Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Έτσι λέει...



  Τελευταία το μυαλό της κουράστηκε κάπως. Όταν μιλάει, λέει δυνατά το κόμμα και την τελεία, για να 'ναι σίγουρη πως δεν θα παρεξηγηθούν τα λόγια της. Αλλά όσα κόμματα και να βάλεις ανάμεσα απ' τις λέξεις, το "Ακόμα σε σκέφτομαι, μου λείπεις ακόμα" δεν αλλάζει. Το "Σ'αγαπάω" δεν αλλοιώνεται, το "Γύρνα σε 'μένα" δεν φθείρεται ούτε τόσο. Μάλλον έχει αποκτήσει κακές "συνήθειες" και είναι τώρα δύσκολο να τις αλλάξει: Συνήθισε να εξωραΐζει τις στιγμές που κάποτε έζησε, να εξιδανικεύει το παρελθόν της, να ζει γι'αυτό. Και τώρα πώς ν' αλλάξει; Αυτό φαντάζει δυσκολότερο. Μόνο μια διάρρηξη υφίσταται το παρόν της: Κάποια μικρά παραθυράκια, για να παίρνει οξυγόνο και να μην ασφυκτιά στον κλοιό της μοναξιάς. Το ξέρει πως έχει φτάσει εδώ και καιρό το πλήρωμα του χρόνου, το γνωρίζει πως πέρασαν τα χρόνια, όπως τελειώνουν οι καραμέλες απ' τη χούφτα ενός παιδιού. Τόσο απλά, τόσο γρήγορα. Και αυτή είναι ακόμη εδώ... Γιατί; Ούτε κι αυτή το ξέρει πια. Το "μπορώ" και το "θέλω" είναι πολύ κοντά, σχεδόν όσο η λέξη "ευτυχία" με την λέξη "τύχη". Δεν ήθελε λοιπόν; Δεν μπόρεσε; Τι σημασία έχει; Οι καραμέλες τέλειωσαν κι η χούφτα είναι άδεια...
  Κι όμως, εκείνη περιμένει στο ίδιο σημείο, αμετακίνητη. Κι αν τα λόγια της συχνά παρεξηγούνται - αν τα ίδια αυτά που αισθάνεται παρεξηγούνται - αν οι προθέσεις της φαντάζουν ανόητες, δεν την νοιάζει και τόσο. Κι είναι η μόνη που εκτός απ' τα αβγά, βάφει και τη ζωή της. Ατέλειωτο κόκκινο, μπας και καλύψει τη μονότονη - σχεδόν εκνευριστική - λευκότητα. Ξέρει, βέβαια, πως είναι απλή μπογιά. Πως θα ξεβάψει, όπως ξεφτίζει μέχρι κι η αγάπη - κι ας άργησε να το παραδεχτεί. Μα, ό,τι μπορείς να καλύψεις, λένε, κάν' το. Ας είναι για λίγο. Πόσα κόμματα λοιπόν να βάλεις στο "Μ'αγάπησες πολύ λίγο", για να μην είναι τόσο πικρό; Και πόσες τελείες για να αποτυπώσεις την μεγαλύτερη και παρατεταμένη της μέχρι τώρα ζωής σου παύση;
  "Σ'αγαπάω, έτσι λέω εγώ. Κι αποποιούμαι κάθε ταύτιση κι έχω το ελεύθερο να γράφω ό,τι θέλω. Λέω, λοιπόν, πως είμαι η πιο τρελή, η πιο ανόητη κοπέλα που υπάρχει, κολλημένη μέχρι τελικής πτώσεως, αξιοθρήνητη, παρανοϊκή, με μια εμμονή που 'χει αναχθεί σε αυτοσκοπό, σίγουρα κουραστική και γραφικότατη και δεν ξέρω αν ποτέ θα "συμμορφωθώ", μα, δεν υπάρχει μέρα που να σ'αγαπάω λιγότερο. Έτσι λέω εγώ. Πως τίποτα δεν ζητάω, τίποτα δεν περιμένω, τίποτα δεν ελπίζω, αλλά μιλώ και βάζω και κόμμα και τελεία και το γράφω και σε χαρτί αν θες, πως σ'αγαπάω."
  Όταν ακουμπάει κάποιος τα μαλλιά της, αποτραβιέται και κλείνει τα μάτια για να μην της έρθει κάτι παλιό στο μυαλό: Πολύ αργά. Άλλαξε, της λένε, άλλαξαν κι αυτά που αισθάνεται. Μα τίποτα δεν άλλαξε, απλά έπαψε να μιλά για αυτά. Αρνείται να επαναλάβει τα ίδια για πολλοστή φορά. Κι έτσι βάζει όλα τα κόμματα κι όλες τις πικρές τελείες της μέσα στο μυαλό της και τις αρχειοθετεί ξανά και ξανά. Βάζει σε σειρά τα γεγονότα, λες και θ' αλλάξουν ή θα ξανασυμβούν. Κάθε κόμμα και μια παύση, καθόλου οριστική κι ίσως μάλιστα βραχύχρονη, κάθε τελεία κι ένα τέλος απροσδόκητο. Μα σε μια ιστορία, πάρτε για παράδειγμα ένα παραμύθι, μπορεί οι τελείες να 'ναι πολλές, μα η οριστική, η αμετάκλητη είναι μία. Σ'εκείνη την τελευταία πρόταση. Και, δυστυχώς, σε μερικές ιστορίες αυτή πρόταση απέχει λίγο απ' την "Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα"...
  "Το ξέρω ότι τελειώσαμε για πάντα, ολοκληρωτικά - πιο ολοκληρωτικά δεν γίνεται! - το ξέρω πως οι ψυχές μας δεν είναι γραφτό να είναι μαζί, το ξέρω πως η δική μας οριστική τελεία έχει από καιρό γραφεί. Κι άλλα τόσα ξέρω, κυρίως αυτά που αισθάνομαι. Μακάρι, στ' αλήθεια μακάρι, να μην χρειαζόταν όλη αυτή η ανόητη σοφία. Να μην υπήρχε. Μακάρι να μην υπήρχε η τελεία μας. Μακάρι να μην ήμουν τόσο ανιαρά ερωτευμένη, μ' έναν έρωτα που ίσως να μην έχει εκείνη τη φλόγα του πάθους, μα σίγουρα διαρκεί περισσότερο απ' όσο είχαμε φανταστεί... Ξεπερνώ πια και τις δικές μου προσδοκίες, μα δυσκολεύομαι να αισθανθώ περήφανη για τον εαυτό μου. Φαίνεται το πράγμα με την δική μου την αγάπη, έτσι λέω εγώ. Ποτέ δεν θα σε ξεπεράσω ούτε τόσο."
  Κι ύστερα γυρίζει σπίτι. Βγάζει το φόρεμα, πετάει τα παπούτσια της, καίγεται κάτω απ' το νερό στο ντουζ, βγαίνει στο πλατύ μπαλκόνι και κάθεται ώσπου οι σκέψεις της να την εγκαταλείψουν. Προς το παρόν βέβαια. Αυτή η εγκατάλειψη είναι πάντα εφήμερη. Όπως ακριβώς οι λίγοι ενθουσιασμοί που κατάφερε να 'χει! Κι έτσι ζει, πάντα. Το εντυπωσιακό είναι το πόσο περιορίζεται ο πόνος. Συνήθισε πια, τι να πονέσει; Σ'αγαπάει, έτσι λέει. Και της λείπεις, πολύ. Έτσι λέει... 

6 σχόλια: