Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Μισητές συνήθειες


Ύστερα από κάποιον καιρό
με ήξερε πια πολύ καλά
ήξερε αν έπινα κόκκινο ή λευκό κρασί
ήξερε τι με πλήγωνε, τι με πείραζε και τι μου άρεζε ν' ακούω...

Και δεν του άρεζαν τα τραγούδια που άκουγα - τα περισσότερα αδυνατούσε να τα καταλάβει
δεν του άρεζαν τα ποιήματα που διάβαζα
δεν του άρεζαν καν τα ρούχα που φορούσα
στο τέλος μετά από χρόνια δεν του άρεζε πια τίποτα σε 'μένα...

Κι έρχομαι δυστυχώς στο πικρό συμπέρασμα
πως όλες αυτές οι επιστροφές που τόσο μ' έκαναν ευτυχισμένη
ήταν η δύστροπη απόρροια μιας συνήθειας
της συνήθειάς μου να τον αγαπάω - της συνήθειάς του να γυρίζει σε 'μένα...

Και δεν του άρεζαν οι μουσικές μου - μα εγώ τις άκουγα
δεν του άρεζαν τα ποιήματα - μα εγώ τα διάβαζα
δεν του άρεζαν καν τα ρούχα μου - μα τα φορούσα
και στο τέλος μετά από χρόνια απορώ αν υπήρχε κάτι που του άρεζε σε 'μένα...

Και σιχαινόταν την αδυναμία μου, την ανασφάλειά μου, τη ζήλια μου
το σιχαινόταν που τον διέκοπτα, που φώναζα, που του 'λεγα να περιμένει το φανάρι
με σιχαινόταν ολόκληρη κάποιες μέρες
εμένα και την υπερβολικά παράλογη αγάπη μου...

Και τον έπνιγα...
Τον έπνιγαν τα όνειρα που τόλμαγα κι εγώ στα κρυφά να κάνω
τον έπνιγε που δεν άφηνα χώρο για τη μοναξιά του
τον έπνιγα εγώ κι όλα όσα έκανα κι όλα όσα του 'λεγα κάποιες μέρες...

Και μισούσε που κάποιες νύχτες με μπούκωνε η θλίψη μου
μισούσε που του έδινα "ενδεδειγμένες" απαντήσεις που "θα 'πρεπε" να είχε πει
μισούσε που περίμενα να πει "συγγνώμη" ακόμη κι όταν δεν παραδεχόταν το λάθος του
μισούσε εμένα την ίδια κάποιες μέρες...

Κι εγώ το καταλάβαινα
κάθε παραμικρή στιγμή που αισθανόταν δυσφορία κι αποστροφή
δυστυχώς το καταλάβαινα
κι ας έκανα πως δεν έπαιρνα τάχα χαμπάρι...

Κι αν προσποιούμουν την πειραγμένη
δεν ήμουνα:
Δυστυχισμένη ήμουνα
κι έψαχνα τι να κάνω για να μη με μισεί...

Κι ήμουν διατεθειμένη ν' αλλάξω τα πάντα για να μ' αγαπήσει
αρκεί να μου το έλεγε πως πράγματι τα σιχαινόταν
και να μην υποκρινόταν πως ερωτεύτηκε αυτό που ήμουν
αρκεί να το ζητούσε και θα τα άλλαζα...

Πόσες φορές ήθελα να τον κοιτάξω στα μάτια
και να τον παρακαλέσω
"Μη με μισείς
δεν ξέρω τι να κάνω για να μ' αγαπήσεις..."

Μα ήξερε...
Ήξερε αν φοράω κολόνια κι αν διαβάζω περιοδικά
ήξερε πώς μου αρέσουν τα μαλλιά του
ήξερε από ποιο πλευρό κοιμάμαι τα βράδια...

Ήξερε πόσο πολύ τον αγάπησα
ήξερε πόσο θα με πλήγωνε αν έφευγε...
Με ήξερε πολύ καλά
για να μπορεί εύκολα να με σκοτώσει... 

Αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου
να θέλω πλάι μου κάποιον που με τα χρόνια με σιχάθηκε
βαρέθηκε να με βλέπει και να μ' ακούει
πνίγηκε από την θάλασσα των αισθημάτων μου...

Και σήμερα ακόμη
εγώ έμεινα αδιόρθωτη
κι ακόμη ακούω τις ίδιες μουσικές
διαβάζω ποιήματα και φοράω αυτά τα ρούχα...

Και είναι μέρες που τα σιχαίνομαι κι εγώ η ίδια
είναι μέρες που με σιχαίνομαι κι εγώ η ίδια
κανέναν δεν μπορώ να μισήσω
μονάχα εμένα...

Κι εκείνη η μέρα που μου 'λεγαν πως θα γελούσα μ' όλη την καρδιά μου
που κάποτε η τρελή έκλαιγα για 'κείνον
ως το ξημέρωμα
αργεί ακόμη να 'ρθει...

Κι ίσως αυτό να συμβαίνει όταν ξέρεις κάποιον καλά
και δεν καταφέρεις να τον αγαπήσεις:
Αρχίζεις τελικά να τον μισείς
αρχίζουν οι συνήθειές του να φαντάζουν αφόρητα εκνευριστικές...

Κι αυτό που με πληγώνει πιο πολύ
- πέραν του ότι ο κόσμος τελικά είχε δίκιο -
είναι πως το ξέρω πόσο σιχαινόταν
όταν έπρεπε κάθε νύχτα να μου λέει "σ'αγαπάω"...

Το ξέρω πόσο τον κούραζε
να περνάει μαζί μου έστω κι εκείνες τις τρεις ώρες την εβδομάδα
και κάθε μέρα να μιλάει μαζί μου στο τηλέφωνο
και ν' αναγκάζεται ν' ακούει όλα μου τ' αδιάφορα νέα...

Και το ξέρω πόσο το σιχαινόταν
να "απαιτώ" να μου πει μια αλήθεια που προφανώς δεν ήθελε να μου την πει
και το ξέρω πόσο ακόμη το σιχαίνεται
να θυμάμαι πως κάποτε ήμασταν μαζί...

Το ξέρω πόσο το μισούσε
να διαβάζει επί μήνες χιλιάδες ποιήματα γραμμένα πάνω του
και το ξέρω πόσο το μισεί ακόμη
κάθε φορά που τον κοιτάω να έχω στο βλέμμα την ίδια κομματιασμένη αγάπη...

Και το ξέρω πως δεν με θέλει στη ζωή του
ούτε ως μια απλή φίλη, ούτε καν γνωστή
μα αυτό που θέλω να ζητήσω:
Δεν πειράζει να μη μ' αγαπάει, μα τουλάχιστον, ας μη με μισεί...

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Χριστούγεννα κάποιας μόνης


  Είναι αστείο πώς τελικά όλη αυτή η υπέρμετρη, η ατέρμονη, η απαράμιλλη, η αστέρευτη αγάπη, μπορεί να μετουσιωθεί σε ένα μεγάλο τ ί π ο τ α . Είναι αστείο πώς όλο αυτό το "εγώ-κι-εσύ" συναίσθημα, μπορεί, έτσι απλά, να ντυθεί στα μαύρα και να γίνει η πιο σκληρή και αβάσταχτη μ ο ν α ξ ι ά . Κι είναι στιγμές που το ξέρεις πως υπάρχουν και χειρότερα, μα δυστυχώς αυτό δεν φαίνεται να σε παρηγορεί καθόλου. Και λυπάσαι που υπάρχουν άνθρωποι που πεινάνε, λυπάσαι που υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν παιχνίδια να παίξουν, οικογένειες που δεν έχουν σπίτια να ζεσταθούν, λυπάσαι που υπάρχει αδικία στον κόσμο, και πόλεμοι κι αρρώστιες και πείνα, λυπάσαι για όλα αυτά μαζί. Μα πιο πολύ λυπάσαι τον εαυτό σου. Και ας το πουν όπως θέλουν, αχαριστία, απληστία, έλλειψη αλληλεγγύης, καρφί δεν σου καίγεται. Μονάχα στέκεσαι και σε λυπάσαι, όπως δεν λυπήθηκες ποτέ κανέναν και τίποτα. Και δεν σε νοιάζει ποιος είναι σε χειρότερη και ποιος σε καλύτερη μοίρα, δεν σε νοιάζει αυτή τη στιγμή τίποτα άλλο, παρά μόνο η δική σου, απέραντη θλίψη. Εκείνη η πικρή αίσθηση του "είμαι-μόνη-μου", εκείνη η ανυπόφορη, ασταμάτητη σιωπή, λες και το τηλέφωνο γεννήθηκε μουγκό, ή μάλλον λες και στην πορεία έχασε τη λαλιά του κάποια μέρα. Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δέντρο που έχεις πια κουραστεί να το κοιτάζεις να λάμπει μέσα σ' ένα σπίτι τόσο άδειο. Άκουσες βέβαια πρόσφατα κάτι που αληθινά σε άγγιξε: "Τόσα δέντρα στολίσαμε μόνοι μας, σ'αυτό θα κολλήσουμε;".  Μα, για να πούμε την αλήθεια, πράγματι, κολλάς. Κολλάς με όλες εκείνες τις μικρές, μοναχικές στιγμές, που όμως σου φαίνονται ατέλειωτες. Κολλάς με όλα εκείνα τα μπλεγμένα χέρια στο δρόμο, τη στιγμή που εσύ κοιτάζεις την μουδιασμένη σου, άδεια παλάμη. Κολλάς με τους αποχωρισμούς που δεν ήθελες να 'ρθουν. Και τα χειρότερα "Αντίο" είναι αυτά που ούτε καν έχουν το θάρρος να ξεστομίσουν. Στα επιβάλλουν μόνο στην πράξη. Έτσι αποχωρίζεσαι με τους ανθρώπους που αγάπησες όσο τίποτα, λες και δεν αξίζεις ούτε καν έναν μεγαλοπρεπή αποχαιρετισμό, όπως αυτούς που αρμόζουν σε τέτοιες πικρές στιγμές. Άραγε, σε περνούν για ανόητη; Ή μήπως θαρρούν πως έχουν να κάνουν μ' ένα κενό από καρδιά σώμα; Τι νομίζουν τέλος πάντων;
  Και ύστερα από ένα σημείο, το καταλαβαίνεις κι εσύ η ίδια πως επαναλαμβάνεσαι. Κι η επανάληψη για τους ποιητές είναι θάνατος. Όμως, όσες φορές και να πεις μερικά πράγματα, κανείς δεν τα καταλαβαίνει. Κανείς δεν σε καταλαβαίνει. Ό,τι αγάπησες κρύβεται πίσω από ένα μεγάλο Π, αυτό του παρελθόντος. Και σε κοιτάζει υπεροπτικά, ή άλλοτε πάλι απλώς σε αγνοεί. Πόσο λάτρεψες κάποια Χριστούγεννα κάποτε. Πόσο λάτρεψες ένα ζευγάρι μάτια, δυο χέρια, κάτι μακριά μαλλιά. Και τώρα όλα όσα λάτρεψες χάθηκαν. Ή μάλλον, άλλαξαν. Όπως θα αλλάξει και φέτος ο χρόνος, κι ακόμη μια φορά θα περιμένεις να σου φέρει ό,τι αξίζεις. Έτσι γίνεται πάντα. Περιμένεις και περιμένεις κάτι καταπληκτικό να συμβεί, και στο τέλος περνούν κι αυτοί οι δώδεκα μήνες κι έρχονται πάλι τα Χριστούγεννα, και πάλι μόνη σου στολίζεις το δέντρο. Κι αυτός ο μεγάλος κύκλος της ματαιότητας είναι σαν ένα πελώριο Ο, χωρίς αρχή και τέλος, μονάχα με μια επανάληψη, μονάχα με μια πικρή γεύση θύμησης από κάποιο φωτεινό παράθυρο, από κάποιον έρωτα που έφυγε νωρίς. Από κάποιον που αγάπησες και έφυγε νωρίς. Τόσα Χριστούγεννα μακριά του, κι ακόμη σφίγγεται η καρδιά σου σε κάθε "Τρία-δύο-ένα-ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!". Για ακόμη μία μέρα που θα ξημερώσει χώρια απ' ό,τι λάτρεψες. Για ακόμη μία εβδομάδα, ακόμη έναν μήνα, κι ύστερα δώδεκα μήνες, ένας χρόνος, μια δεκαετία, μια ζωή χώρια του. Μακριά. Μείνε τώρα μονάχη σου να ακούς τα κάλαντα χωρίς ποτέ να τ'απολαμβάνεις, αφού πάντα μετράς τα ψιλά σου. Προσποιήσου τώρα, βάλε τα δυνατά σου να παίξεις καλά τον ρόλο που άλλοι σου διαλέξανε, χωρίς να σε ρωτήσουν, σφίξε τα δόντια και μ' όση υποκρισία σου προμήθευσαν, κάνε πως είσαι εντάξει. Κι ίσως πράγματι να είσαι εντάξει, μα, άραγε, μονάχα αυτό αρκεί; Ζήσε τώρα σαν να μην έγινε τίποτα από αυτά ποτέ, σαν να μην αγάπησες, σαν να μην σε κομμάτιασαν, σαν να μην έζησες έναν έρωτα, σαν να μην γονάτισες, σαν να μην έκανες εκείνη την μαγική σχέση, σαν να μην χώρισες ποτέ σου. Μίλα τώρα σαν να μην άκουγες όλα αυτά τα λόγια που τόσο καιρό λέγανε για 'σένα, σαν να μην έκανε ο κόσμος την ιστορία σου αγαπημένη συζήτηση τόσα χρόνια, σαν να μην υπερασπίστηκες ποτέ όσα δεν επιδέχονταν υπεράσπιση, σαν να μην σε κορόιδεψαν, σαν να μην σου 'κρυψαν τον πραγματικό εαυτό τους. - Και το αστείο είναι πως ακόμη σε πειράζει όταν τον κακολογούν. - Κοιμήσου τώρα τα βράδια ήσυχη, σαν να μην έχεις χίλια μισοτελειωμένα ποιήματα να σε φωνάζουν ν' ασχοληθείς μαζί τους, σαν να μην έχεις μέσα σου ένα πληγωμένο κορίτσι, που έχασε μια νύχτα τα πάντα. Κοιμήσου ήσυχη, σαν να μην ξημερώνει Χριστούγεννα κι εσύ είσαι πάλι μόνη. Κλείσε τώρα τα μάτια σου και πες γι' ακόμη μια φορά "Χρόνια πολλά", αγνοώντας ότι αυτός ο "πολύς" χρόνος είναι εις βάρος σου, αφού μόνη θα τον περάσεις. Αφού μόνη θα ζήσεις... Πάντα.
  Καλά Χριστούγεννα λοιπόν... Και του χρόνου πάλι εδώ, πάλι μόνοι θα το στολίσουμε - κάποιοι από 'μας - το δέντρο. Κι ίσως μια μέρα πράγματι κάτι να συμβεί. Ίσως να γίνει αυτό το καταπληκτικό που περιμέναμε. Ίσως να έρθουν όλα όσα αξίζουμε. Ίσως πάλι και όχι...

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Σαν ο αλέκτορας λαλήσει τρις


Η δική μας αγάπη
ίσως να ζούσε ακόμη
αν δεν αρεσκόταν τόσο πολύ
στο ύπουλο φως του ήλιου
πάντα μας ταξίδευε στις πιο ωραίες αχτίδες
ώσπου στο τέλος πέταξε τόσο κοντά
που κάηκε.

Μέχρι κι ο Ίκαρος την χλεύαζε
από ψηλά
για την ανοησία της
τις ματαιόδοξές της βλέψεις
μέχρι κι οι άνεμοι γελούσαν στα κρυφά
για την αναίσχυντη
ελπίδα της.

Κι εγώ φαίνεται πως υπήρξα ολόκληρη
μόνο για 'κείνο το γλυκόπικρο ποίημα
του Ελύτη
για μιαν αυτοκτονία ενός Καρυωτάκη
σύγχρονου
για μιαν ωραία Ελένη
άσχημη.

Κι εσύ,
γιατί θαρρείς πως υπήρξες εσύ;
Για ένα σύννεφο από μια σκόνη
λησμονοφόρα
σαν ο αλέκτορας λαλήσει τρις
εσύ θα μ' έχεις ήδη αρνηθεί
από χρόνια. 

Και δεν χρειάζεται να περιμένεις
να σημάνουν οι καμπάνες
ούτε να στέκεις τις Παρασκευές
με το πελώριο ντιν-νταν στ' αυτιά σου
πλάι στον ήχο της βροχής
στα σκαλιά της εκκλησίας
της μικρής πλατείας μας.

Όπου να 'ναι άλλωστε
θα 'ρθει το βράδυ για να κοιμηθείς και πάλι
και στον ύπνο σου να ονειρευτείς
τον κόσμο που θα 'πρεπε να 'ναι
τους σταλαγμίτες της υπομονής σου
απτόητους
και τα φεγγάρια του έρωτά σου ολόγιομα.

Η αγάπη μας, βλέπεις,
ήταν πολύ μεγάλη
για να χωρέσει σε μια τόση δα συνοικία
πολύ αλλόκοτη
για να την καταδεχτεί ο κόσμος
κι οι άνθρωποι αν δεν μοιάζεις μ' αυτούς
δεν σου το συγχωρούν ποτέ τους.

Κοίταζε τώρα λοιπόν μόνος σου
τα είκοσι καμπαναριά
και τα σαράντα περιστέρια
και ονειρέψου ήσυχος την ουτοπία του κόσμου
κι άκου το ελαφρύ σύρσιμο της βροχής
μακριά απ' την εκκλησία μας
και το αγενές φεγγάρι.

Έτσι κι αλλιώς άργησε να λαλήσει
η επιβεβαίωση της άρνησής σου
απ' τον μεγάλο αλέκτορα
της προδοσίας.
Θα μείνω εγώ αξημέρωτη
με μιαν αγάπη στάχτη πια
να νοσταλγώ τις ώρες που μαζί παλεύαμε τον κόσμο. 

Ο έρωτάς μας, βλέπεις,
ήταν πολύ παράλογος για να χωρέσει
σε μια τόση δα μικρή κοινωνία
και σ' έναν κόσμο διάφορο
απ' την ουτοπία που ονειρευόμαστε τα βράδια
κι οι άνθρωποι αν δεν μοιάζεις μ' αυτούς
δεν σου το συγχωρούν ποτέ τους.


Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Για 'σένα τα χαράμισα


Τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής μου πέρασαν 
και τα χαράμισα με 'σένα 
τα πιο μενεξεδένια μου όνειρα
εσύ τα χρωματίζεις. 

Τα πιο μεγάλα "Συγγνώμη" σου
δεν τ' άκουσα ποτέ
τις μόνες προσευχές που δικαιούμουν 
για 'σένα τις χαράμισα. 

Τη μόνη (λίγη) ευτυχία που μου αντιστοιχούσε 
με 'σένα τη χαράμισα
το μερτικό μου απ' την αγάπη
το χάρισα όλο σε 'σένα. 

Και τα πιο όμορφα ποιήματα 
για 'σένα τα έγραψα κι αυτά
κι ό,τι προσπάθησα να γράψω 
έξω από 'σένα
μου 'ταν αδιάφορο: 
δέκα περίπου τιποτένιες γραμμές
δέκα στίχοι φτηνοί
που μου 'ταν από πάντα ξένοι. 

Μέχρι και το μελάνι μου παραπονιέται πια:
είναι βαρύ το "Εσύ"
και κουράστηκε να το κουβαλάει 
μια ακατάπαυστη έκκληση 
ένα "Γύρνα" ατελέσφορο
μέχρι και το χαρτί μου τσακίζει
απ' την τόση δίχως απόκριση αγάπη. 

Κι ας ήξερες μονάχα
πόση εξουθένωση μου προκαλεί
να προσπαθώ μονίμως να μαντέψω
τις πολύ βαθιά κι ανελέητα κρυμμένες
ευαίσθητες πτυχές του εαυτού σου. 

Βλέπεις, λέω κάπου, κάποτε
υπήρχε ένα δάκρυ που τόλμησε ένα βράδυ
να κυλήσει στο δικό σου μάγουλο:
Ήταν το πρώτο και το τελευταίο δάκρυ σου
που πρόλαβα να δω. 

Κι υπήρχε, τότε περίπου πάλι,
υπήρχε μία μέρα που κάτι μουρμούρησες 
για ένα όνειρο
διαφορετικό απ' τις συνήθεις σου φιλοδοξίες 
κάτι, μου φαίνεται, είχες τολμήσει να πεις
για κάποιο μέλλον μας κοινό.

Και μια άλλη φορά
- για δες τι θυμήθηκα τώρα! -
κάτι παράξενο σου 'χε μάλλον συμβεί
και μου 'πες, έτσι ξαφνικά, "Ευχαριστώ για όλα"
κι εγώ βεβαίως ξαφνιάστηκα
από την απρόσμενη και αργοπορημένη σου
άρση αχαριστίας
και μέχρι και σήμερα
ακόμη ψάχνω ποιος τάχα φούρνος τότε να γκρεμίστηκε! 

Κι έτσι οι πιο μεγάλοι ποιητές 
είναι αυτοί που δεν έχουν πια τίποτα στον κόσμο
οι πιο μεγάλοι δημιουργοί
είναι εκείνοι που 'χασαν μια νύχτα 
τα πάντα. 

Τη μέρα εκείνη που θα ξυπνήσεις για να αισθανθείς 
πως παραδόξως σου 'χω λείψει κάπως
ή νιώσεις λίγη ανάγκη για κάτι από 'μένα
(ένα τηλεφώνημα 
μια υποστήριξη στον άσχημο κόσμο 
μια ανόητη να την κοροϊδέψεις και πάλι)
μην διστάσεις ούτε λεπτό
να ψάξεις για 'μένα. 
Μέχρι τότε όμως 
δεν έχω άλλα λόγια να χαραμίσω για 'σένα
δεν έχω άλλα ποιήματα να γράψω για 'σένα
δεν έχω άλλη πίστη να ελπίζω σε 'σένα. 

Κι αφού πια ό,τι ήτανε να χάσω 
το έχασα
επιδίδομαι τώρα μονάχα 
σε κατά φαντασίαν αναπλάσεις κάποιας αρχαίας ευαισθησίας σου.

Τα ωραιότερα της πένας μου ποιήματα
για 'σένα τα χαράμισα... 


Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Μα τι ξέρεις εσύ από έρωτα;


Μα τι ξέρεις εσύ από έρωτα;

Μονάχα μια νύχτα τόλμησες
λίγο
να βογκήξεις απ'το πρόωρο πάθος σου
να στερηθείς
για πολύ λίγο
δυο από τα χέρια που ποτέ δεν σ'εγκατέλειπαν
ή μάλλον
τα μοναδικά δυο χέρια που ποτέ δεν σ'εγκατέλειπαν
όχι για πολύ καιρό
έτσι, για να τα ποθήσεις περισσότερο
κι ύστερα να τρέξουν πάλι
ν' αγκαλιάσουν
χωρίς τον παραμικρό θυμό
τον άσωτο υιό
που και πάλι
ξαναγύρισε...

Μα τι ξέρεις εσύ από έρωτα;

Μονάχα η καρδιά σου
κάποιο καλοκαίρι
ξεστράτισε λίγο απ' τη συνηθισμένη
βαρετή σου
μοναχική φεγγαρόβολτα
και αναζήτησε
μάλλον επιπόλαια
μια συντροφιά
κι ένα ξένο απ' το δικό σου
σώμα...

Μα τι ξέρεις εσύ από έρωτα;

Μονάχα τα μάτια σου
πρόδωσαν κάποτε
εκείνο το καλά κρυμμένο
ευαίσθητο κι αδύναμο
κομμάτι του εαυτού σου
και συγκίνησαν την γενναιόδωρη
Σελήνη
κι Εκείνη έλαμψε μ' όλο της το φως
και μ' έκανε
έτσι απλά
να σ'αγαπήσω...

Μα τι ξέρεις εσύ από έρωτα;

Μονάχα τα χείλη σου
τόλμησαν κάποτε να ξεστομίσουν
πως τάχα όλα όσα έκανες τόσα χρόνια
ήταν να περιμένεις κάποια
να σ'αγαπήσει
αληθινά
παντοτινά
για όλα όσα μπορείς
κάποτε να είσαι
και κυρίως
για όλα όσα ήδη
είσαι...

Μα τι ξέρεις εσύ από έρωτα;

Μονάχα εκείνο το ανόητο
το μαγεμένο από την ευσυγκίνητη Σελήνη
κορίτσι
σ'ερωτεύτηκε στ' αλήθεια...
Μονάχα τα δυο χέρια της
δεν σ'εγκατέλειπαν ποτέ
μονάχα τα δυο χέρια της
δεν σ'εγκατέλειψαν ποτέ...

Μα τι ξέρεις εσύ από έρωτα;

Τι ξέρεις εσύ από "Μου λείπεις"
κι από εκείνη την ατέρμονη νυχτερινή συμφωνία λυγμών
τι ξέρεις απ' τη στέρηση, τη βίωση της αιώνιας απουσίας
τι ξέρεις εσύ από αναμονές επάνω από τηλέφωνα
τι ξέρεις από ατέλειωτες, μάταιες βόλτες
κάτω από ένα σπίτι
μες στην παγωνιά;

Τι ξέρεις εσύ από έρωτα;

Να σε τρυπάει η βροχή
και να μην τα παρατάς
γιατί μπορεί και να τον δεις να βγαίνει λίγο στο μπαλκόνι
ή ίσως κατεβεί στο περίπτερο
ν'αγοράσει καπνό
ή ίσως γυρίζει σπίτι
από την βραδινή του βόλτα...

Τι ξέρεις εσύ από έρωτα;

Να ξέρεις απ' έξω τον αριθμό του
καλύτερα κι απ' τον δικό σου
και κάθε μέρα μηχανικά να τον πληκτρολογείς
χωρίς ποτέ τελικά να παίρνεις τηλέφωνο
μάταιες πιέσεις δέκα ασήμαντων κουμπιών
που υπενθυμίζουν ίσως
την τόσο μάταιη
πλέον
ύπαρξή σου...

Τι ξέρεις εσύ από έρωτα;

Να μετράς τις μέρες
μέχρι να υπάρξει κάποια που θα βρεις αφορμή
να του μιλήσεις
και σ'εκείνη την μια
μάλλον ασήμαντη
λέξη του
εσύ ν' ακούς όλους τους στίχους
κι όλα τα ποιήματα
και να ψάχνεις όλη την νύχτα
για τυχόντα
υπονοούμενα...

Τι ξέρεις εσύ από έρωτα;

Να 'χουν περάσει τόσα χρόνια
και να θεριεύει μέσα σου ακόμη
χωρίς καμιά παραμικρή φθορά
αυτός ο απαράμιλλος
έρωτας
αυτό το ακαταμάχητο
σκίρτημα
αυτή η γεύση
από το σώμα του
αυτή η μυρωδιά
από το λαιμό του...
Και να σε παίρνουν για ανόητη
που ακόμη δεν ξεπέρασες
χωρίς να υπολογίζουν
πως θα 'σουνα τρελή αν ξεπερνούσες
τ' αξεπέραστα...

Τι ξέρεις εσύ από έρωτα;

Να φοβάσαι κάθε μέρα
μήπως ξεχάσεις
και να τρέμεις όταν
με δυσκολία
μπορείς να θυμηθείς
τον ήχο της φωνής του
και να πεθαίνεις δεκαεννιά φορές
εκείνες τις τρομακτικές
κοφτερές στιγμές
που δεν μπορείς
με τίποτα
να φέρεις στο μυαλό σου
ποιο ήταν εκείνο το κρυστάλλινο
αβάσταχτο
χρώμα των ματιών του...

Μα τι ξέρεις εσύ από έρωτα;

Μονάχα για ταπεινά πράγματα ξέρεις να μιλάς
πίσω απ' τον μανδύα του ειρωνικού
του "μεταξύ-σοβαρού-κι-αστείου"
που σε σκεπάζει...
Και στ' όνομα μιας ειλικρίνειας
μονάχα ξέρεις να ξεστομίζεις τα χειρότερα
και τ' αδικότερα
τους μικρούς φθόγγους κυνισμού
που κρύβεις ανεξέλεγκτα
κάτω απ' το παλτό σου...

Μα...τι ξέρεις εσύ από έρωτα;

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

Τα ασυναίρετα "αγαπάω"


Ως πρώτης τάξεως συνηρημένο
το ρήμα "αγαπάω"
είναι γραμματικά
τελείως λάθος.
Όπως το "ζητάω", το "γυρνάω"
-Πάντα εγώ σε ζητάω
Πάντα εσύ δεν γυρνάς...-
Διότι "α" και "ω" μας κάνει "ω"
οι κανόνες είναι κανόνες
πώς να το κάνουμε!
Κι αυτή η πολυτέλεια της περισπωμένης
έχει άλλη χάρη
ό,τι και να λέμε!
Αυτή είναι που ζήλεψε το άκρως ακαλαίσθητο
μονοτονικό
και την κατήργησε.

Μα κι απ' την άλλη να το δεις
ένα τόσο δα ρήμα σαν κι αυτό
συνιστά και συναισθηματική παράβαση
καθότι προ πολλού
έχω απολέσει το δικαίωμα
ασυναίρετα
να σ'αγαπάω.

Και μου φαίνεται πως τώρα ξεκαθαρίζει
το γιατί εσύ πάντα ξεστόμιζες κάτι απλά
συνηρημένα
"Σ'αγαπώ",
ενώ τα δικά μου "Σ'αγαπάω"
μακρόσυρτα
θλιμμένα
πονεμένα
ξεψυχισμένα
φοβισμένα
απελπισμένα
και πέρα για πέρα
ασυναίρετα.

Βλέπεις, σ' ένα ρήμα σαν κι αυτό
αυτή ακριβώς η ασυναίρετη κατάληξη είναι
που δίνει τον καημό
και την αλήθεια του...

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

Σιγά το πράγμα!



Σιγά το πράγμα!
Ήσουν απλώς ο άντρας που διάλεξε η καρδιά μου.
Τίποτα σπουδαίο.
Κοιμήσου ήσυχος εσύ.

Μονάχα αν καμιά νύχτα η σιωπή σου σε ρωτήσει
Πού στο καλό σε ωφέλησε
Και δεν την αποχωρίζεσαι ποτέ
Θα 'θελα να 'μαι κι εγώ εκεί να δω
Τούτη την άκρως εγωκεντρική σου απόκριση
Μήπως και καταλάβω
Ποιος τέλος πάντων είναι αυτός ο άντρας
Που τόσο απαράδεκτα ερωτεύτηκα.

Αν και ξέρω,
Τίποτα αινίγματα θα ξεστομίσεις μονάχα
Κάνα-δυο γρίφους
Για τις αμετάβλητές σου επιλογές
Τις μυστικοπαθείς σου τάσεις
Και τα μετανιωμένα λόγια σου.

Σιγά το πράγμα!
Προς τι να θορυβηθείς;
Επειδή και τ'αστέρια χαμηλώναν
Μπροστά στη λάμψη
Της δικής μου αγάπης;
Επειδή και τα παραμύθια υποκλίνονταν
Μπροστά στην επίδραση
Του δικού σου ψέματος;
Τίποτα σπουδαίο.
Επειδή έχασα για πάντα
Τον άνθρωπο του κόσμου μου;
Έτσι κι αλλιώς
Ζει και μισός ο άνθρωπος
-Αποδεδειγμένο τούτο-
Σιγά το πράγμα!

Στο κάτω-κάτω
Δεν φταις εσύ για την πρόωρη μυωπία της δικής μου καρδιάς!
Τόσο τυφλή και δαύτη που δεν είδε
Τα πιο φανερωμένα κι έκδηλα
Οφθαλμοφανή κι εξόφθαλμα!
Τι φταις εσύ
Που όταν εγώ γεννήθηκα
Οι Μοίρες τρύπησαν το στέρνο μου
Κι όπως έκανε ο Οδυσσέας στον Κύκλωπα Πολύφημο
Το τύφλωσαν κρυφά;

Τόση αγάπη που και τ'αστέρια χαμηλώναν.
Τόσο ψέμα που και τα παραμύθια υποκλίνονταν.

Σιγά το πράγμα!
Είσαι απλώς ο άντρας που διάλεξε η καρδιά μου.
Τίποτα σπουδαίο.
Κοιμήσου ήσυχος εσύ.

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Δεν γύρισες ποτέ


Τόσες φορές έχω ονειρευτεί πως γύρισες
που στο τέλος θα γυρίσεις
κι εγώ αντί να τρέξω να σ'αγκαλιάσω
μ' ένα μεγάλο "συγγνώμη" που ακόμη δεν σε ξεπέρασα,
θα μείνω από μια επιφυλακτική απόσταση να σε κοιτάζω
σίγουρη πως τα μάτια μου απλά βλέπουν αυτό που λαχταρούν
και όχι την αλήθεια. 

Θα κάψω μια νύχτα τη Θεσσαλονίκη
κι από τις φλόγες θα αναδυθεί όλος τούτος ο έρωτας
μ' έναν Θερμαϊκό άγριο και θυμωμένο
που του πήραν κάποια νύχτα το φεγγάρι του,
την μαγική Πανσέληνο ενός μακρινού Αυγούστου, 
και το φορέσαν στα μαλλιά κάποιας μέλλουσας χωρισμένης
μεγάλης Άρκτου.

Κι η αλήθεια είναι πως πρέπει κάποια μέρα
να πάψω ν' αγαπάω και να ζήσω
γιατί κάθε ρομαντικός έχει από πίσω του μια θεωρία
"Και τελικά ο ποιητής αυτοκτόνησε
και θριάμβευσε ο κύριος νομάρχης"
κι ολόκληρος ο έρωτας 
κι η πάλη για να αγαπηθείς
μία παρτίδα τάβλι που δεν τέλειωσε ποτέ
και μία βόλτα πλάι στη θάλασσα 
που ακόμη τη θυμάσαι.

-Γιατί κι οι καλοκαιρινοί έρωτες
δεν είναι παρά οι φθινοπωρινές μελαγχολίες
του μέλλοντος...-

Μα είναι φαίνεται δύσκολο να πεθάνει κανείς
με τόσο παρελθόν να τον κοιτάζει αγριεμένο
και τόση στίξη στη ζωή του
μ' όλες της τις περιττές υποδιαστολές
και τις αναθεματισμένες 
μισητές
τελείες.

Κι ας μου κομμάτιασες μια νύχτα την καρδιά
κι ας μην σου απαντώ στα ψεύτικα "τι κάνεις;"
η πολυτέλεια του ν' αγαπάς δεν χάνει την αξία της 
κι ολόκληρος απόψε ο κόσμος ένα Εσύ
που θυμήθηκε επιτέλους
πως κι εγώ στην ίδια γη
στην ίδια πόλη
στην ίδια συνοικία
υπάρχω.

-Είμαι η μεγάλη αγάπη σου,
θυμάσαι;-

Και σε περίπτωση που σου διαφεύγει
είμαι εγώ, η ίδια
που σου 'λεγε πως θέλει να σε παντρευτεί
κι εσύ γελούσες και σκάρωνες κόλπα
για ν'αλλάξεις θέμα.

Κι αν καμιά φορά τα κατάφερνες
και προς στιγμήν αλλάζαμε συζήτηση 
μη θαρρείς πως το ξεχνούσα
απλώς σ'αγαπούσα πολύ για να σε πιέζω 
να με μπάσεις σε μια ζωή 
που δεν το επιθυμούσες να 'μαι.

Και τελικά
δεν γύρισες ποτέ...
Μονάχα ο πρασινωπός ουρανός των ματιών σου
μ' ακολουθούσε πάντα
μια ζωή σιωπηλός
κρυστάλλινος
αλλόκοτος
απρόβλεπτος
και τόσο λατρεμένος. 

Δεν με πειράζει...
Όλες οι αγάπες αξίζουν ένα χαρούμενο τέλος
απλώς μερικές στέκονται λιγάκι περισσότερο
άτυχες...
Ήθελα μόνο να σου πω
πως σε περίπτωση που σου διαφεύγει
δεν έχω μόνο έρωτα
και άπειρη παραφροσύνη με ονόματα
κι ορθογραφία
έχω και γειτονιά
έχω και σπίτι
έχω και τηλέφωνο
και μπορείς ακόμη
χωρίς την παραμικρή πρακτική δυσκολία 
όποτε το θελήσεις
να με βρεις... 

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Λευτέρης Φωκαεύς - Προσευχή ενός θνητού



Η κάθε σου λέξη και ένας στίχος για μένα
στίχος ενός ποιήματος στο οποίο ζω και υπάρχω
όσο διαρκεί μια κουβέντα μας.
Εσύ, γλυκιά Μούσα, εσύ είσαι αυτή που φώτισε τη μουντή μου ύπαρξη.
Το δικό σου δώρο πολυτιμότερο όλων.
Και να που έφτασα να γράφω το δικό μου.
Τι κι αν δεν ξέρω τους κανόνες και τους τύπους;
Τι κι αν το δικό μου μυαλό αναλώνεται σε αριθμούς και ισότητες;
Είναι η δική σου έμπνευση αυτή που με καθοδηγεί τυφλά,
σε μονοπάτια που ποτέ δεν τόλμησα ποτέ μου να βαδίσω.
Είσαι εσύ που χρωματίζεις το λόγο μου.
Είσαι εσύ, αγαπημένη μου, που στη θέα σου
γεμίζει στιχάκια και μελωδίες το μυαλό μου.

Και όταν μια θεά συννεφιάζει
τι τάχα μπορεί να κάνει ένας πιστός;
Μονάχα να προσευχηθεί ευλαβικά μπορεί.
Αυτό θα κάνω κι εγώ, θεά μου.
Θα προσευχηθώ ταπεινά να μπορέσω να πάρω αυτό που σε σκοτεινιάζει.
Να σε απαλλάξω απ’ τον πόνο που σε βασανίζει.
Θα πολεμήσω γενναία, θεά μου.
Κι αν πέσω χαλάλι σου.
Είναι τιμή για έναν πολεμιστή να πέφτει μαχόμενος.
Είναι ένδοξος ο θάνατος του ιππότη
που ξεψυχά γενναία για τη βασίλισσά του...

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Μια ανίατη ασθένεια από δέλτα


Μα εσύ βεβαίως
πάσχεις από μια ανίατη ασθένεια
αφόρητη για 'μας τους υγιείς
που αρχίζει από δέλτα...
Και δια αυτής ούτε ρωτάς ποτέ τι κάνω
κι αν ζω
ή αν τελικά δεν υπήρχα ποτέ,
όπως σου υποσχέθηκα κάποτε,
και ζούσα όλα αυτά τα χρόνια σε μια φαντασία σου
και κάποιο παιδικό όνειρο, μισολησμονημένο...

Άραγε, νιώθεις ποτέ νοσταλγία
για όλα εκείνα τα πράγματα
που δεν προλάβαμε ποτέ να κάνουμε μαζί;
Νιώθεις
όπως εγώ
ότι σου λείπουν όλα αυτά που δεν ζήσαμε;
Λυπάσαι
για όλα αυτά τα συναρπαστικά πράγματα
που δεν προφτάσαμε ποτέ να μοιραστούμε;

Ήμουν η Αντιγόνη σου, θυμάσαι;
Κι ας το 'λεγα πάντα πως στην πραγματικότητα
δεν θα 'μουν παρά μια Ισμήνη
υποταγμένη και δειλή...
Άραγε καταδέχονται ακόμη τ' αστέρια
να ρίξουν λίγη σκόνη παραμυθιού
στο μπαλκόνι σου
όπως τότε
που ακούγαμε μαζί Βιβάλντι
και ανταλλάζαμε τα πιο όμορφα λόγια
μονάχα με μια μαγευτική
ακούραστη
σιωπή...

Τότε δεν ήσουνα τόσο διακριτικός
-διακριτικότητα η ασθένεια
που ταλανίζει τον αλλόκοτο εαυτό σου
άργησα - το κατάλαβα -
τόσο ανυπόφορα
επίμονα
χαμένος!
Είχες καρδιά και όνειρα
κι υπέροχα μαλλιά
κι εγώ, η θαρραλέα Αντιγόνη σου,
με μια αρχαία θεομηνία
κι ένα γοβάκι ξεχασμένο...

Κι εγώ
δεν είναι τώρα δα που σ'αγαπώ
απλώς είμαι αδιάκριτη
πώς δεν το 'χα καταλάβει πια τόσο καιρό
ηλίου φαεινότερον!
Γι'αυτό καμιά φορά επιχειρώ να μάθω τι κάνεις
κι αν ζεις
ή αν τελικά δεν υπήρχες ποτέ,
όπως μου υποσχέθηκες κάποτε,
και ζούσες όλα αυτά τα χρόνια σε μια φαντασία μου
και κάποιο παιδικό όνειρο, μισολησμονημένο...

Τάχα πως το ωραιότερο πράγμα από ένα ταξίδι
είναι να έχεις κάπου να γυρίσεις
ποιος άλλος θα το πίστευε αυτό
πέρα από μια ανόητη αδιάκριτη
κι έναν νεκρό από χρόνια Οδυσσέα;

Μα, ας είναι
ασθένεια από δέλτα ή όχι
εγώ πάντα ξεχνάω τα άδικα συμπτώματά της
που ανά καιρούς μου εκδηλώνεις
κι ακούω τις "Τέσσερις Εποχές"
όπως τότε
ακριβώς σαν να 'σαι δίπλα μου...
Το αγαπημένο μας κομμάτι
- θυμάσαι; -
ήταν η ανθηρή άνοιξη
και μου 'μπλεκες πλεξούδα τα μαλλιά
κι εγώ χανόμουνα στο μαγικό βιολί
και κοίταζα 'κείνα τα δυο αστέρια πάνω απ' τη μύτη σου...

Κι ας είναι
προλαβαίνεις ακόμη να γυρίσεις
και στο εγγυώμαι
θα ξεχάσω όλον αυτόν τον άδειο από μουσική καιρό
που μου έλειπες
σαν να 'σουνα κομμάτι του εαυτού μου...
Ας είναι
γύρνα εσύ πίσω
και δεν θα θυμηθώ ποτέ πια
τους μήνες
που μου έλειπες
ακριβώς επειδή ήσουν
κομμάτι του εαυτού μου...


Άραγε, νιώθεις ποτέ νοσταλγία
για όλα εκείνα τα πράγματα
που δεν προλάβαμε ποτέ να κάνουμε μαζί;


Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Μη σημαδέψεις την καρδιά μου - Τάσος Λειβαδίτης



Αδερφέ μου, σκοπέ
αδερφέ μου, σκοπέ
σ'ακούω να περπατάς πάνω στο χιόνι
σ'ακούω που βήχεις μες στην παγωνιά
σε γνωρίζω, αδερφέ μου
και με γνωρίζεις.
Στοιχηματίζω ότι έχεις μια κοριτσίστικη φωτογραφία στην τσέπη σου.
Στοιχηματίζω αριστερά μέσα στο στήθος σου πως έχεις μια καρδιά.

Θυμάσαι;
Είχες κάποτε ένα τετράδιο ζωγραφισμένο χελιδόνια
είχα κάποτε ονειρευτεί να περπατήσουμε κοντά-κοντά
στο κούτελό σου ένα μικρό σημάδι απ' την σφεντόνα μου
στο μαντήλι μου φυλάω διπλωμένα τα δάκρυά σου
στην άκρη της αυλής μας έχουν ξεμείνει τα σκολιανά παπούτσια σου
στον τοίχο του παλιού σπιτιού φέγγουν ακόμα
με κιμωλία γραμμένα τα παιδικά μας όνειρα.
Γέρασε η μάνα σου σφουγγαρίζοντας τις σκάλες των υπουργείων
το βράδυ σταματάει στη γωνιά
κι αγοράζει λίγα κάρβουνα απ' το καρότσι του πατέρα μου
κοιτάζονται μια στιγμή και χαμογελάνε
την ώρα που εσύ γεμίζεις τ' όπλο σου
κι ετοιμάζεσαι να με σκοτώσεις.

Βασίλεψαν τα πρωινά σου μάτια πίσω από ένα κράνος
άλλαξες τα παιδικά σου χέρια μ' ένα σκληρό ντουφέκι
πεινάμε κι οι δυο για ένα χαμόγελο
και μια μπουκιά ήσυχο ύπνο.

Ακούω τώρα τις αρβύλες σου στο χιόνι
σε λίγα θα πας να κοιμηθείς
καληνύχτα, λυπημένε αδερφέ μου
αν τύχει να δεις ένα μεγάλο αστέρι είναι που θα σε συλλογίζομαι
καθώς θ' ακουμπήσεις τ' όπλο σου στη γωνιά θα ξαναγίνεις ένα σπουργίτι.

Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις
χτύπα με αλλού
μη σημαδέψεις την καρδιά μου.
Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.
Δεν θα 'θελα να το λαβώσεις.

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Ένα μάτσο από άκαρδα ρολόγια


Κι οι μέρες τρέχουν
σαν νυχτοβάτες κλέφτες που 'ψαχναν κάτι κοσμήματα
από κάποιο καλοκαίρι
και κάποιον εφηβικό έρωτα
που κράτησε λίγο παραπάνω αυτή τη φορά
και διεκδικεί τη θέση της αιώνιας αγάπης...

Μονάχα τις νύχτες είναι σαν να κολλάει ο χρόνος
σαν μίμος σ' ένα θέατρο γεμάτο άδειες θέσεις
που παριστάνει πρόσωπα του παρελθόντος
και μιμείται άψογα τις γκριμάτσες τους
καμιά φορά ακόμη και τα δάκρυά τους
οι μέρες τρέχουν, τις νύχτες είναι που κολλάει ο χρόνος...

Κι εκείνες οι ώρες της νύχτας περνούν βασανιστικά αργά
νομίζεις καμιά φορά πως χάλασε το ρολόι
- σαν τον έρωτα κι αυτό!
Το κατεβάζεις απ' τον τοίχο, σκονισμένο
και το κοιτάς καλά-καλά
ελπίζοντας βαθιά μέσα σου να θέλει τελικά πέταμα...

Μα δουλεύει, τόσο μοχθηρά και άκαρδα δουλεύει
κι εσύ πλαγιάζεις τότε στο άδειο κρεβάτι σου
και σκαρώνεις στίχους στο μυαλό σου
για να τους κάνεις αύριο άλλο ένα ποίημα
κι έτσι έμαθες άλλωστε τις πιο όμορφες προσευχές
άσχετα που κανείς τελικά δεν τις ακούει...

Κι αυτή η μέρα πια
πόσο με πονάει κάθε που τη σημειώνω στο τετράδιο
και μετράω άλλον ένα μήνα που πέρασε!
Δώδεκα φορές τον χρόνο είμαι αναγκασμένη να το θυμάμαι
- να 'ταν τουλάχιστον 30 του μηνός
θα γλίτωνα κανέναν Φεβρουάριο!

Ανοησίες βέβαια λέω, σαν τα βιβλία μου
να 'ταν μονάχα δώδεκα φορές τον χρόνο που θυμάμαι
θα 'ταν υποφερτό - και με το παραπάνω!
Αλλά, ας πούμε, τότε συνειδητοποιώ καλύτερα
τις μέρες, τους μήνες, τα χρόνια
που, χωρίς να μας ρωτήσουν, τι αγενέστατα!, περνάνε...

Μονάχα αναρωτιέμαι
με τόσα βράδια που κολλάει ο χρόνος
πότε πρόλαβε να περάσει τόσος καιρός;
Με τόση εσκεμμένη καθυστέρηση
πώς πάλι προλαβαίνει και φτάνει κάθε μήνα
αυτή η μέρα;

Κι όσο περνάει ο καιρός
όλο και περισσότερο ενισχύεται μέσα μου η πίστη
πως αποκλείεται να 'ναι έτσι τα πράγματα!
Γιατί τι είναι ο χρόνος;
Και πώς
αν σταματούσανε μια μέρα όλα τα ρολόγια μ' άψογο συντονισμό

πώς, λέγω, θα γνωρίζαμε
όχι τις μέρες και τα χρόνια
μα έστω και την απλή ώρα με τα εξήντα ταπεινά της λεπτά;
Και ποιος μου λέει εμένα
ότι μπορώ να εμπιστευτώ μια αράδα από καλοσχεδιασμένα ρολόγια
που 'χουν, ίσως, τα δικά τους ιδιοτελή κι ύπουλα σχέδια;

Κι όσο περνάει ο καιρός
(ή τουλάχιστον τα ρολόγια έτσι δείχνουνε)
αποφαίνομαι τελικά πως το παρελθόν ίσως να μην απέχει τόσο αβάσταχτα απ' το παρόν
ίσως τελικά να μην είμαστε τόσο καιρό χώρια
ίσως απλά ένα μάτσο από άκαρδα ρολόγια
τα βόλεψαν έτσι ώστε να μας παραμυθιάζουνε μ' αμελητέες αποστάσεις...

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Ο Βασίλης κι ο Ανδρέας



Ο Βασίλης κι ο Ανδρέας
θα χωρίσουνε, θα τα βρούνε πάλι ύστερα,
θα τα βρούνε σκούρα, θα το παλέψουνε,
θα τους κατακρίνουνε, θα τους αποδεχτούνε,
θα τους μισήσουνε, θα τους αγαπήσουν
και ξανά προς τη δόξα θα τραβήξουν
εις τον αιώνα τον άπαντα
το ίδιο πένθιμο, γελοίο εμβατήριο...

Ο Βασίλης κι ο Ανδρέας
μαζί
άθελά τους
τείνουν προς το συνηθισμένο
και χωρίς να το θέλουν
εδώ που φτάσαμε
δεν είναι πια τίποτα αξιοπρόσεκτο
δεν είναι τίποτα παράδοξο
και έτσι θα έπρεπε βεβαίως:
Βασίλης και Ανδρέας...

Ο Βασίλης κι ο Ανδρέας:
Ας σωπάσουμε λοιπόν όλοι
μπροστά στις αυθαίρετες αποφάσεις
της Φύσης
κι ας υποταχθούμε
στα δικά Της θελήματα!
Κι αν διανοηθούμε να τους απορρίψουμε
ας το βρούμε στο μέλλον απ' τη δική μας
άτιμη
ύπουλη
απρόβλεπτη
Φύση...

Ο Βασίλης κι ο Ανδρέας
ένα ζευγάρι
τυπικό
ερωτευμένο...