Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Ένας έρως - Κ. Π. Καβάφης




Δεν λιγοστεύ’ η συμφορά όσω και αν την λέγης.
Aλλ’ είναι πόνοι που ήσυχα μες στην καρδιά δεν μένουν.
Διψούν με το παράπονο να βγουν να ξεθυμάνουν.


        Ο Aντώνης με αγάπησε κ’ εγώ τον αγαπούσα.
Και μ’ έδωκε τον λόγο του πως άλλην δεν θα πάρη!
Aλλ’ ήτανε πτωχός πολύ κ’ είχεν υπερηφάνεια.
Γι’ αυτό σηκώθη κ’ έφυγε μ’ έν’ άτυχο καράβι
με τον σκοπό να βρη δουλειά, μια τέχνη ν’ αποκτήση.
Να γίνη ναύτης ήθελε, και πλοίαρχος μια μέρα,
κ’ έπειτα να στεφανωθή μ’ ήσυχη την καρδιά του.


        Aχ, μια χρονιά δεν σώθηκε· και πέφτει ο πατέρας
και σπάνει το ποδάρι του και το δεξί του χέρι.
Aρρώστησεν η μάνα μου. Ό,τι μας είχε μείνει,
λίγο μπακίρι παλαιό, ασημικό ολίγο,
κάτι μικρά διαμαντικά που φύλαγ’ η μητέρα,
πουλήθηκαν για τίποτε.
                                Έγιν’ η συμφορά μας
η ομιλία του χωριού. Εις τα μεγάλα σπίτια
την είδησί της έδωκαν, κι από τ’ αρχοντικό του
συχνά ο Σταύρος ήρχονταν σαν φίλος και προστάτης
στο σπίτι μας... και μ’ έβλεπε μ’ αγάπη μες στα μάτια.

        Δεν δούλεβ’ ο πατέρας μου· η μάνα δεν κεντούσε,
Μέρα και νύχτα δούλεβα και έχυνα το φως μου
κι’ ωστόσο δεν κατόρθωνα να βγάλω το ψωμί των.
Ο Σταύρος ήταν πλούσιος και με καρδιά μεγάλη.
Aπλά — χωρίς καυχήματα, χωρίς κομποφανία —
και μυστικά, τους έδιδε τα μέσα και τους ζούσε.
Και η ψυχή μου χαίρονταν για τους φτωχούς γονείς μου —
και η ψυχή μου έκλαιε για την φτωχή εμένα.
Πολύ καιρό δεν άργησεν η άτυχη ημέρα
που μες στον κάμπο στάθηκε κοντά μου, και με πήρε
το χέρι και με κύτταζε... Έτρεμα σαν το φύλλο
γιατ’ ήξευρα τι ήθελε, και δεν τον αγαπούσα...
Εδίσταζαν στα χείλη του τα λόγια — ως που είπε·
«Φρόσω, για το χατίρι τους δεν στέργεις να με πάρης;»

        Όχι μ’ εφώναζ’ η καρδιά ζητώντας τον Aντώνη.
Aλλά βαρυά σηκώθηκε Βοριάς αγριεμένος,
κ’ έλεγαν το καράβι του πως χάθηκε στα ξένα.
Aχ, πώς εβγήκε το σκληρό, φαρμακευμένο ψέμα!...
Aχ, πώς να ζω η δύστυχη να κλαίω νύχτα, μέρα!...

        Μ’ έλεγε ο πατέρας μου πολλά για να με πείση.
Aλλ’ η καλή μητέρα μου δεν μ’ έλεγε μια λέξι,
μόνο στα μάτια μ’ έβλεπε, κ’ η λύπη και η φτώχεια
έτρεχαν από πάνω της. Έχασα κάθε θάρρος.
Δεν βάσταξα. Τον έδωκα το χέρι μου. Θαμμένη
βαθυά μέσα στην θάλασσα ήτανε η καρδιά μου.

        Όλαις η κόραις του χωριού την τύχην μου φθονούσαν
που έπαιρν’ άνδρα πλούσιο και άρχοντα μεγάλο,
εγώ μια κόρη χωρική, εγώ φτωχειά μια κόρη.

        Δεν είδε μεγαλείτερο γάμο απ’ τον δικό μας
ποτέ του το χωριό. Μικροί, μεγάλοι μαζωχθήκαν
για να ιδούν του άρχοντα την τυχερή την νύφη.
Με πασχαλιαίς τον δρόμο μας έρραναν και με ρόδα.
Παντού χοροί και μουσικαίς, τραγούδια και τραπέζια.
Για μένα νύχτα ήτανε. Μαύρα φορούσαν όλα.

        Τέσσαρες μήνες πέρασαν μονάχα που τον πήρα,
και μια βραδυά που έρημη στην πόρτα του σπιτιού μου
στέκουμουν, βλέπω την σκιά εμπρός μου του Aντώνη.
Με φάνηκε σαν όνειρο, δεν πίστευα στο φως μου·
έως που μ’ είπ’ «Aγάπη μου, γιατ’ είσαι λυπημένη;
Τα βάσανά μας τέλεψαν, ήλθα για να σε πάρω.»

        Πικρά, πικρά τον δέχθηκα και του τα είπα όλα.
Και έσφιξα τα χέρια του σαν πριν μες στα δικά μου,
και τον εφίλησα  σαν πριν, κ’ έκλαψα στον λαιμό του.
Είπα πως δεν αγάπησα άλλον από εκείνον...
Τον είπα πως με ’γέλασαν, πως μες στην τρικυμία
επίστεψα που πνίχθηκε... Πως μόνο για χατίρι
της μάνας, του πατέρα μου πανδρεύθηκα... Μαζύ του
πως προτιμούσα βάσανα, φτώχεια, και καταφρόνια,
απ’ όσα πλούτη έχ’ η γη που να τα φέρνη άλλος...
Τον είπα πως τον αγαπώ σαν πρώτα, μόνον τώρα
ο έρως μου είναι φωτιά άσβεστη που με καίει,
τώρα που ξέρω πως ποτέ, ποτέ, ποτέ δικός μου
δεν θε να γίνη και εγώ δική του .. Και τον είπα,
απ’ την παληά αγάπη του αν έμεινε ολίγη,
να ορκισθή να μη με διή ποτέ πια στην ζωή του...
Και άλλα, άλλα έλεγα· άλλα που δεν θυμούμαι.
Έκαιε το κεφάλι μου. Με έφευγε ο νους μου.

        Τώρα πια όλα τέλεψαν. Εμαύρισ’ η ζωή μου.
Δεν θάχη πια ποτέ χαρά για μέν’ αυτός ο κόσμος.
Aς μ’ έπαιρνε ο θάνατος!... Aλλά πώς να πεθάνω —
έχω πληγή μες στην καρδιά, μα είμ’ ακόμη νέα.


Από τα Αποκηρυγμένα 

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Λέει ότι είναι κήπος - Μαρία Κούρση




Ήμουν εδώ πριν από εσένα.
Θα φύγω από εδώ πριν από εσένα.

(Ήσουν μπροστά όταν σου είπα
Ότι σ' αγαπάω;)

*
(Άραγε η περιγραφή
Του μέλλοντος
ήταν η σωστή;)

*
Ανάσα μεγάλη ανάσα
Βαθιά ανάσα με αναστεναγμό

Νυχτώνει παντού με δυσκολία
Ο πιο ασφαλής τρόπος
Για να φανερωθώ.

*
Εύκολη συνήθεια να γράφεις.
Δύσκολη συνήθεια να ζεις.

Στον κήπο μοιραία παίζουν ξένα
στρουμπουλά παιδάκια
Συνεχίζεται η ζωή από μακριά

*
(Σου είχα τάξει τον ουρανό
με τ' άστρα.

Βρήκες τίποτα;)


Από τη συλλογή "Λέει ότι είναι κήπος" 

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Μάλλον περίσσευα



Μάλλον περίσσευα.
Η αγάπη μου σαν φαγητό σε τραπέζι χριστουγεννιάτικο
σαν ευλαβής ιεραποστολή σε νήσους ξεχασμένες κι έρημες
σαν ένα χέρι που δεν ζήτησε κανένας να κρατήσει
σαν μια βοήθεια σε κάποιον που ποτέ δεν την χρειάστηκε
σαν ένας έρωτας σε κάποιον που είναι ήδη ερωτευμένος.
Έτσι κι εγώ μάλλον περίσσευα.

Ήθελα να σε δω.
Ήθελα να 'σαι 'δω.

Κι είναι φορές που σε θυμώνει
η υπομονή που έδειξες
και η αλλαγή στους φθόγγους χάριν εντυπωσιασμού
ή μια ηλίθια συγχώρεση
που απορείς κι εσύ ο ίδιος
γιατί στο καλό την έδωσες έτσι αβίαστα,
ψύχραιμα, ταπεινά.

Κι ήθελα να 'ξερα:
Τι άκουγα όλα εκείνα τα μεσημέρια 
που ξάπλωνα στην αγκαλιά σου;
Αφού είσαι άκαρδος
σαν πέτρα 
σαν χώμα άγονο. 

Τι ήταν όλοι εκείνοι οι ήχοι της ανακούφισης;
Εκείνα τα γρήγορα τικ-τακ της ευτυχίας;
Όλα σαν κι εσένα ήταν τελικά;
Ψεύτικα;

Μάλλον περίσσευα. 
Και μάλλον με μερικούς ανθρώπους στη ζωή μας
είναι γραφτό να καταλήξουμε
όπως ακριβώς αρχίσαμε:
Δυο Ξένοι. 
Και δυο ξένοι περισσεύουν ο ένας
στη ζωή του άλλου.
Πάντα περισσεύουν.

Γιατί αυτό είναι, βλέπεις, το κακό με τον έρωτα:
Δεν κρατάει και πολύ...
Αυτό, λοιπόν,  που ελπίζουμε δεν είναι να παραμείνει
εκείνο το φτερούγισμα των πρώτων καιρών:
αν ευχόμαστε κάτι,
αν μπορούμε σε κάτι να εναποθέτουμε τις μελλοθάνατες ελπίδες μας
είναι στην ανάμνησή του.
Για να μπορούμε έτσι να λέμε
πως ακόμη νιώθουμε.

Μα όταν δεν υπάρχει πια ούτε κι εκείνη,
ούτε η ανάμνηση απ' το πώς έκανες κάποτε τον άλλον να αισθάνεται,
τότε είναι που μάλλον περισσεύεις.

Τίποτα δεν ήταν διαφορετικό και με τη δική μας σχέση.
Νόμιζα πως ήταν μοναδική, αλλά έκανα λάθος.
Όλα ίδια είναι, ίδια με τόσες και τόσες άλλες ιστορίες
που ανά τους αιώνες επαναλαμβάνονται
και κουράζουν τον Θεό:
ίδιοι κανόνες, ίδια η εξέλιξη...
Κι έτσι και η δική μας σχέση είναι υπό τον έλεγχο εκείνου
που είναι και κάθε άλλη σχέση:
εκείνου που ενδιαφέρεται λιγότερο. 

Μάλλον, λοιπόν, περίσσευα.
Κι αν θέλεις να τ' ακούσεις
εσύ είσαι ο νικητής της ιστορίας μας.
Τράβα τώρα να χαρείς τη νίκη σου.

Κι εγώ;
Εγώ θα φύγω χωρίς λέξη παραπάνω...
Ήδη ξεστόμισα πολλά.
Όσο πιο προσεχτικά μπορούσα - όπως πάντα προσεχτικά σου μιλάω εγώ.
Συγχωρεμένος - όπως πάντα συγχωρεμένος εσύ.
Όπως κάθε φορά...
Εγώ;
Εγώ μάλλον περίσσευα.
Να 'σαι καλά που το κατέστησες σαφές.
Θέλω μονάχα - όπως πάντα - για 'σένα το καλύτερο.
Κι υπόσχομαι να κάνω για 'σένα το καλύτερο:
Να λείπω.


(Καλύτερα να λείπεις, παρά να περισσεύεις.)


Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

Άδικο δίκιο



Αγανακτούσε συχνά.
Μα το 'κανε από μέσα της
κι αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο λάθος της.
Ενδόμυχα.
Κατηγορούσε από μέσα της, παραπονιόταν από μέσα της,
αγαπούσε από μέσα της, μισούσε από μέσα της.
Τίποτα δεν έδειχνε, ποτέ,
έτσι έμαθε
κι αυτό της στοίχισε ακριβά.

Της στοίχισε πολλά αυτή η εσωτερική της αγανάκτηση
που έφτανε σε σημείο έλλειψης ειλικρίνειας.
Στο "Μ' αγαπάς;"
ήθελε να κραυγάσει "Ποτέ δεν σταμάτησα.",
μα δεν το είπε ποτέ της.
Και ως απάντηση σε κάτι λόγια βαριά
ήθελε να φωνάξει "Σε σιχαίνομαι.",
μα δεν το 'πε ούτε αυτό,
έδωσε τη σιωπή της για απάντησή τους.
Μα τελικά δεν το 'κανε από περιφρόνηση:
φοβήθηκε μήπως τα μετανιώσει τούτα τα λόγια,
γι' αυτό και δεν τα 'πε ποτέ της.

Μα δεν θα το μετάνιωνε.
Τα λόγια που δεν είπε μετάνιωσε.
Όλους τους χαρακτηρισμούς που χρόνια σκέφτεται
για μερικούς ανθρώπους,
μα τους κρατάει για τον εαυτό της,
μην τους πληγώσει, μην τυχόν πει τίποτα που δεν εννοεί,
μην προσβάλει, μην θίξει και μη θλίψει,
τη στιγμή που οι ίδιοι άνθρωποι της λένε χίλιους-δυο χειρότερους,
χωρίς να το σκεφτούνε καν.

Στον κόσμο ήθελε να φωνάξει πόσο θα 'πρεπε να ζει σ' άλλον πλανήτη
κι ύστερα θέλησε κάποια στιγμή να φωνάξει πόσο τελικά είχε εκείνος δίκιο
απόλυτο, απάνθρωπο δίκιο,
σχεδόν σαν το δικό της δίκιο,
αυτό που της άρεζε να αποκαλεί
"άδικο δίκιο".
Μα ούτε κι αυτό τόλμησε ποτέ της να το ξεστομίσει,
έμεινε σιωπηλή,
σιωπηλή και συνένοχη.

Της στοίχισε πολύ αυτή της η αποσιώπηση
όσων αιώνια αισθανόταν.
Που έκρυψε τόσα πολλά
για να μην πληγώσει κάποιους
και μαζί πληγωθεί κι αυτή.
Μα στο τέλος-τέλος τι κατάφερε;
Ήδη την πλήγωναν
σαν μοναξιές πέντε ζωών μαζί.
Ίσως και δεκαπέντε.
Τι κατάφερε, αλήθεια, σιωπώντας τόσο καιρό;
Ν' αγανακτήσει περισσότερο
και να μισήσει ξαφνικά ό,τι πάντα αγαπούσε.
Να σιχαθεί την ύπαρξή της που κάποτε το λάτρεψε.

Άδικο δίκιο έχει εκείνη.
Μισεί τόσο πολύ μέσα της
που δεν μπορεί πια να χωρέσει τίποτ' άλλο.
Κι αρχίζει να μισεί τα πάντα
δίχως λόγο.
Εξαιτίας του τόσο άδικου δίκιου της.

Δηλώνει αδικημένη.
Κι απογοητευμένη.
Και ανειλικρινής.
Αν ήτανε μουγκή σίγουρα θα μιλούσε περισσότερο
απ' ό,τι μιλά χρόνια τώρα.

Δηλώνει σιωπηλή.
Πάντα σιωπηλή - γι' αυτό και τόσο ένοχη.
Φταίει (πώς να μη φταίει;).
Ούτε ένα ικανό "αλλά"
δεν στέκεται στο λόγο για να τη βοηθήσει.

Κι ύστερα,
πώς ν' αγαπήσει κανείς
με τόσο μίσος συσσωρευμένο μέσα του;
Όπως είπε η Αντιγόνη,
δεν γεννηθήκαμε για να μισούμε.
Μα, αν είναι να το κάνουμε,
ας μην το κάνουμε τουλάχιστον βουβά.
Γιατί το δίκιο μας θα γίνει άδικο
κι η αγάπη μας αηδία κι απέχθεια.

Αγανακτούσε συχνά.
Απογοητευόταν και φοβόταν.
Μα το 'κανε βουβά, σιωπηλά, από μέσα της.
Κι αυτό ήταν ίσως το μεγαλύτερο λάθος της.
Κι αυτό της στοίχισε, στο τέλος,
ακριβά.
Τ' άδικο δίκιο της.

(Φυσικά και φταίει.)

Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Λέμε τώρα - Νίκος Κυριακίδης



Λέω τώρα,
Θα γράφονται blues, όσο θα υπάρχει πόνος.
Θα γράφεται rap, όσο οι μικρούληδες θα τσαντίζονται πιστεύοντας πως οι παλιοί μόνον κλαψούριζαν.
Θα γράφεται ένα ποίημα, σαν μια έκκληση επικοινωνίας, όσο αυτή θα είναι ζητούμενο.
Θα κηδεύουμε τους νεκρούς μας, όσο οι ζωντανοί δίπλα δεν θα 'χουν ενδιαφέρον.
Θα λέγονται ‘’χαρούμενοι’’ οι ομοφυλόφιλοι, όσο θα βιώνουν σπαραχτικά την ‘’βελούδινη’’ καταστολή τους.
Θα περιφέρονται γλυώδεις ‘’αντισυστημικοί’’, όσο το σύστημα θα είναι ακόμη δυνατό και πριν αρχίσουν οι σεισμοί.
Θα πρεζόνονται παιδιά, όσο οι καταργημένες ευθείες θα μουτζουρώνουν τις εκρήξεις της νεότητας.
Θα αγαπιόμαστε γλυκερά και άδεια, πριν απενοχοποιηθεί η ανθρωποφαγία.

Και ...
Θα γιορτάζεται μάλλον η μέρα του πατέρα, όσο οι άντρες θα φοβούνται να κάνουν παιδιά.
Θα γιορτάζεται η μέρα του παιδιού, όσο εκατομμύρια θα δολοφονούνται, πριν παίξουν το παιχνίδι της ζωής.
Θα γιορτάζεται η μέρα της μάνας, όσο θα ( και για να) αντέχει ο μεσαίωνας της ‘’μητρότητας’’.

Όπως έλεγες ρε Κατερινούλα...’’να δεις θ΄αλλάξουνε τα πράγματα’’, με 'μας ή χωρίς:
Δεν θα υπάρχει πια μέρα της γυναίκας, αντίθετα κάθε τέτοια μέρα θα σκάμε στο γέλιο με την ανάμνησή της,
( ίσως γίνεται μια γενική απεργία γυναικών, σαν οργισμένη μνήμη για την υποτίμηση δεκαετιών).


Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Πόσο λίγο αγαπηθήκαμε



Ύστερα από έναν χρόνο τα θυμόμασταν όλα
  και όλοι: Εγώ. Εσύ. Ο κόσμος.
  Τα θυμόμασταν πεντακάθαρα, σχεδόν σαν να 'ταν χθες.
  Και πού και πού, μέσα στο κλίμα του πολιτισμού που από πάντα διείπε
  την αλλόκοτη σχέση μας,
  μεταξύ σοβαρού κι αστείου
  κωμωδίας και δράματος
  τα λογαριάζαμε κι αυτά στις ευτυχίες της ζωής μας.
Δυο χρόνια μετά μόνο ο απόηχος από κάποια μακρινή ευτυχία σφυροκοπούσε σιγανά,
  χάϊδευε ελαφριά την βαριά καρδιά μας,
  το αδιαπέραστο τζάμι της και τα ακατάσχετα παράπονά της.
  Έσβηνε, όμως, κι αυτός σιγά-σιγά,
  όπως κάθε τι που τείνει προς το λησμονηθέν και το αιώνια αφημένο πίσω.
Μετά από τρία χρόνια κανείς μας πια δεν θυμόταν τίποτα.
  Ή τουλάχιστον, έτσι φαινόταν.
  Τα είχαμε ξεχάσει όλα
  και όλοι: Εγώ. Εσύ. Ο κόσμος.
Πόσο λίγο διαρκεί, λοιπόν, το για πάντα.
Πόσο μικρή η απόσταση ως τον ουρανό.
Πόσο μικρή η αγάπη μας, που την θαρρούσαμε για θαρραλέα.
Κι ακόμη μικρότερη η απόσταση γυρνώντας απ' τον ουρανό και πάλι πίσω.
Πόσο λίγο, λοιπόν, αισθανθήκαμε , για να ξεχάσαμε τόσο γρήγορα τα πάντα.
Και πόσο μικρή υπήρξε η ένωσή μας μπροστά στον αποχωρισμό μας.

Πόσο λίγο, αλήθεια, ερωτευτήκαμε,
  για να μιλούμε τώρα μετά ανέσεως περισσής ο ένας στον άλλον
  για τους μεγάλους έρωτές μας.
Πόσο μικροί, στ' αλήθεια, υπήρξαμε
  μπροστά στις ζωές μας στο σύνολο των χρόνων τους.
  Των χρόνων των λησμονοφόρων.
Και πόσο σταθήκαμε λίγοι κι ανάξιοι μπροστά στον χρόνο και στο πέρασμά του.
Πόσο λίγο με πρόσεχες, για να μ' άφησες έτσι αβίαστα να με προσέχει κάποιος άλλος.
Πόσο λίγο σε λάτρεψα, για να παρέδωσα αμαχητί τα χέρια σου σε ξένα χέρια.

Πόσο λίγο σ'αγάπησα.
Πόσο λίγο μ' αγάπησες.
Αυτό αποδεικνύει το σήμερα μ' ένα χαμόγελο που αποκαλύπτει σαπισμένα δόντια.

Πόσο λίγο σ' αγάπησα.
Κι εσύ βέβαια το ίδιο,
  μα εγώ είμαι χειρότερη
  αφού τόσο δειλή υπήρξα
  που ποτέ μου δεν το παραδέχτηκα!
Έλεγα τάχα πως θα πέθαινα για 'σένα
  και πως σε συγχωρούσα πάντα απ' την αγάπη μου,
  πως γι' αυτήν ανεχόμουν να σε βλέπω να φεύγεις.
Μα δεν ήταν από αγάπη: Από αδυναμία ήταν, αδυναμία να παραδεχτώ πως κι εγώ να φύγω ήθελα.

Πόσο λίγο σ' αγάπησα.
Πόσο λίγο μ' αγάπησες.
Απορώ γιατί εξακολουθώ να γράφω για την ιστορία μας!

Πόσο λίγο, αλήθεια, αγαπηθήκαμε, για να μπορούμε τώρα να μιλούμε φιλικά. 

Φιλικά.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που αυτό το "φ" είναι το γράμμα της Φθήνιας.
Πόσο λίγο σε ένιωσα πραγματικά, για να μπορώ τώρα να το συζητώ στ' αστεία.
Με μόνη μου δικαιολογία
  εκείνον τον ψευτομανδύα της ανάγκης μου να σ' έχω στη ζωή μου
  - έστω κι έτσι, έλεγα κάποτε,
  μήπως όμως αυτό το έτσι ήταν που προτιμούσα τελικά; -
  κι έτσι μ΄αυτές μου τις φθηνές δικαιολογίες
  τ' αλλάζω και τα καμώνω και τα διαστρεβλώνω τα επιρρήματα:
Πόσο πολύ αγαπηθήκαμε, λέω - σωστή υποκρίτρια -, για να μπορούμε τώρα να μιλούμε φιλικά.

Πόσο θέλει ο ένας στη ζωή του τον άλλον,
  για να παραβλέπουμε αδιαπέραστες διαφορές και διαφωνίες αξεπέραστες.
  Ή μάλλον, έτσι ισχυριζόμαστε.
Μαζί ως ζευγάρι, βέβαια, δεν καταφέραμε να μείνουμε.
  Ή μάλλον, έτσι λέμε.
Μα ας μην προσποιούμαστε άλλο: Τελικά αυτό θέλαμε, πάντα αυτό θέλαμε: να χωριστούμε. 
Ας το παραδεχτούμε λοιπόν, δεν είναι έσχατη λύση η ανακωχή μας,
  η φιλική προσέγγιση και τα πολιτισμένα λόγια:
  Βασική επιδίωξή μας ήτανε, σχέδιο καλοφτιαγμένο εξ αρχής.
Και δεν μιλούμε τώρα φιλικά και άνετα
  επειδή μετά την τόση αγάπη μας θελήσαμε να μείνουμε δυο φίλοι:
  Μιλούμε έτσι επειδή από πάντα δυο φίλοι θέλαμε να 'μαστε,
  τίποτα παραπάνω.
  Κι απ' την αρχή της ιστορίας μας
  στην πραγματικότητα το θέλαμε να καταλήξουμε έτσι.
Κι εκείνη την άχαρη, ενδιάμεση περίοδο,
  που τάχα σ' ερωτεύτηκα
  και τάχα μ' ερωτεύτηκες κι εσύ
  μάλλον κι οι δυο μας θέλουμε και την ξεχνάμε.

Πόσο λίγο ερωτευτήκαμε,
  για να μιλούμε τώρα μετά ανέσεως περισσής ο ένας στον άλλον
  για τους μεγάλους έρωτές μας.

Πόσο πολύ, λοιπόν, αγαπηθήκαμε, για να μπορούμε τώρα να μιλούμε φιλικά.
...ή μήπως...πόσο λίγο;