανία του χαράζει στο χαρτί
γραμμές καμπύλες··
όμοια με την τάση του
ν’ αγκαλιάζει κυκλωτικά
ό,τι αγαπάει.

ΙΙ
Ανάμεσα στην απόλυτη ευτυχία
και στην απόλυτη θλίψη
διάλεγε κάποτε
να είναι ευτυχισμένος
μες στην πολλή του θλίψη.

ΙΙΙ
Ένιωθε έτσι τον ανδρισμό
ώστε μπορούσε κι έκλαιγε
για ό,τι πολύ αγαπούσε.

ΙV
Τρεις μέρες πυροβολεί τη μοναξιά
με στίχους
και δεν μπορεί να την πετύχει.



Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Σαρκική επισφράγιση



  Εκείνο το βράδυ έκαναν έρωτα. Είχαν περάσει τόσα χρόνια, πέντε, έξι, ποιος μετράει πια; Εκείνο το βράδυ έκαναν έρωτα. Κι αναρωτιόταν, άραγε την αγάπησε ποτέ πολύ; Την αγάπησε ποτέ όπως την αγάπησε το σώμα του εκείνο το βράδυ; Ήταν σαν να 'ταν η πρώτη τους φορά. Σχεδόν η πρώτη τους φορά. Δεν αντάλλαξαν λόγια μελίρρυτα, όρκους αιώνιας αγάπης, δεν μίλησαν για τους μεγάλους αποχωρισμούς που για πάντα θα διέκοπταν τον έρωτά τους...δεν μίλησαν για τίποτα μεγάλο, τίποτα προαιώνιο, τίποτα ποιητικό. Μόνο έρωτα έκαναν, την κράτησε από το λαιμό κι εκείνη έγειρε ηθελημένα πάνω του. Μόνο έρωτα έκαναν, έναν βαθύ, δυνατό έρωτα. Έναν έρωτα ασαφή ως προς το αίσθημα - ή και απόλυτα σαφή από πάντα - έναν έρωτα χωρίς λυγμό, χωρίς παράπονο, έναν έρωτα χωρίς παρελθόν - ή και με όλο τους το παρελθόν στιγμιαία προβαλλόμενο στον τοίχο του δωματίου - έναν έρωτα σαν την αγάπη τους : με αρχή και με τέλος. Ή μήπως εκείνη ποτέ της δεν τελείωσε; Ή μήπως εκείνη ποτέ της δεν υπήρξε; Άραγε, την αγάπησε ποτέ πολύ;
  Τίποτα δεν θύμιζε όσα περίμενε πως θα γίνονταν την ώρα της επανένωσής τους. Τίποτα δεν είχε μελωδία, τίποτα δεν είχε συγκίνηση. Μόνο ρυθμός υπήρχε, ένας αργός ρυθμός που σταθερά οδήγησε στα πάντα. Ένα ξενύχτι ήταν, ένα απροσδόκητο ξενύχτι που είχε πάψει πια να το φαντάζεται. Κι έκαναν έρωτα. Αναρωτήθηκε κάποτε τι θα γινόταν αν τον συναντούσε : αν θα μιλούσαν για ώρες, αν θα μιμούνταν τον πλατωνικό έρωτα, που 'ταν το μόνο που κατάφεραν να έχουν, ή αν θα αντάλλαζαν μόνο υπόκωφες κραυγές, μόνο ανάσες κι ένα κρεβάτι. Και είχε αμφισβητήσει πως θα γίνονταν όλα τόσο σαρκικά, τις θεωρούσε αδύνατες τέτοιες μετουσιώσεις. Κι όμως, μόνο έτσι ενώθηκαν. Μόνο με τη σάρκα έγιναν αυτό που ποτέ δεν κατάφεραν να γίνουν με τα αισθήματα: ένα.
  Εκείνο το βράδυ έκαναν έρωτα. Κι όταν τελείωσαν, κανείς τους δεν είπε κουβέντα. Κανείς δεν μίλησε, μα και κανείς τους δεν κοιμήθηκε πλάι στον άλλον. Ξάπλωσαν δίπλα για κάποια λεπτά, σχεδόν κανείς δεν σκέφτηκε τίποτε. Κι ύστερα σηκώθηκαν, ντύθηκαν και συνέχισαν απλά τις ζωές τους. Δεν ξαναμίλησαν, σχεδόν δεν ξανασκέφτηκαν ο ένας τον άλλον. Σχεδόν. Ήταν σαν να βρέθηκαν μετά από τόσα χρόνια, μόνο για να επισφραγίσουν την απουσία τους με το μόνο μέσο που δεν την είχαν επισφραγίσει : με το κορμί τους. Και σαν έγινε κι αυτό, έκλεισε η ιστορία τους. Κανείς δεν ξαναμίλησε γι' αυτό. Κανείς στον κόσμο γενικά δεν θυμόταν πια πως κάποτε υπήρξαν ζευγάρι. Κανείς δεν έμαθε, κανείς δεν ρώτησε, κανείς δεν έμεινε εκεί. Κανείς στον κόσμο δεν υπήρχε πια μελοδραματικός. Κανείς στον κόσμο δεν αγάπησε, ποτέ.
  Εκείνο το μαλακό χειμωνιάτικο βράδυ, ύστερα από τόσα χρόνια, δύο πλέον άγνωστοι έκαναν έρωτα. Και θα ρωτούσε κανείς γιατί : Έτσι, το έκαναν, όπως "έτσι" έκαναν όλα τα μεταξύ τους. Χωρίς λόγο, χωρίς πραγματική αιτία, σχεδόν χωρίς αίσθημα - αφού, όποιο αίσθημα δεν είναι αμοιβαίο, είναι σκληρό, μα στο τέλος - τέλος, δεν λέγεται καν αίσθημα. Είναι εξορισμένο, συνεπώς, ανύπαρκτο. Κι οι άγνωστοι χωρίστηκαν πριν καν ξημερώσει, και ούτε βλέμμα δεν αντάλλαξαν, παρά μόνο το αχνό περίγραμμα των καστανών μαλλιών της απομακρύνθηκε γρήγορα, και προς την αντίθετη κατεύθυνση το δικό του βήμα, σχεδόν σερνόταν, καθώς εκείνος έφευγε. Τόσα βιβλία, τόσες λέξεις, και τίποτα μέχρι τότε δεν μπορούσε να εικάσει ένα τέλος σαν κι αυτό. Μα δεν θα 'ταν τέλος, δεν θα 'ταν αντίο, αν μπορούσε κανείς να το φανταστεί. Δεν θα 'ταν τίποτα, μονάχα ένα ποίημα. Και τα ποιήματα, είναι σκληρό, μα στο τέλος - τέλος, δεν είναι αλήθεια.
  Εκείνο το βράδυ έκαναν έρωτα. Κι ήταν σαν ένα απλό όνειρο, μέσα σε τόσα και τόσα άλλα, ίσως ένα απ' αυτά που ξεχνιούνται πριν ξυπνήσει κανείς. Ούτε η γλύκα έμεινε στο κορμί της για πάντα, ούτε τα αποτυπώματα των χειλιών του έμειναν στο λαιμό της, ούτε τα σημάδια των χεριών του στη μέση της. Τίποτα δεν έμεινε, όπως τίποτα δεν μένει από ένα όνειρο, σαν πια ξημερώσει. Κι αποχωρίστηκαν. Για πάντα αποχωρίστηκαν. Και τίποτα πια δεν θύμισε ξανά εκείνο το δωμάτιο, εκείνο το άχρονο δωμάτιο, με τους τοίχους φτιαγμένους από τσιμέντο κι από παρελθόν και το λήθινο κρεβάτι, φτιαγμένο από ξύλο ενός άλλου κόσμου, και με σεντόνια ενός άλλου, παράλληλου, ή μάλλον τέμνοντος σύμπαντος...


Εκείνο το βράδυ κάναμε έρωτα. Άραγε, με αγάπησες ποτέ πολύ;