Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Δάκρυσες - Β. Λεοντάρης



Δάκρυσες - κι' έβρεχε όλη μέρα
ξεχείλισαν οι στέρνες και τα λούκια
λάσπωσαν γλάστρες, λάσπωσαν μπουμπούκια
και των ματιών μου λίγο η ξέρα.

Απ' των χεριών σου την βεντάλια
το φως ανόρεχτα λιποταχτούσε.
Πως θέλαμε η πόρτα να χτυπούσε
να στρίβαμε ίδια τα κεφάλια...

Πριν μας αγιάσει το άρωμα σου
μας πήραν τη γιορτή, την πήραν ίσκιοι
κι' όταν αργά των αστεριών οι μίσχοι
άρχισαν να λυγούν προς την καρδιά σου

τρόμαξα. Τι μας πέθανε εδώ μέσα;
κι' ευθύς το φως σηκώθηκα ν' ανάψω
ώρες πολέμαα κάτι να σου γράψω

Δάκρυσες - κι' έβρεχε όλη μέρα...




Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Γυναίκες - Γ. Ρίτσος



Είναι πολύ μακρινές οι γυναίκες. Τα σεντόνια τους μυρίζουν καληνύχτα.

Ακουμπάνε το ψωμί στο τραπέζι για να μη νιώσουμε πως λείπουν.

Τότε καταλαβαίνουμε πως φταίξαμε. Σηκωνόμαστε απ' την καρέκλα και λέμε:
«Κουράστηκες πολύ σήμερα», ή «άσε, θ' ανάψω εγώ τη λάμπα».

Όταν ανάβουμε το σπίρτο, εκείνη στρέφει αργά πηγαίνοντας
με μιαν ανεξήγητη προσήλωση προς την κουζίνα. Η πλάτη της
είναι ένα πικραμένο βουναλάκι φορτωμένο με πολλούς νεκρούς -
τους νεκρούς της φαμίλιας, τους δικούς της νεκρούς και τον δικό σου.

Ακούς το βήμα της να τρίζει στα παλιά σανίδια
ακούς τα πιάτα να κλαίνε στην πιατοθήκη κι ύστερα ακούγεται
το τραίνο που παίρνει τους φαντάρους για το μέτωπο.


Από τη σειρά Παρενθέσεις

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Ύβρις - Γεωργία Δρακάκη



Έκανα μαζί του έρωτα
Kαι πριν το τσιγάρο
Προσέλαβα εργάτες για την ανοικοδόμηση
ενός γιγάντιου Αριθμού 2 στο έξω τείχος της ψυχής
Ατσάλι τους είπα
Και Πέτρα τους είπα
Μα σάρκα μπάζωσαν και αίμα ράντισαν
Γυμνή εγώ
Στα δικά του σεντόνια
Άκουσα τα δικά μου τραγούδια και
Τις δικές μου προτάσεις διάβασα και διάβηκα
Εκπυρσοκροτώντας τη σφαίρα του ονόματός σου
Στον γκρίζο της καρδιάς του δρόμο
Ξανά και ξανά και
ξύπνησα μες στον ιδρώτα των ονείρων του
Κι έβαλα τα χέρια μου στις τσέπες τις δικές του
Να μην μου τα κλέψει ο άνεμος και τα στείλει στο πρόσωπό σου
Τον άφησα να ράψει πάνω στο δέρμα μου το μέλλον του
Και πήρε αμπάριζα η βελόνα λιγάκι παρελθόν
Πέταξε τις κλωστές μέσα στα μάτια μου
Τυφλωμένη, σου λέω, υποταγμένη σε κάποιου δαίμονα βούληση θεία
Άρχισα να γράφω κατά παραγγελία του
Εκεί αυτός να γίνεται η νέα μου η έμπνευση ολοένα